Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Πρόκειται για το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα του Τάκη Γεράρδη, μετά το «Καμίνι» με το οποίο μας συστήνει ένα διαφορετικό στυλ απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει να περιμένουμε για το λογοτεχνικό αυτό είδος.
Ο Υπαστυνόμος Σεραφείμ Αλαμάνος ειδικός στην εγκληματολογία πέφτει σε δυσμένεια και μετατίθεται στην Τήνο. Εκεί και παρά το σύντομο χρόνο της παραμονής του αφού ελπίζει σύντομα να επιστρέψει στην Αθήνα όπου ζει η οικογένειά του, καταφέρνει να «μπει στο κλίμα» γρήγορα μετά τη δυσπιστία με την οποία των αντιμετώπισαν συνάδελφοι και κάτοικοι του νησιού στην αρχή. Κάποια στιγμή μια νεαρή κοπέλα βρίσκεται βιασμένη και δολοφονημένη με αποτρόπαιο τρόπο και φυσικά καλείται ο Υπαστυνόμος με τις ειδικές ικανότητες να διαλευκάνει την υπόθεση. Σ’ ένα μέρος με τόσους λίγους μόνιμους κατοίκους είναι δύσκολο να παραμείνει κάτι κρυφό αλλά εξίσου δύσκολο αποδεικνύεται να μην είναι μπλεγμένοι όλοι σε κάποια μικρή ή μεγάλη παρανομία κατά το μερίδιό του ο καθένας. Δε θα πούμε όμως τίποτα περί της πλοκής αφού και στο οπισθόφυλλο επιλέχθηκε να μη γίνει καμία νύξη διατηρώντας ένα πέπλο μυστηρίου πάνω από το βιβλίο.
Οι ήρωες είναι όλοι άνθρωποι απλοί, συνηθισμένοι χωρίς μεταφυσικές ή έστω υπερφυσικές ιδιότητες.
Είναι στην κυριολεξία οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Συνεπώς δεν χρειάζονται εκτενείς αναφορές στο παρελθόν του καθενός για να τους γνωρίσουμε ούτε και σχοινοτενείς περιγραφές της καθημερινότητάς τους για να ενταχθούν στην πλοκή. Οι καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται δεν ξεφεύγουν από τις ειδήσεις του καθημερινού Αστυνομικού Δελτίου. Ο ρεαλισμός, που άλλωστε διατρέχει όλη την εργογραφία του Γεράρδη, είναι κι εδώ αδιαπραγμάτευτος. Η αληθοφάνεια που εκπέμπεται από το βιβλίο είναι αυτή που δημιουργεί και μια ακαταμάχητη έλξη στον αναγνώστη. Έχει συνεχώς την αίσθηση ότι διαβάζει για πράγματα που ενδεχομένως συμβαίνουν δίπλα του την ίδια στιγμή. Αυτό είναι και το πρώτο στοιχείο που διαφοροποιεί το αστυνομικό αυτό από άλλα του είδους του.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να επισημανθεί ως διαφοροποίηση είναι η παράθεση μεγάλου όγκου πληροφοριών και λεπτομερειών τουριστικού όσο και εγκυκλοπαιδικού ενδιαφέροντος σχετικά με τον καμβά πάνω στον οποίο εντοπίζεται η δράση. Έτσι η αφήγηση παίρνει τον τόνο και το ρυθμό μιας συζήτησης μεταξύ δυο φίλων κι αυτό σίγουρα δεν είναι κάτι που περιμένει κανείς.
Ο αναγνώστης συμμετέχει στην επίλυση του μυστηρίου δίπλα στον Υπαστυνόμο Αλαμάνο αλλά και ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία του σήμερα.
Το κοινωνικό σχόλιο του Γεράρδη είναι οξύ κι απ’ τις δηλητηριώδεις βολές του δεν ξεφεύγουν ούτε η Εκκλησία, ούτε η Αστυνομία, η διαφθορά κι η ηθική κατάπτωση της μεγαλοαστικής τάξης. Αστυνομικά μυθιστορήματα κοινωνικού προβληματισμού, όπως ονομάστηκαν, έγραψαν κι άλλα μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας, ωστόσο τόσο σπάνια είδαμε να θίγεται τόσο μεγάλη γκάμα θεμάτων.
Ο λόγος ρέει άνετα και γρήγορα, τα ονόματα των ηρώων παραμένουν σε μικρό αριθμό κι ο αναγνώστης τα θυμάται εύκολα κι η ιστορία φαντάζει σφιχτοδεμένη χωρίς εμφανή κενά. Το βιβλίο τελειώνει με ένα ερώτημα, στο οποίο ανάλογα με την απάντηση που θα δώσει ο αναγνώστης νοηματοδοτείται όλο το βιβλίο διαφορετικά. Ευφυές!
Συνολικά, πρόκειται για ένα πρωτότυπο κι ευχάριστο ανάγνωσμα που ιδίως οι φίλοι του αστυνομικού μυθιστορήματος δεν πρέπει να χάσουν και μας θέτει σε αδημονία για ανάλογη συνέχεια από τον ώριμο συγγραφικά Γεράρδη.
3,5/5,0