Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Τι το ενδιαφέρον μπορεί να έχει η ζωή ενός λογιστή; Ένα συνηθισμένο διαμέρισμα σε μια συνηθισμένη πολυκατοικία. Μια συνηθισμένη δουλειά, για όσο υπάρχει κι αυτή. Μια συνηθισμένη ερωτική σχέση που έχει τελειώσει πολύ πριν το αντιληφθείς. Μια συνηθισμένη γειτόνισσα που ίσως να σε αγαπάει, ίσως να σε κοροϊδεύει. Ένας συνηθισμένος κολλητός φίλος που σε στηρίζει, και οικονομικά, σε δύσκολες στιγμές, για να έχει την άνεση να σε υποτιμά και να σε θυσιάζει κάθε μέρα στην έπαρση του.
Αν είναι όλα συνηθισμένα τότε ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν το μυθιστόρημα του Μίκη Αναστασίου “Ο Λογιστής”, εξαιρετικό δείγμα ψυχογραφήμστος μιας κοινωνίας ανήμπορης να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της, ανίκανης να γευθεί την πληρότητα και την εσωτερική “καταξίωση”.
Ο λογιστής, δεν αποτελεί παρά έναν ακόμη χαρακτηριστικό ήρωα της εποχής μας.
Ανικανοποίητο, απογοητευμένο, αφημένο σε εθισμούς. Θα ήθελε περισσότερα αλλά ποτέ δεν παίρνει την απόφαση να τα διεκδικήσει. Ποθεί αλλά δεν ερωτεύεται. Κατανοεί αλλά δεν αγαπά. Δεν δεσμεύεται για τίποτα, ούτε απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Μίκης Αναστασίου, χρησιμοποιεί πολύ εύστοχα την παράλληλη αφήγηση, των ενδόμυχων σκέψεων του ηρώου, αφήνοντας να εξελιχθεί μπροστά μας μια δεύτερη πραγματικότητα γεμάτη πιθανότητες και σενάρια που ουδέποτε παίρνουν σάρκα και οστά. Όλα παραμένουν ισχνή υπόμνηση μιας δυνητικής αλήθειας. Μιας ανέκφραστης αλήθειας που τον βαραίνει πιο πολύ κι από τα γεγονότα που βιώνει.
Η αποτύπωση του αγνώστου, στους πολλούς, σύμπαντος του γίνεται με λογοτεχνική αρτιότητα που αγγίζει τον ποιητικό σουρεαλισμό.
Η ευθύτητα των αντιδράσεων καταγράφεται με ωμή γλωσσική άρθρωση. Η εντύπωση που αποκομίζουν οι γύρω του, για τον ίδιο, δίνεται με την αδρότητα μιας ψυχαναλυτικής καταγραφής.
Ο λογιστής, δεν ψάχνει τη λύτρωση, τη συγχώρεση ή την εξιλέωση. Έχει αποδεχτεί το βάθος της πτώσης του και δεν τον νοιάζει καμιά σωτηρία. Θα παραμείνει, ως το τέλος, ένας αναποφάσιστος ανορθολογιστής, χαμένος στον μεταιχμιακό παροξυσμό του.