Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Πρόκειται για άλλο ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg που μόνο τέτοια περιλαμβάνει όπως έχει αποδειχθεί.
Παρακολουθούμε τη ζωή, τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική, του Γουίλιαμ Στόουνερ ενός νεαρού που μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια κάπου σε ένα μικρό χωριό στις Μεσοδυτικές Πολιτείες .
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί όλη τη ζωή του από το 1891 που γεννήθηκε έως και το θάνατό του 65 έτη μετά. Στις έξι αυτές δεκαετίες παρακολουθούμε πώς μεγαλώνει, πώς ωριμάζει, πώς μυείται και γοητεύεται από τη γνώση, την έρευνα και την Πανεπιστημιακή ζωή, πώς παντρεύεται αλλά αποτυγχάνει στο γάμο του, πώς εμπλέκεται μέσω ενός παράνομου δεσμού με μία συνάδελφό του στο Πανεπιστήμιο καθώς και την ίντριγκα μέσα στη δύνη της οποίας θα βρεθεί εξ αιτίας ακριβώς αυτού του παράνομου δεσμού. Η μοίρα θα του επιφυλάξει να ζήσει και τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους με δραματικές ψυχικές και συναισθηματικές απώλειες, διαφορετικές κάθε φορά.
Η αφήγηση γίνεται από την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή. Οι περιγραφές είναι ακριβείς και πλήρεις, ότι κι αν αφορούν, αλλά χωρίς να κουράζουν. Επιλέγοντας ο Γουίλιαμς ένα σκηνικό με λίγους συμμετέχοντες μοιραία αποδύεται στην σε βάθος ανάλυση όλων των χαρακτήρων του. Όπως γίνεται σαφές από την αδρή περιγραφή της υπόθεσης, ο Στόουνερ διέρχεται μέσα από συμπληγάδες σε όλες τις φάσεις τη ζωής του. Με την τεχνική της τριτοπρόσωπης αφήγησης αλλά πάντα από την οπτική του κεντρικού ήρωα, ο αναγνώστης καταφέρνει να γνωρίσει τον Στόουνερ πολύ καλά και σύντομα είναι σε θέση να προβλέπει τις αντιδράσεις αλλά και τα λεγόμενά του. Οι δυσκολίες στο διάβα της ζωής του Στόουνερ είναι πάρα πολλές, πρακτικά έχει να υποστεί ότι είναι πιθανό κι απίθανο για έναν άνθρωπο, τόσο στη ζωή του ως παιδί στο χωριό όσο κι ως ενήλικας Καθηγητής Πανεπιστημίου κι οικογενειάρχης, αργότερα στην πόλη. Από τις πρώτες σελίδες όμως έχουμε καταλάβει πώς έχει σφυρηλατηθεί ο χαρακτήρας του Στόουνερ μέσα από τις κακουχίες και γνωρίζουμε το ποιόν του ανθρώπου του οποίου τα βήματα παρακολουθούμε.
Κέντρο του σύμπαντος του Στόουνερ είναι η Ηθική και μια απαράμιλλη θέληση για να πετύχει στη ζωή.
Μια Ηθική που υπηρετεί με προσωπικό κόστος κι όπου δεν χωρούν υστερόβουλες ή ιδιοτελείς σκέψεις. Κορυφαία στιγμή του βιβλίου αποτελεί η εσωτερική διεργασία που μετήλθε ο Στόουνερ μέχρι ν’ αποφασίσει να μην πάει τελικά να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν όλοι οι συνομήλικοί του κι οι συνάδελφοί θα κάνουν το αντίθετο. Φυσικά κάθε απόφαση έχει τα υπέρ και τα κατά, ωστόσο είναι εντυπωσιακή η ψηλάφιση από τον Γουίλιαμς των λεπτών εκείνων χορδών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του Στόουνερ που πάλλονται σε ένα τρελό κρεσέντο μέχρι να καταλήξει στην απόφασή του. Απ’ τη στιγμή που κανείς από του ήρωες δεν υστερεί σε αποτύπωση κι απόδοση, το αποτέλεσμα τέτοιων διεργασιών αποκτά, τολμώ να πω, μαγική διάσταση. Ο αναγνώστης βρίσκεται πάνω στη σκηνή, παίρνει μέρος στους διαλόγους, ψιθυρίζει στο αυτί του Στόουνερ.
Ο καμβάς της πανεπιστημιακής ζωής ήταν εύκολο να στηθεί από τον Γουίλιαμς μια που ήταν κι ο ίδιος Καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της στιγμή που έγραφε το βιβλίο. Χειρίζεται με μεγάλη άνεση και μαεστρία τα τεχνικά σημεία της περιγραφής της ζωής και της δουλειάς ενός Καθηγητή κι αναμφίβολα υπάρχουν κι αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο.
Εν τούτοις αυτό που ώθησε τον Γουίλιαμ να γράψει αυτό το βιβλίο ήταν η θέλησή του να πάρει θέση πάνω στο «κλασσικό δίλλημα, μεταξύ καρδιάς και μυαλού» που λέει κι στιχουργός και με την λεπτότητα των χειρισμών της πέννας του κατάφερε να δημιουργήσει μια ελεγεία.
Έναν ύμνο στη Ζωή, που ξεπέρασε τελικά τα πεπερασμένα όρια ενός λογοτεχνικού πονήματος προορισμένο μόνο για την αναγνωστική απόλαυση του αναγνώστη. Αν δεν υπήρχε αυτή ανάδειξη της προσωπικής αφοσίωσης του ανθρώπου σε αξίες και ιδανικά που επέλεξε να υπηρετεί, αν δεν υπήρχαν αυτές οι αντιξοότητες που υπερνικούνται από την αμετακίνητη πεποίθηση ότι η αξία του ατόμου βρίσκεται στη συνέπεια λόγων και έργων, τότε θα μιλούσαμε απλά για ένα καλό μυθιστόρημα. Τώρα όμως πρέπει να υποκλιθούμε σε ένα αριστούργημα της Αμερικανικής όσο και της Παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Το βιβλίο περιλαμβάνει περιγραφές σκηνών μάχης από τον Πόλεμο που κατά γενική ομολογία είναι αποτυπωμένες με όρους κινηματογραφικού σεναρίου. Η ταχύτητα της εναλλαγής των εικόνων, ο ρυθμός που επιταχύνεται ή επιβραδύνεται αναλόγως των τεκταινομένων, παραπέμπουν σε σελίδες από σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Αυτό όμως που παρέμεινε ως σκηνή ανθολογίας στην παγκόσμια λογοτεχνία και δεν έχει όμοιό του να συγκριθεί ακόμη είναι μια σκηνή θανάτου στο τέλος του βιβλίου. Έχοντας φέρει από νωρίς τον αναγνώστη μέσα στην πλοκή όπως προείπαμε, ο Γουίλιαμς καταφέρνει να γράψει στη μνήμη του μια σκηνή που θα μείνει εκεί για πάντα. Χωρίς λυρισμούς και βερμπαλισμούς η δραματικότητα κορυφώνεται μεθοδικά και φέρνει δάκρυα στα μάτια τη στιγμή που ο Στόουνερ αφήνει την τελευταία του πνοή καθώς και μια λύτρωση από το δράμα που ζούσε ο αναγνώστης συμπάσχοντας με τον Στόουνερ επί 30 και πλέον σελίδες. Δε νομίζω ότι μπορώ να αποδώσω το κλίμα ή την ένταση που δονεί του τοίχους του άδειου δωματίου μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η σκηνή. Πρέπει κανείς να διαβάσει το βιβλίο για δει πώς ένας μεγάλος συγγραφέας καταφέρνει να μπει στο μυαλό του αναγνώστη του και ν’ αφήσει ανεξίτηλα σημάδια και πώς ακουμπάει την ψυχή του κι αφήνει κι εκεί τα αποτυπώματά του.
5/5