Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Γράφει το 2014 το βιβλίο «Αμερικάνικη Σκουριά» κι υποχρεώνει αναγνώστες και βιβλιοκριτικούς να τον προσέξουν. Γράφει το 2016 το βιβλίο «Ο ΓΙΟΣ», αποσπάει αρκετά λογοτεχνικά βραβεία κι ο Φίλιπ Μάγιερ εισέρχεται οριστικά στη χορεία των αξιόλογων σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων.
Το εν λόγω βιβλίο λοιπόν αποτελεί ένα πόνημα επικών προθέσεων και διαστάσεων. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στην έκταση του βιβλίου (688 σελ.), που άλλωστε τα Αμερικανικά εκδοτικά ήθη επιβάλλουν, αλλά στο θέμα και τη διαχείρισή του. Η υπόθεση έχει να κάνει με την αφήγηση μιας οικογενειακής σάγκας που διατρέχει τρεις γενιές με εστίαση σε τρία μέλη ενός γενεαλογικού δέντρου αρκετά δαιδαλώδους που γι’ αυτό παρατίθεται και στο ξεκίνημα του βιβλίου.
Ο κεντρικός ήρωας γεννιέται Αμερικανός αλλά σε μια επιδρομή Ινδιάνων Κομάντσι απαγάγεται κι αναγκάζεται να ζήσει μ’ αυτούς αφού προηγουμένως έχει δει να εξοντώνεται όλη του η οικογένεια μπροστά στα μάτια του.
Με αξιοζήλευτο μεγαλείο ψυχής κι ένστικτο αυτοσυντήρησης βεβαίως υπομένει όλα τα βασανιστήρια στα οποία τον υποβάλλουν, κερδίζει εν τέλει το σεβασμό της φυλής κι ανέρχεται και στην ιεραρχία. Οι συνθήκες επιβάλουν κάποια στιγμή να εγκαταλείψει τους Ινδιάνους και να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή του για να καταλήξει να γίνει ρέιντζερ για λόγους βιοπορισμού. Η μοίρα όμως του επιφυλάσσει κι άλλες εκπλήξεις όταν θα δει το γιο του να τινάζει στον αέρα όλη τη στρωμένη ζωή του για να συνδεθεί και να το σκάσει με μια Μεξικανή μοναδική επιζήσασα από μια δολοφονική και τυχοδιωκτική επιδρομή της ίδιας του της οικογένειας που εξόντωσε όλα τα μέλη της δικής της.
Μέσα από περιγραφές κι αφηγήσεις γνωρίζουμε με ιστορική συνέπεια κι επιστημονική ακρίβεια τις απαρχές της ιστορίας του Αμερικανικού έθνους, τον τρόπο που εξοντώθηκαν οι Ινδιάνικες φυλές, το πώς διαμορφώθηκαν τα σύνορα κι οι σχέσεις με τους άσπονδους γείτονες του Μεξικανούς και φυσικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων όλων των παραπάνω εθνοτήτων από τον 18ο αιώνα κι εντεύθεν.
Το κέντρο βάρους του βιβλίου δεν είναι όμως οι εναργείς περιγραφές κι η παράθεση κάποιων ιστοριών.
Ο Μάγιερ έγραψε για το βάρος της εθνικής ταυτότητας και πώς αυτό διαμορφώνει τη ζωή του ανθρώπου. Έγραψε για την εκδίκηση, τη συγχώρεση και τη διαμόρφωση της κλίμακας αξιών στη ζωή.
Τόλμησε να βουτήξει στον ωκεανό των μύχιων σκέψεων του ατόμου σε συνθήκες ζωής άλλοτε σκληρές, άλλοτε αχαρτογράφητες κι άλλοτε απλώς ανυπόφορες.
Καταπιανόμενος με ένα τέτοιο θέμα που ακουμπάει στην Αμερικανική Ιστορία ο Μάγιερ μοιραία έπρεπε να πάρει θέση και πάνω σε σημαντικά ζητήματα που αφορούν κυρίως στους αμερικανούς αναγνώστες του. Δεν απέφυγε την εθνική μεροληψία (πιθανότατα εσκεμμένα) με αποτέλεσμα να οδηγεί τους αναγνώστες του σε μια λυτρωτική «αποκατάσταση της αλήθειας». Γνώριζε από την αρχή ότι καταπιάστηκε με κάτι μεγάλο αλλά απέδειξε τελικά ότι κατάφερε να το διεξέλθει ικανοποιητικά. Μια τεχνική περισσότερο παρατήρηση που πρέπει να επισημανθεί θα ήταν ότι η αφήγηση κάποιες στιγμές υποτάχθηκε στην παράθεση ιστορικών λεπτομερειών κι εις βάθους εξηγήσεων προερχόμενα μάλλον από την σημαντική έρευνα που έκανε ο συγγραφέας πριν ξεκινήσει τη συγγραφή, κάτι που για πολλούς αναγνώστες μπορεί και να είναι αμελητέο ενώ ταυτόχρονα για άλλους άξιο θαυμασμού.
Αποτιμώντας συνολικά το «ΓΙΟ» του Μάγιερ θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα μνημείο ισορροπισμού ανάμεσα στην ιστορική καταγραφή, τη λυρική αποτύπωση, το κοινωνικό σχόλιο και την εθνική μεροληψία.
Οι πολλές ιστορίες που απαιτήθηκαν για να συνθέσει το παραπάνω αποτέλεσμα είναι δεμένες με γερά υλικά και δεν αφήνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη να χαθεί σχεδόν σε κανέναν σημείο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που σίγουρα αξίζει το χρόνο που θα του αφιερώσετε.
4,0/5,0