Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός
Πριν πούμε οτιδήποτε για το βιβλίο αυτό θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι μιλάμε για το βιβλίο που σηματοδότησε την ωριμότητα του Σαραμάγκου ως συγγραφέα. Ήταν ένα μεγάλο βιβλίο που γράφτηκε για να συζητηθεί αλλά για τους σωστούς λογοτεχνικούς λόγους κι όχι απ’ τη σκοπιά της επίθεσης στην Εκκλησία όπως άλλα σημαντικά του βιβλία που προηγήθηκαν.
Η υπόθεση είναι απλή και ταυτόχρονα συγκλονιστική. Ένας άνθρωπος τυφλώνεται ξαφνικά στη μέση του δρόμου καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του. Η τυφλότητά του έχει κάτι το ιδιαίτερο δεδομένου ότι δεν έχει την αίσθηση του απόλυτου σκότους, όπως όλοι οι τυφλοί έχουν ομολογήσει, παρά ζει μέσα σε μια απόλυτη λευκότητα. Σαν μέσα σε μια πολύ φωτισμένη αλλά και πολύ πυκνή ομίχλη. Σύντομα κι εξίσου ξαφνικά κι απροειδοποίητα αρχίζουν αν τυφλώνονται ένας μετά τον άλλο όλοι όσοι ήρθαν σε οπτική επαφή με κάποιον που μετέπειτα τυφλώθηκε. Το φαινόμενο αποκτά καταιγιστικούς ρυθμούς. Η κυβέρνηση της φανταστικής αυτής χώρας αρχικά συλλαμβάνει βίαια και απομονώνει σε πρόχειρα άσυλα τις πρώτες εκατοντάδες τυφλών σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προστατέψει το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Τελικά όλα αποδεικνύονται μάταια μια που όλοι τυφλώνονται τελικά και φυσικά πλέον καταρρέουν τα πάντα κι επικρατεί αποκρουστικό χάος. Σε στοιχεία ιδιότυπου και μόνο χιούμορ μπορούμε να εντάξουμε τη σκηνή που ο κεντρικός ήρωας ο Οφθαλμίατρος τυφλώνεται ακριβώς τη στιγμή που διάβαζε για να ενημερωθεί για το πρωτοφανές αυτό φαινόμενο και επιφανείς Καθηγητές Οφθαλμολογίας να τυφλώνονται ακριβώς τη στιγμή που μιλούν σε έκτακτα κλειστά συνέδρια που οργανώθηκαν για τη διερεύνηση του καινοφανούς φαινομένου, και να καταρρέουν κλαίγοντας στο βήμα φωνάζοντας «είμαι τυφλός».
Ήδη από τις πρώτες σελίδες γίνεται εμφανής ο σκοπός του συγγραφέα. Θέλει να βάλει τον αναγνώστη να σκεφτεί τι θα έκανε ο ίδιος σε ανάλογες έκρυθμες κι ανήκουστες καταστάσεις. Όχι όμως πάνω σε πρακτικά κι επιφανειακά θέματα. Αυτά περιγράφονται με μεγάλη γλαφυρότητα κι ανατριχιαστική ενάργεια.
Θέλει ο αναγνώστης του να εμβαθύνει στην Ηθική. Στη συλλογική Ηθική και πώς αυτή αλλοιώνεται κάτω από το βάρος απρόοπτων καταστάσεων.
Για να γίνουν αντιληπτά τα σκληρά διλήμματα τα οποία θέτει ενώπιον του αναγνώστη του ο Σαραμάγκου ας αναφέρουμε δύο παραδείγματα. Σίγουρα κανείς μας με τις αρχές της κρατούσας Ηθικής δεν μπορεί να κατανοήσει εύκολα τη στάση της γυναίκας του γιατρού, που σημειωτέον είναι η μόνη σε όλη τη χώρα που δεν τυφλώθηκε ποτέ, που ενώ τον βλέπει να σηκώνεται από το κρεβάτι τους και να πηγαίνει στο απέναντι για να συνευρεθεί ερωτικά με την ωραία κοπελίτσα των ελευθερίων ηθών, πλησιάζει και του ψιθυρίζει στο αυτί γλυκά λόγια. Ούτε επίσης μπορεί να κατανοήσει τη στάση πολλών γυναικών των θαλάμων του ασύλου που πάνε «πρόθυμα» να βιαστούν και να κακοποιηθούν σεξουαλικά από μια συμμορία του διπλανού θαλάμου για λίγα τρόφιμα απ’ αυτά που στέλνει η κυβέρνηση. Ξέρουν ότι τα τρόφιμα δε θα φτάσουν για όλους τους κι ούτε για πολλές μέρες αλλά σπεύδουν να πάνε στους «αφέντες» ακόμη κι αυτές που δεν ήταν αναγκασμένες. Τέτοιες ας μου επιτραπεί να τις ονομάσω απρόοπτες και ανήκουστες καταστάσεις περιγράφονται πολλές και πιθανότατα δε θα μπορούσαμε καν να τις φανταστούμε κι όμως τώρα καλούμαστε να πάρουμε θέση σε κάθε μία από αυτές. Ο Σαραμάγκου γράφει με ενσυναίσθηση. Γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τον κατακλυσμό συναισθημάτων που έχει προκαλέσει στον εμβρόντητο αναγνώστη του και μοιάζει να τον χειρίζεται και να τον ποδηγετεί σαρκαστικά.
«Η ηθική συνείδηση, που τόσους αναίσθητους έχει προσβάλει κι ακόμα περισσότερους έχει αποκηρύξει, είναι κάτι που υπάρχει και υπήρχε πάντα, δεν ήταν επινόηση των φιλοσόφων της Τεταρτογενούς Περιόδου, τότε που η ψυχή ήταν ακόμα ένα συγκεχυμένο σχέδιο.»
Αλίμονο αν ο Σαραμάγκου άφηνε την ευκαιρία να πάρει θέση πάνω στα θέματα που προέβαλλε με την υπόθεση του βιβλίου, να πάει χαμένη. Αυτό βέβαια γίνεται με όρους ψυχρού αποστασιοποιημένου παρατηρητή και με την άνεση του κατόχου των εφοδίων της Φιλοσοφίας. Ας του συγχωρήσουμε μόνο κάποιες υπερβολές στην επιχειρηματολογία του που εκπηγάζουν από την θεωρία του Μαρξισμού την οποία ουδέποτε έκρυψε ότι ασπαζόταν.
Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει κι ένα άλλο ενδιαφέρον από τη σκοπιά των συγγραφικών νεοτερισμών.
Κανείς από τους ήρωες κύριοι είτε δευτερεύοντες δεν έχει κάποιο όνομα!
Όλοι αναφέρονται με κάποια ιδιότητα, ο γιατρός, η γυναίκα του γιατρού, ο πρώτος τυφλός, η κοπέλα με τα μαύρα γυαλιά κ.ο.κ. Επίσης, ενώ χρησιμοποιεί πάντα τον μακροπερίοδο λόγο δεν υπάρχουν διάλογοι. Ή πιο σωστά δεν σηματοδοτούνται όπως γνωρίζαμε ως τώρα, με παύλες στην αρχή, ή με εισαγωγικά. Εδώ η πρόταση συνεχίζει κι όταν εναλλάσσεται ο ομιλητής απλά η πρώτη λέξη της φράσης του αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα μέσα πάντα στην ίδια πρόταση. Μιλώντας για νεοτερισμούς στη γραφή από τον Σαραμάγκου, πρέπει να σταθούμε και στο χειρισμό του υλικού του συνολικά. Παρότι πρόκειται για μια κλασσική δυστοπία, ένα μυθιστόρημα τύπου «what if», εντούτοις στο τέλος υπάρχει ανατροπή και αλλαγή του ύφους του βιβλίου.
Το «Περί Τυφλότητος» γράφτηκε μέσα στην πιο παραγωγική συγγραφικά περίοδο του Σαραμάγκου. Παρόλα αυτά είναι καλά δουλεμένο και με τον αναγνώστη στο κέντρο καταφέρνει να ανέλθει σε μεγάλα ύψη αναγνωστικής απόλαυσης και λογοτεχνικής αξίας. Γράφτηκε γιατί κάτι είχε να πει ο συγγραφέας κι όχι απλά για να θαυμάσουμε άλλη μια πρωτότυπη ιστορία. Αν κανείς δεν έχει διαβάσει Σαραμάγκου έως τώρα και ξεκινήσει από αυτό το βιβλίο σίγουρα θα γοητευτεί. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι βιβλίο που δεν πρέπει να μείνει αδιάβαστο από κανέναν φίλο της καλής λογοτεχνίας.
4,5/5