Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης
Το βιβλίο του Γιώργου Σταφυλά με τον ερωτηματικό τίτλο «Ποιος σκότωσε τον Τζον Λένον;» είναι ένα σύνολο από τρεις διαφορετικές ιστορίες που ανήκουν γενικά στο αστυνομικό είδος. Το βιβλίο υπερβαίνει τις 500 σελίδες και προσωπικά, διαβάζοντάς το… αργά και σταθερά, μου πήρε πάνω από 1 μήνα να το διεξέλθω.
Η πρώτη των ιστοριών ρέπει προς τον γοτθικό τρόμο (“Το σπίτι”), η δεύτερη προς το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα (“Η κόκκινη γραμμή”), η δε τρίτη προς το whodunnit με σειριακές δολοφονίες (“Το κέντρο των ψευδαισθήσεων”), δηλαδή σε ένα γρίφο περί του ποιος κάνει τα εγκλήματα, μέσα από ένα κύκλο προσώπων. Συμπληρωματικά, όσον αφορά και πάλι το (υπο-)είδος, νομίζω ότι όλες οι τρεις ιστορίες έχουν έντονο το στοιχείο του procedural («διαδικαστικού» αστυνομικού), εφόσον επικεντρώνονται στις έρευνες του αστυνόμου του τμήματος ανθρωποκτονιών Λάμπρου, καθώς και στις ενέργειες των υφισταμένων και προϊσταμένων του: υπαστυνόμος Δρακάκος, ταξίαρχος Καρατζόγλου, profiler-εγκληματολόγος Αργυράκη, ιατροδικαστής Τσεβάς κ.ά.
Επιπλέον, το βιβλίο έχει μία αψιδωτή υπερ-πλοκή (στα αγγλικά: overarching plot), αν μπορώ να το πω έτσι, δηλαδή μια πλοκή που υπερβαίνει κάθε επιμέρους ιστορία.
Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς κάλλιστα να δει τις τρεις ιστορίες ως τρία επεισόδια μιας (λογοτεχνικής) σειράς, όπου οι κύριοι χαρακτήρες και ειδικά ο αστυνόμος Λάμπρου εξελίσσεται, προβαίνει σε ενέργειες που θα συνεχιστούν στις επόμενες κ.λπ.
Θεωρώ πως το βιβλίο έχει κάποια πάρα πολύ δυνατά σημεία που το τραβάνε συνολικά προς τα πάνω.
Ένα από αυτά είναι η εξαιρετική του γλώσσα. Σε αυτό το σημείο ο συγγραφέας πραγματικά με εξέπληξε πάρα πολύ ευχάριστα. Π.χ., στην τρίτη ιστορία μας γράφει: «Το ντύσιμό της ήταν προσεγμένο, ανέδιδε το άρωμα μιας παλιάς επιφάνειας (πρβλ. επιφανής)». Ή, αλλού: «Δύο γηραιές κυρίες, ξεπεσμένες αριστοκράτισσες με ακόμα φροντισμένη και κομψή εμφάνιση, διάλεξαν με σπουδή τα φρούτα τους χωρίς να κουράζουν τον ιδιοκτήτη που τις προσφωνούσε σεβαστικά με τα επίθετά τους» (σελ. 458). Εκεί όμως που δίνει ρέστα είναι η πρώτη ιστορία, το «Σπίτι», που εκτυλίσσεται γύρω από ένα χωριό, το Γραμματικό: ο χειρισμός της γλώσσας δε συγκρίνεται καν με το μέσο βιβλίο του είδους.
Η αλήθεια είναι ότι ως ένα βαθμό περίμενα να διαβάσω κάτι περισσότερο σαν Lee Child ή αστυνόμο Κάλαχαν σε γραπτό κείμενο. Περίμενα δηλαδή τύπους όπως ο πρώην στρατονόμος Τζακ Ρίτσερ ή ο Τζον Γουίκ να σαπίζουν έντεχνα στο ξύλο τους αντιπάλους τους ή να φυτεύουν σφαίρες αβέρτα, εν είδει «ένας εναντίον όλων». Περίμενα περισσότερο… τσαμπουκαλεμένες συνδιαλέξεις στην καθομιλουμένη ή «αργκό». Τελικά, όπως προανέφερα, βρήκα τον εαυτό μου να εντυπωσιάζεται, χωρίς υπερβολή, από το λεξιλόγιο και να “επισημαίνει” φράσεις με εξαιρετικά ελληνικά- κάτι που, με το χέρι στην καρδιά, είναι πάρα πολύ σπάνιο στην εγχώρια αστυνομική λογοτεχνία.
Ένα άλλο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι ότι δεν πλατιάζει στις διατυπώσεις.
Δεν υπάρχει αυτό το κουραστικό φαινόμενο βιβλίων αρκετών «μεγάλων» εκδοτικών οίκων όπου ο/η συγγραφέας γεμίζει τις σελίδες, μερικές φορές και σελίδες επί σελίδων, με πράγματα περιττά, ανερμάτιστα και –το χειρότερο- που βγαίνουν προγραμματισμένα και άψυχα, για να αυξηθεί τεχνητά η έκταση του βιβλίου. Οι περιγραφές (μερικές φορές πάρα πολύ γλαφυρές), οι σκηνές δράσης, οι συνεντεύξεις των υπόπτων είναι «τόσο όσο».
Ένα τρίτο δυνατό σημείο είναι η έρευνα που έχει κάνει ο συγγραφέας, ιδιαίτερα στην πρώτη ιστορία, που και προσωπικά μου άρεσε περισσότερο από όλες. Φαίνεται σαφώς πως ρέπει προς τον μεγάλο Αμερικανό Λάβκραφτ θεματολογικά, αλλά μοιάζει πολύ φιλόδοξη -με την καλή έννοια- και αποκαλυπτική ως προς αυτό που θέλει να δώσει ως επιμύθιο, αφού έχει εξιχνιαστεί η βασική υπόθεση. Η αρχή της μάλιστα βρίσκεται στους ύστερους Μέσους Χρόνους (αρχές 14ου αιώνα).
Άλλο πλεονέκτημα είναι ορισμένοι εμπνευσμένοι και πειστικοί χαρακτήρες, όπως ο sui generis καθηγητής Μαυρέας της πρώτης ιστορίας.
Ο τρόπος έκφρασης τέτοιων χαρακτήρων προσθέτει κατ’ εμέ πολύ στην όλη ατμόσφαιρα και αληθοφάνεια της αφήγησης.
Πράγματα που θα μου άρεσε να δω στο βιβλίο θα ήταν: να δινόταν μεγαλύτερη έμφαση στο μυστήριο και την αγωνία της αστυνομικής πλοκής. Είναι γεγονός ότι κάποια βασικά πράγματα τα γνωρίζουμε περίπου εξαρχής (από την περίληψη στο οπισθόφυλλο), ενώ άλλα δεν είναι πολύ δύσκολο να τα μαντέψουμε. Επίσης, είναι αναμφισβήτητο ότι θα μπορούσε να είναι πιο επιμελημένες οι τελικές διορθώσεις σε επίπεδο ορθογραφίας (σημεία στίξης, κ.λπ.). Θα μου άρεσε επιπλέον στο «Σπίτι» να υπήρχε ένα περισσότερο εισαγωγικό κομμάτι, διότι η αφήγηση ξεκινάει «in medias res»– με την ανακάλυψη του πρώτου πτώματος, χωρίς να έχουμε ένα συγκείμενο, κάποια συμφραζόμενα να το εντάξουμε, ειδικά μια που η ατμόσφαιρα του χωριού το σηκώνει αυτό και με το παραπάνω. Σημειωτέον, δε λέω εδώ πως αυτά είναι αποτυχία του συγγραφέα, που ενδεχομένως στοχεύει σε κάτι άλλο, απλώς αναφέρω τι θα ήθελα να δω επιπλέον προσωπικά ως αναγνώστης.
Ένα ερώτημα που σίγουρα θα θέσουν κάποιοι αναγνώστες είναι: καλά όλα αυτά, μήπως όμως υπάρχουν στοιχεία σεξιστικά, ρατσιστικά ή… φασιστικά κ.λπ.; Προσωπικά, στο βιβλίο αυτό δεν εντόπισα κάτι τέτοιο. Ένα σημαντικό στοιχείο της υπερ-πλοκής που προαναφέραμε είναι η γνωριμία του Λάμπρου με μία μπαρ-γούμαν γύρω στα 35, τη Μαρία. Είναι παραπάνω από σαφές ότι η σχέση που θα δημιουργηθεί μεταξύ των δύο υπερβαίνει κατά πολύ το στερεότυπο ότι ο άντρας ζητάει… άμυαλες «κοινές γυναίκες» και λειτουργεί μόνο με βάση το… «βασικό ένστικτο». Η Μαρία παίζει στη ζωή του «ορκισμένου εργένη» αστυνόμου Λάμπρου ένα πολύ βαθύτερο, ως και σωτήριο, ρόλο, ενώ η (θετική) εξέλιξή της δεν απέχει και πάρα πολύ από αυτή της «κυρίας με τις καμέλιες» στο ομώνυμο βιβλίο-ορόσημο της ρομαντικής λογοτεχνίας. Κάποιοι θα προσέξουν ότι ο ρόλος που θα πάρει είναι μάλλον ο λεγόμενος «παραδοσιακός», δηλαδή μιας γυναίκας νοικοκυράς, που φροντίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον σύντροφό της. Εντούτοις, υπάρχει και η ακόμη νεαρότερη εγκληματολόγος-profiler της αστυνομίας Αργυράκη, που αντί να υποτιμάται της ανατίθενται δύσκολες αποστολές. Για να… καθησυχάσουμε κάποιους λοιπόν, δε φαίνεται στο βιβλίο να υπάρχει συνολικά αρνητική διάκριση στη βάση του φύλου (σεξισμός) ή της φυλής (ρατσισμός) ή λατρεία του κράτους (φασισμός). Αυτό είναι σαφές, παρ’ ότι αναμφίβολα μπορούμε να βρούμε κάπου-κάπου και κάποιες πιο κλισαρισμένες απόψεις. Αντίθετα, θα καταλάβουμε από τον αφηγητή στη διαπραγμάτευση του θέματος του έρωτα ότι ο πρωταγωνιστής διαθέτει –εκτός από «σάρκα»- και συναίσθημα και «ψυχή». Αυτά τα στοιχεία με αυτή τη μορφή επίσης δε θα τα βρεις εύκολα σε μια πιο mainstream δουλειά του χώρου, οι οποίες συνήθως ρέπουν στην εύκολη –και ανούσια- πορνογραφία, διότι, όπως σκέφτονται κυνικά και υπολογιστικά, «το σεξ πουλάει».
Σε γενικές γραμμές το… τρία-σε-ένα βιβλίο «Ποιος σκότωσε τον Τζον Λένον» είναι μια αξιόλογη, ενδιαφέρουσα και πολύ καλογραμμένη λογοτεχνική δουλειά
που κρατάει σε όλη την μεγάλη έκτασή του το ενδιαφέρον του αναγνώστη και που έχει κάποια εξαιρετικά στοιχεία και ορόσημα. Θεωρώ ότι με κάποια ακόμη κατεργασία ή τροποποιήσεις θα μπορούσε να είναι και ένα βιβλίο άριστο. Ο συγγραφέας Γιώργος Σταφυλάς, του οποίου αυτό το βιβλίο είναι το πρώτο που διαβάζω, θεωρώ, με κάθε ειλικρίνεια, κρίνοντας από αυτό το έργο, ότι δυνάμει έχει να δώσει πάρα πολλά στη συνέχεια στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία.