/Βιβλιοκριτική: Ποταμός και Πόλη (Σταύρος Σταυρίδης)

Βιβλιοκριτική: Ποταμός και Πόλη (Σταύρος Σταυρίδης)

Γράφει η Σωτηρία Κοκορέα, φιλόλογος

Πριν την ερμηνευτική προσέγγιση στο «Ποταμός και Πόλη» θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο ποίημα από την συλλογή «Θερινό Ηλιοστάσιο». Καθώς το ξαναδιάβασα φέτος την άνοιξη, κατάλαβα ότι εκφράζει αυτόν ακριβώς τον στόχο της συγκίνησης που προκαλεί η ποίηση, ανεξαρτήτως πότε γράφτηκε ένα ποίημα ή τι εννοεί ο ποιητής, όπως μας ρωτούσαν παλιά στα σχολεία για να εξετάσουν αν καταλάβαμε ή όχι το ποίημα. Ανεξαρτήτως λοιπόν του συγκεκριμένου στόχου, ο γενικότερος σκοπός της ποίησης, κατά την γνώμη μου, είναι να συνεπάρει τον αναγνώστη και να τον συν-κινήσει δηλαδή να κάνει τον συναισθηματικό του κόσμο να κινηθεί μαζί με το ποίημα.

ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΦΙΔΙΩΝ
Τώρα που ήρθε ο καιρός να ξυπνήσουν τα φίδια / αναρωτιέμαι αν θα ‘ναι / τα ίδια τα παλιά / που ντροπαλά κρύβονταν από μπροστά μας / για να μη μας τρομάξουν / με την έλλειψη αναστήματος. / Άραγε θα ‘χουν την ίδια συστολή κι αυτεπίγνωση / τα φετινά δηλητήρια; / όλο το χειμώνα νοσταλγούσα/ τους αθώους γκριζοπράσινους φόβους / που αργοσάλευαν κρατώντας / ασπίδα πλατύγυρο άνθος, / σημαία εκεχειρίας και συνδιαλλαγής. / Την άνοιξη αυτή, / που τ’ αηδόνια θρηνούν σε καμένα κλαριά, / προσμένω αλλόκοτα φίδια, / γενιά δεινόσαυρου θανάτου. / -Θα γυρίσω στην αυλή σου, Ροδούλα, / τώρα που πέθανε ο παππούς παραμυθάς / για να σου κρατήσω συντροφιά, / ως την ώριμη εποχή / που θα φύγουν με τον άνεμο οι βάρβαροι / κι ανθίσεις τον εαυτό σου στα κλωνάρια σου. / Φίδια γαλάζια απ’ των παραμυθιών τα κάστρα θα ‘ρθουν / να σβήσουν απ’ το χώμα / τα βέβηλα ίχνη.

Όταν ο ποιητής γράφει για τα αηδόνια που θρηνούν σε καμένα κλαριά και τα αλλόκοτα φίδια γενιά θανάτου, έρχεται στο μυαλό η 1η Μαρτίου του 2023. Η Ροδούλα λοιπόν θα είναι η επιβάτης που δεν πρόλαβε να ανθίσει τον εαυτό της στα κλωνάρια της και τα φίδια που περιμένουμε να έρθουν για να σβήσουν τα βέβηλα ίχνη είναι η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Η πρώτη δημοσιευμένη συλλογή του Σταύρου Σταυρίδη είναι το «Ποταμός και Πόλη» το 1976. Πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο και σπουδαίο έργο με θεματικό άξονα την σύγκρουση ανάμεσα στην φύση και την πόλη σε πρώτο επίπεδο· σε δεύτερο επίπεδο όμως πρόκειται για την σύγκρουση ανάμεσα στην ποιητική πνοή και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει ο ποιητής αλλά και κάθε άνθρωπος για να βρει τον εαυτό του και να εκπληρώσει τον προορισμό του. Η πόλη σκιαγραφείται με μελανά χρώματα και συμβολίζει την μηχανοποίηση της ζωής μας που αποτελεί βασική τροχοπέδη για την πνευματικότητα και την εσωτερική αναζήτηση την οποία έχει απόλυτη ανάγκη ο ποιητής για να επιβιώσει.

Και εδώ έγκειται η διαχρονικότητα και το μεγαλείο της ποίησης του Σταύρου Σταυρίδη. Τι πιο σύγχρονο και επίκαιρο στην σημερινή εποχή που κυριαρχείται από την οθόνη, το κινητό και το Διαδίκτυο; Όταν διαβάζεις τον στίχο «το πικρό τραγούδι της σιωπής» που αναφέρεται στην ζωή της πόλης δεν σκέφτεσαι ότι αναφέρεται σε όλους εμάς που αντί να συζητάμε και να επικοινωνούμε μεταξύ μας βρισκόμαστε σκυμμένοι στην οθόνη ενός κινητού; Η πόλη και οι μηχανές της εμφανίζονται ως ο κακόβουλος αυτός μηχανισμός που εγκλωβίζει την ποιητική έμπνευση: η πόλη είναι παγίδα και «οι δρόμοι χαλί στρωμένο στο ποτάμι». Επίσης η πόλη «φράζει τον ποταμό έξω από τα τείχη της».
Σου μένει μια φτυαριά ουρανός
Σου μένει μια φτυαριά ουρανός / κι απλώνει η μηχανή τα νύχια να στον πάρει / και καμαρώνεις / που σε στολίζουνε με άνθη πλαστικά / κι άρωμα καπνογόνο. / Σου βγάλανε τα πράσινα και σου φορούν τα γκρίζα. / Παρέα με ληξίαρχους και με χρηματιστές, / στην τσέπη σου επιταγές έγιναν οι ψυχές μας. / δε μας γνωρίζεις πια. / ξέχασες που ήσουν νύφη μας / σε σκάλα ασβεστωμένη / και πλέναμε τα πόδια σου/ στα διαυγή ρυάκια. / Τώρα κοντά σου νιώθουμε ασήμαντοι . / Ξέχασες τη γιορτή το Πάσχα μες στον κήπο. / Τώρα κατάλαβα γιατί / περιγελάς τον ποιητή.

Στην πόλη λοιπόν ο ποιητής ασφυκτιά, εγκλωβίζεται και αποδυναμώνεται. Σε άλλο ποίημα αναφέρεται ότι ο ποιητής «πάγωσε μες στα λόγια» και στην συνέχεια: «φύσα στην έρημο υγρό του ποταμού αγέρι». Εδώ λοιπόν εμφανίζεται ο Ποταμός ελευθερωτής. Ο ποταμός που ελευθερώνει το ποιητικό πνεύμα αλλά και όλους εμάς από την δουλεία των μηχανών, της τεχνολογίας.

Στην ποίηση του κ. Σταυρίδη ο ποταμός χαρακτηρίζεται ως αγέρωχος, φίδαρης, αλφειός, καλλίρροος, πολύσπερμος, φονιάς του μηδενός, νικητής τροπαιοφόρος, ακράτητος ταυρωπός, ηρωικός, αδάμαστος. Για τον ποιητή είναι σύμμαχος, οδηγός και διδάσκαλος, ενώ αναφέρεται ότι «όλοι οι σοφοί του κόσμου δεν μπορούν να το φτιάξουν». Είναι ο Αρχαίος Ποταμός που συνδέεται με κάθε νερό, με την θάλασσα με το ρυάκι, ενώ πατέρας του είναι ο Ωκεανός.

Γι’ αυτό άλλωστε ο ποταμός χαρακτηρίζεται ωκεάνιος στον οποίο πρέπει να καταφύγει ο καθένας μας για να βρει τον εαυτό του:

Αν δεν μπορείς για έναν σκοπό
Αν δεν μπορείς για έναν σκοπό / να κάνεις προσευχή, / ζήτησε τότε μια ροή, μιαν πτήση,/ σε χώρο τρισδιάστατο / του κόσμου για μιαν άποψη / στην κίνηση επάνω. / Να ρέουν πόλεις και χωριά / σαν ο Αρχαίος Ποταμός / τα σπίτια τους να πήρε / και στον καθρέφτη Ωκεανό / επάνω ιδές ποιος είσαι. / Η φωτεινή σου διαστολή / να ξεγλυστρά από τα βουνά / φωνάζοντας με αντίλαλο «υπήρξα». / Τον κόσμο προσκαλώντας μέσα σου, / το δέντρο, το πουλί, την πέτρα, / τον πονεμένο άνθρωπο και τον αποθαμένο.

Ο Ποταμός είναι επίσης ο φτερωτός Πήγασος, χαρά των ματιών, απέραντος, αστείρευτος, καμπύλος… Και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει η αναφορά στο δικό μας ποτάμι: ο θεός Αχελώος, ο τροφοδότης, στο ποίημα Κατασκήνωσα στου ποταμού την όχθη μεταμορφώνεται σε ταύρο, σε φίδι και σηκώνει την ελπίδα του ποιητή για αλλαγή, καθώς το ρήμα ελπίζω επαναλαμβάνεται και ο πιο εντυπωσιακός κατά την γνώμη μου στίχος του ποιήματος είναι: αλλαγή κι ελπίδα γι’ αλλαγή καινούρια. Άλλωστε αυτό δεν εκπροσωπεί ο ποταμός που συνεχώς ρέει; Την προσπάθεια του ανθρώπου να αλλάζει και να γίνεται συνεχώς καλύτερος. «Τα πάντα ρει» σύμφωνα με τον μεγάλο Ηράκλειτο… Το ποτάμι σε κάνει «να δεις, να γνωρίσεις και να εμπνευστείς» «μεταγγίζει στα μέλη σου δύναμη» …

Απελευθερώνω κι Ελευθερώνομαι
Απελευθερώνω κι ελευθερώνομαι, / αφήνομαι στο ρεύμα. / Απαγκιστρώνομαι. / Το ποτάμι μεταγγίζει / στα μέλη μου δύναμη./ Θαυμάζω των φτερών το πρώτο άνοιγμα. / Η περίτεχνη ταφόπετρα βουλιάζει. / Οι πρώην εχθροί μου, / κληρονόμοι του χάλκινου κέρδους μου / με το βλέμμα ορθό / αιφνιδιασμένοι παρακολουθούν / την απροσδόκητη φυγή μου. / Έγινα κι απ’ το αβαρές / ακόμη ελαφρότερος. / Ο οίκτος δε με φτάνει πια. / Ιάθηκε η ανίατη πληγή. / Με κυβερνάει η αγάπη. / Τραγούδι μου η προσευχή, / φροντίδα η στοργή, / γνώση το θαύμα.

Ο Ποταμός συμμαχεί στην ποίηση του κ. Σταυρίδη με τον Ήλιο Μαγνήτη και τον Άνεμο και καθοδηγεί τον ποιητή προς την έμπνευση και την ποιητική ελευθερία. Ωστόσο ο ποιητής δεν απορρίπτει εντελώς την επαφή με την πόλη. Στο ποίημα Πόλη κι αν σ’ αγαπώ τίθενται οι προϋποθέσεις για μια υγιή σχέση: θα γίνει η πόλη «πηγή καινούριων ποταμών» και πάντως «στην ακροποταμιά φωσφορίζει ανθισμένη και η ελπίδα».

Η αντιφατικότητα, η αμφισβήτηση και τα διφορούμενα συναισθήματα από την πλευρά του ποιητή, αλλά νομίζω και οποιουδήποτε ανθρώπου για την σχέση του με τον σύγχρονο αστικό πολιτισμό, φαίνονται ξεκάθαρα στο ποίημα Απουσία.

Απουσία
Μακρυά, μακρυά, μακρυά είν’ από μένα / και στην απόσταση μικρά / τα τετράγωνα, οι δρόμοι, τα εργοστάσια οι εκκλησιές, / αγορές και πλατείες. / Έξω μακρυά από μένα, τα προσωπεία της χαράς, / του πόνου τα ψευτάγκαθα. / Χώρος απροσμέτρητος με χωρίζει, / απ’ τα μεγέθη που φιλοξένησα, / απ’ τις πατρίδες που άλλοτε ήταν δικές μου. / Για τέτοιο ωκεανό καράβι δεν υπάρχει· / Για τέτοιο διάστημα όχημα δεν υπάρχει· / δεν υπάρχει μηχανή για τέτοια ταχύτητα. Χρόνος απροσμέτρητος με χωρίζει / απ’ τις τετράγωνες φυλακές και τους πεταλωτούς μαγνήτες, / απ’ της βιτρίνας τα χαμόγελα / και απ’ το πένθος του γραφείου τελετών. / Και οι πλασιέ με την πειθώ είτε κερδίσουν / είτε χάσουν από μένα, είναι μακρυά./ Μακρυά ο κόσμος, που μου έδωσε τα πάντα, όσα είχε, / που μου στέρησε τα πάντα, που δεν είχε, / κι απ’ την απόσταση μικρός. / Απλώνουν οι καταστηματάρχες χέρια / αλλά δε με φτάνουν./Απλώνουν οι ληστές μαχαίρια / αλλά δε μ’ αγγίζουν. / Έρχονται, τρέχουν τα παιδιά / αλλά δεν με συναντούν. / Κι επιμένει η βοή των δρόμων / αλλά δεν την ακούω. / Με ψάχνει ο ταχυδρόμος, δε με βρίσκει / και τα γράμματα επιστρέφονται στον αποστολέα. / Πόλη μες στην πόλη, / σε κάθε πόλη κάπου / υπάρχει η ακρόπολη αυτή. / Εδώ που χάνουν τα σταθμά το βάρος / και τη μονάδα τους τα μέτρα / έπεσε ο σπόρος / για μια καινούργια διάσταση. / Εδώ μπροστά στο μνήμα της / νοστάλγησε ανυπόφορα η πόλη / τη ζωή.

Πώς μπορεί λοιπόν να συμβιβαστεί η εσωτερικότητα, η πνευματικότητα, η ανάγκη για απομόνωση και δημιουργία που έχει ο κάθε πνευματικός άνθρωπος με τον σύγχρονο μηχανοκεντρικό πολιτισμό; Κι αν πάμε και στην σημερινή εποχή το ερώτημα του ποιητή παραμένει πάντα επίκαιρο και διαχρονικό, όπως όλα τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν το άνθρωπο. Ο ποιητής αλλά και κάθε άνθρωπος Οδυσσέας αισθάνεται ευγνώμων για το καβαφικό ταξίδι, γι’ αυτήν την περιπλάνηση στην πνευματικότητα, για τις εμπειρίες, τις γνώσεις αλλά και για τα εμπόδια που κατάφερε να υπερνικήσει. Και τελικώς η αισιοδοξία κυριαρχεί…