/Βιβλιοκριτική: Όμορφη πόλη – το σπίτι με την κόκκινη πόρτα (Βαγγέλης Μαργιωρής)

Βιβλιοκριτική: Όμορφη πόλη – το σπίτι με την κόκκινη πόρτα (Βαγγέλης Μαργιωρής)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας

Με τη λήξη του συναγερμού της πανδημίας, αρκετούς μήνες πριν, ξεκίνησε μια συζήτηση περί του πότε θα δούμε το «Ελληνικό μυθιστόρημα της πανδημίας». Εδώ μιλάμε για ένα από αυτά.

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο κύριος Αδαμόπουλος, μάλιστα έτσι περιγράφεται σε κάθε περίσταση (πχ ο έφηβος κύριος Αδαμόπουλος). Ένα ανώδυνο τέχνασμα που ήδη δίνει τον τόνο του αστυνομικού μυθιστορήματος που δε θέλει να μπει κάτω από καμία νόρμα.

Ο κύριος Αδαμόπουλος είναι ένας εσωστρεφής, μισογύνης, αντικοινωνικός τύπος που δεν αγαπά παρά μόνο τον εαυτό του και την ησυχία.

Δεν έχει επαφές με κανέναν στη γειτονιά, δεν μιλάει με κανέναν σχεδόν ποτέ ούτε καν στη δουλειά. Η αντικοινωνική συμπεριφορά του είχε ήδη διαγραφεί από την εποχή του σχολείου όπου κρυβόταν και παρακολουθούσε μια μαθήτρια από το Θηλέων και μέχρι του βαθμού που όταν αυτή συνήψε ειδύλλιο με τον έναν που μπορούσε να θεωρηθεί φίλος του ζήτησε και πέτυχε να βρίσκεται να παρακολουθεί κρυμμένος τις ερωτικές τους περιπτύξεις, εν γνώσει του φίλου του. Μια σειρά από φόνους που οι περισσότεροι δείχνουν να μένουν ανεξιχνίαστοι έρχονται να ταράξουν την ησυχία του κυρίου Αδαμόπουλου και μένει να αποδειχθεί ο βαθμός συμμετοχής του σ’ αυτούς.

Αυτός ο αντικοινωνικός, μονόχνοτος, «περίεργος» τύπος ανθρώπου δεν σας θυμίζει αρκετούς στο περιβάλλον σας; Δεν σας θυμίζει γείτονες ή συναδέλφους που μετά την πανδημία βρήκαν το πρόσχημα που πάντα έψαχναν για να κόψουν κάθε κοινωνική επαφή με τους γύρω τους; Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που βρήκε ο Μαργιωρής για να θίξει αυτό το φαινόμενο που αναδύθηκε μέσα από τις καραντίνες που ζήσαμε εξ αιτίας της πανδημίας. Φυσικά το συγγραφέα δεν απασχολεί μόνο ο τύπος του ανθρώπου που περιγράψαμε και που μπορεί να είναι ψυχασθενής, κοινωνικοπαθής ή και όχι, παρά στο στόχαστρο της οξυδερκούς πένας του μπαίνει ο αέναος πόλεμος για την αναρρίχηση στην ιεραρχία μέσα στις μεγάλες εταιρίες, ο αριβισμός χωρίς όρια ή έλεος καθώς και τα όρια της συνείδησης ως χαλινάρι της εκδίκησης.

Σε κάθε περίπτωση ο τίτλος του βιβλίου «ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ» αποκτά και μια ειρωνική χροιά που δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε.

Αναφέρθηκε νωρίτερα ότι το βιβλίο δεν μπαίνει κάτω από καμία από τις γνωστές νόρμες των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Πράγματι, ο Μαργιωρής υιοθετεί μια χαμηλόφωνη αφήγηση, με διαλόγους ρεαλιστικούς χωρίς καμία εκζήτηση, και με ευδιάκριτη δεξιοτεχνία μετατοπίζει το κέντρο βάρους του βιβλίου του στις εσωτερικές διεργασίες του νου και της ψυχής των ηρώων των, των αντι-ηρώων του για την ακρίβεια, κι όχι στην επίλυση γρίφων για την εύρεση του ενόχου των δολοφονιών. Δεν υπάρχει ο δαιμόνιος αστυνομικός με την κατεστραμμένη προσωπική ζωή που εξιχνιάζει τα πιο ευφάνταστα εγκλήματα. Δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα τρόμου και δεν υπάρχει τίποτα το υπερφυσικό ή το μεταφυσικό. Φυσικά δεν μπορεί να λείπει η ανατροπή στην πλοκή αλλά εκεί εξαντλούνται κι οι αντιγραφές των κλισέ των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί κι η τεκμηρίωση και η ακρίβεια σε ότι επιστημονικό περιγράφεται.

Για παράδειγμα, καταφέρνει να δώσει αρκετά πειστικά τη σύγχυση της πραγματικότητας με το φανταστικό που ταλαιπωρεί έναν ασθενή που πάσχει από Σχιζοφρένεια, τη λεγόμενη «επιπέδωση του συναισθήματος» που τον κατατρύχει, τις παρανοϊκού τύπου σκέψεις του που αλλοιώνουν την πρόσληψη του περιβάλλοντος κλπ. Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι δεν ανατροφοδοτεί το λανθασμένο στερεότυπο του «τρελού» που δεν έχει και νοητική επάρκεια. Ο σχιζοφρενής του Μαργιωρή έχει φυσικά νομικά μειωμένο καταλογισμό αλλά είναι ευφυέστατος, οξυδερκής και μεθοδικός κάτι που αποτελεί και την αλήθεια στις περιπτώσεις αυτές. Πρόκειται για το αποτέλεσμα έρευνας και σε κάθε περίπτωση αποδίδει σεβασμό προς τον αναγνώστη, κάτι που δυστυχώς δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να συναντούμε σε βιβλία Ελλήνων συγγραφέων.

Άλλη μία πρωτοτυπία είναι ότι το βιβλίο καταλήγει με έναν QR code στην εσωτερική πλευρά του οπισθόφυλλου που δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ακούσει τα κομμάτια της κλασσικής μουσικής που ακούει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και με τα υπόλοιπα κομμάτια να αναπαράγει στο μυαλό του την ατμόσφαιρα σε κάθε σκηνή που περιγράφεται! Είναι πολύ προσεκτικά διαλεγμένα και δίνουν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Ένα βιβλίο με το soundtrack του!

«Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα» είναι το δεύτερο μέρος μια τριλογίας όπως αποκάλυψε ο συγγραφέας σε μία του συνέντευξη κι έρχεται να ταράξει ευχάριστα τα λιμνάζοντα νερά του Ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος που τα τελευταία χρόνια είχε βουλιάξει στη μίμηση τεχνικών και στυλ γραφής ξένων σχολών του είδους. Είναι ένα βιβλίο που θα ικανοποιήσει απόλυτα τον αναγνώστη κι όχι μόνο αυτούς που προτιμούν το αστυνομικό μυθιστόρημα.

 

4,0/5,0