/Βιβλιοκριτική: Ο κυνηγός του Σκότους (Ντονάτο Καρρίζι)

Βιβλιοκριτική: Ο κυνηγός του Σκότους (Ντονάτο Καρρίζι)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός

Άλλο ένα δυνατό αστυνομικό μυθιστόρημα από το «βαρύ πυροβολικό» της Ιταλικής σύγχρονης Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο με έντονη δράση και πλοκή που δεν ξεχνάς εύκολα.

Η υπόθεση έχει να κάνει με έναν ιερωμένο που βρίσκεται στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου έχοντας επιβιώσει από πυροβολισμό στο κεφάλι. Όταν ανακτά τις αισθήσεις του θα δεχθεί μια περίεργη πρόταση που όπως θ’ αποδειχθεί αργότερα προέρχεται απ’ το Βατικανό. Ή παίρνει το φάκελο που περιέχει 20.000 € κι ένα εισιτήριο για το μέρος όπου θα  κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του ή συνεχίζει να φέρει το σχήμα του και τίθεται στην υπηρεσία του Βατικανού με τη νέα του ικανότητα. Αυτή είναι ότι βλέπει το «κακό» εκεί που κανείς δεν μπορεί να το αντιληφθεί, βλέπει δηλαδή τις «ανωμαλίες» που προκαλεί όπως το θέτει ο ίδιος. Βλέπει πίσω από τις σκιές, είναι «Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ». Παρακολουθούμε λοιπόν τη δράση του πατέρα Μάρκους και πώς θα καταφέρει να οδηγήσει την Αστυνομία στην εξουδετέρωση ενός serial killer καθώς και την εξιχνίαση άλλων παλαιότερων εγκλημάτων του. 

Το βιβλίο είναι στημένο με καθαρά κινηματογραφική λογική.

Αν κάποια στιγμή αποφασιστεί να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ο σεναριογράφος ελάχιστα θα έχει να προσθέσει στο κείμενο για να γίνει ένα πλήρες σενάριο για ταινία. Ίσως ο Καρρίζι να είχε κι αυτή την προοπτική όταν το έγραφε. Αυτή η μηχανιστική του μυθιστορήματος του προσδίδει ζωντάνια. Η «κάμερα» του Καρρίζι κάνει εναλλάξ «cut in» στα τέσσερα σημεία όπου διαδραματίζεται η δράση, στα κεντρικά της Αστυνομίας της Ρώμης, στο σπίτι ή στη ζωή γενικότερα της φωτογράφου της Αστυνομίας, το σημείο που βρίσκεται κάθε φορά ο Μάρκους και τέλος σε διάφορες σκηνές από το μακρινό παρελθόν που εξηγούν τα κίνητρα και τον τρόπο δράσης του δολοφόνου.

Συνεπώς η δράση είναι συνεχής και το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραμένει αμείωτο. Όμως τον συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρει μόνο αυτό. Θέλει να «δει» και λίγο πίσω από τη δράση και το μυστήριο. Ο κανβάς που επιλέγει για να ξεδιπλωθεί η δράση της ιστορίας, τού δίνει τη δυνατότητα να κάνει κι ένα καυστικό σχόλιο πάνω στην ηθική της κοινωνίας μας. Έτσι όπως το δίνει μάλιστα θεωρεί ότι δεν είναι θέμα της κοινωνίας αλλά περισσότερο προσωπικό του καθενός μας χωριστά, και τα τραγικά αποτελέσματα που παράγονται είναι απλά η συνισταμένη, το άθροισμα ίσως, πολλών ατομικών «ανωμαλιών» για το θέσουμε με τα λόγια του κεντρικού του ήρωα.

Γεγονός είναι πάντως ότι ο Καρρίζι εδώ επιχειρεί και το καταφέρνει να διαπεράσει τον «τέταρτο τοίχο» (αυτόν που θεωρείται ότι μεσολαβεί μεταξύ μιας θεατρικής σκηνής και του κοινού) και να βάλει τον θεατή, εν προκειμένω τον αναγνώστη του, στο κέντρο της δράσης. Όχι φυσικά στη σκηνή του εγκλήματος αλλά στη θέση λήψεως σοβαρών αποφάσεων με ανεπίστρεπτες συνέπειες.  Ο αναγνώστης κάθε τόσο είναι αναγκασμένος να σταματάει την ανάγνωση για να σκεφτεί. Πολύ λίγα αστυνομικά μυθιστορήματα μπορούν να το καταφέρουν αυτό. Σ’ αυτό ωθούν τον αναγνώστη και αρκετά φιλοσοφικά τσιτάτα που είναι διάσπαρτα μέσα στο βιβλίο. Η ξαφνική εμφάνισή τους όμως κι συχνότητά τους ίσως προδίδουν και το άγχος του συγγραφέα να παραδώσει ένα διαφορετικού επιπέδου αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν είναι μεμπτό, απλά σημειωτέον. 

Η ατμόσφαιρα αγωνίας και δράσης χτίζεται μεθοδικά, τα νέα στοιχεία παρατίθενται με το σωστό ρυθμό κι οι χαρακτήρες αναπτύσσονται επαρκώς.

Χρησιμοποιείται και πάλι η έννοια του «ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ», που αποτελεί θέμα και τίτλο προηγούμενου βιβλίου του Καρρίζι σε μια εμφανή προσπάθεια απόδοσης ειδικού βάρους κι αληθοφάνειας στην ιστορία, που εδώ όμως χάνει «λίγους πόντους» αληθοφάνειας από τις υπερφυσικές ικανότητες του κεντρικού του ήρωα.  Σε καμία περίπτωση όμως η σύνδεση αυτή με στοιχεία της ιστορίας προηγούμενου βιβλίου του συγγραφέα δεν το καθιστά συνέχειά του. 

Το τέλος όπως συμβαίνει στα αστυνομικά μυθιστορήματα έρχεται και δίνει όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν καθ’ όλη την έκταση του βιβλίου καθώς και τη λύτρωση του αναγνώστη που ως τότε συνέπασχε με τον κεντρικό ήρωα. Κι εδώ όμως υπάρχει μια πρωτοτυπία η οποία συνίσταται στο ότι ο πατέρας Μάρκους συνεχίζει για να λύσει κι άλλη μία υπόθεση που θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί την αρχή ενός άλλου μυθιστορήματος. Ολόκληρο το τελευταίο κεφάλαιο που ο συγγραφέας τιτλοφορεί ως «επίλογο» αποδεικνύεται τελικά η τελευταία ψηφίδα που έλλειπε για να δούμε το παζλ ολοκληρωμένο. 

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που πάει και πέρα από την παράθεση μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας, υπηρετεί άριστα το σκοπό της αναγνωστικής απόλαυσης αλλά ταυτόχρονα αφήνει στον αναγνώστη εκείνα τα ερωτήματα που λέγαμε να τα κουβαλάει μαζί του για καιρό. Διότι είναι σίγουρο ότι δεν τ’ απάντησε την ώρα που αναδύονταν προκειμένου να φτάσει λαίμαργα στη λύση του μυστηρίου. 

 

4,5/5