Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα ακόμα σημαντικό βιβλίο του μεγάλου Νομπελίστα μυθιστοριογράφου. Ένα βιβλίο γραμμένο στα αμέσως επόμενα χρόνια από την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας και που θεωρείται κι η πιο μεστή περίοδος του έργου του Σαραμάγκου.
Το «Περί Φωτίσεως» εκδίδεται το 2004 στο πρωτότυπο (2006 στην Ελλάδα) κι αμέσως δημιουργείται η αίσθηση στο αναγνωστικό κοινό ότι ο συγγραφέας συμπληρώνει μια σειρά βιβλίων. Έχει προηγηθεί το «Περί Τυφλότητος» το 1998 όπου τόσο ο τίτλος, όσο η δομή αλλά ακόμα κι οι χαρακτήρες προδίδουν ομοιότητα και μια συνάφεια. Τελικά η σειρά θεωρείται ότι έκλεισε με τη δημοσίευση του «Περί Θανάτου» αλλά ας μου επιτραπεί να προσθέσω και τη «Σπηλιά» που είχε παρεμβληθεί μεταξύ των δύο πρώτων βιβλίων που αναφέρθηκαν.
Όλα τα βιβλία αυτά έχουν τη μορφή του «what if» δηλαδή «τι θα γινόταν αν» κι ο συγγραφέας μέσα από κυριολεκτικά και μεταφορικά φανταστικές ιστορίες χτίζει μια ατμόσφαιρα που συναρπάζει τον αναγνώστη.
Η υπόθεση έχει να κάνει με μια κατάσταση που πλέον έχει εξαλειφθεί ως πιθανότητα στις περισσότερες χώρες του κόσμου (όπου πλέον τα άκυρα και τα λευκά ψηφοδέλτια εξαιρούνται απ’ το εκλογικό μέτρο) κι αυτή είναι ότι στις εκλογές που διεξήχθησαν τα λευκά ψηφοδέλτια αποτελούν το 70% του συνόλου των ψήφων. Η εκλογή επαναλαμβάνεται και πλέον τα λευκά αποτελούν το 83% του συνόλου. Από το σημείο εκείνο και μετά ξεκινούν να εκτυλίσσονται καταστάσεις πέρα από κάθε φαντασία, τις οποίες φυσικά δεν πρόκειται ν’ αποκαλύψουμε.
Συνεπής πάντα με την προσήλωσή του στην αληθοφάνεια και το ρεαλισμό ο Σαραμάγκου πείθει και εντυπωσιάζει τον αναγνώστη του. Όσοι έχουν διαβάσει το «Περί Τυφλότητος» παρατηρούν αμέσως τη σημειολογία ότι το «κακό» επέρχεται πάντα έχοντας το λευκό χρώμα, εδώ στα ψηφοδέλτια εκεί, στην τυφλότητα που τη βίωναν όλοι ως ένα απόλυτο γαλακτώδες λευκό, σε μια προσπάθεια ενδεχομένως ν’ ανατρέψει ένα στερεότυπο που θέλει το «κακό» να είναι πάντα σκοτεινό και μαύρο. Κατά την προσφιλή συνήθεια του Σαραμάγκου δεν κατονομάζεται η χώρα όπου λαμβάνει χώρα η δράση, ούτε οι χαρακτήρες του έχουν κάποιο όνομα. Κανένας τους. Όλοι οι χαρακτήρες φέρουν εμβληματικούς χαρακτηρισμούς όπως για παράδειγμα «ο άντρας με τη γραβάτα με τις λευκές βούλες» ή «η γυναίκα του γιατρού», που παίζει κεντρικό ρόλο και στο «Περί Τυφλότητος» και που εδώ ολοκληρώνεται το χτίσιμο του πιο επιδραστικού κι αξέχαστου χαρακτήρα της λογοτεχνίας που αποτελεί αυτή η γυναίκα.
Παρότι το θέμα δεν βοηθάει, ο συγγραφέας καταφέρνει και χτίζει ένα θρίλερ με όλα τα στοιχεία που έχουμε συνηθίσει από μυθιστορήματα με πιο «οικείο» θέμα.
Η πλοκή ξεκινάει αργά κι ίσως λίγο βαρετά στις πρώτες σελίδες κι επιταχύνει από τα μισά περίπου το βιβλίου. Στο μεταξύ ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να ρίξει δηλητηριώδεις βολές εναντίον του πολιτικού συστήματος, εναντίον της Εκκλησίας, και να αναδείξει με γλαφυρό έως και ειρωνικό τρόπο τη διαφθορά αλλά και την έκπτωση των ηθικών αξιών. Η Ηθική της κοινωνίας πρέπει σίγουρα να απασχολούσε ιδιαίτερα τον συγγραφέα αφού η ανατροπή της κλίμακας των αξιών υπό το βάρος διαφορετικών κάθε φορά αφορμών διατρέχει το σύνολο των τεσσάρων βιβλίων που αναφέρθηκαν.
Ενώ η πλοκή έχει αρχίσει να τρέχει ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία ν’ απολαύσει και μικρά περιστατικά που με το πικρό τους χιούμορ εντείνουν την αναγνωστική απόλαυση. Σε κάθε περίπτωση όμως το κείμενο ποτέ δε χάνει το βάθος και τη μεστότητα που απαιτούνται για να ανεβάσουν ένα βιβλίο από το επίπεδο μιας απλής εξιστόρησης σ’ αυτό της διακεκριμένης λογοτεχνίας.
Αποτιμώντας συνολικά το «Περί Φωτίσεως» θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα κόσμημα στην βιβλιοθήκη κάθε εραστή της καλής, στοχαστικής, «βασανισμένης» μυθοπλασίας. Είναι ένα βιβλίο που δε θα ξεχάσει κανείς ποτέ άσχετα με το μέσα σε ποια συγκυρία θα το έχει διαβάσει.
4,5/5,0