/Βιβλιοκριτική: Ο άνθρωπος που κοιτάζει (Αλμπέρτο Μοράβια)

Βιβλιοκριτική: Ο άνθρωπος που κοιτάζει (Αλμπέρτο Μοράβια)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας

Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο (γράφτηκε το 1985) του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα. Ο τίτλος κι η θεματολογία του το επιβάλλουν ως αξιανάγνωστο έως και σήμερα. 

Ο Μοράβια στοχάστηκε πάνω στην εσωτερικότητα του ατόμου και πως αυτή μπορεί να οδηγήσει τελικά το άτομο να γίνει κατήγορος του εαυτού του.

Σαν κεντρικό θέμα που θα οδηγήσει την αφήγησή του επιλέγει την ηδονοβλεψία ή σκοποφιλία όπως την αναφέρει συχνά και που αποδίδει πιο σωστά αυτό που θέλει να θίξει. Θα μπορούσε κανείς να πει χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής ότι το βιβλίο είναι ένα δοκίμιο πάνω στη διαφορά του «βλέπω» απ’ το «κοιτάζω».

Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου που φροντίζει τον κατάκοιτο πατέρα του ζώντας στο ίδιο σπίτι με τη σύζυγό του. Κάποια στιγμή η σχέση του με τη σύζυγό του περνάει κρίση σε βαθμό που αυτή αποφασίζει να φύγει από το σπίτι αφήνοντας να εννοηθεί ότι την ενοχλεί το γεγονός ότι δεν έχουν ένα σπίτι να μείνουν μόνοι τους χωρίς τον πεθερό στο διπλανό δωμάτιο. 

Απ’ το σημείο εκείνο και πέρα αρχίζει να παρατηρεί προσεκτικά τις κινήσεις, τα λόγια αλλά και τη συμπεριφορά όλων όσων βρίσκονται γύρω του χωρίς να εξαιρεί και την οικιακή βοηθό. Καταλυτικό ρόλο σ’ αυτό θα παίξει ένα άσεμνο ποίημα του Μαλαρμέ που γνωρίζει και δεν βγαίνει με τίποτα απ’ το μυαλό του. Σ’ αυτό περιγράφεται εναργώς η σκηνή του λεσβιακού έρωτα μεταξύ δύο γυναικών κι ένα αγόρι κρυφοκοιτάει απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα το «περίεργο στόμα» της μιας που μοιάζει με «χλωμό και ροδαλό κοχύλι». Ο ρόλος του παιδιού αυτού  ως παρατηρητή είναι που τον έχει συνεπάρει και αποφασίζει να μιμηθεί με κάθε κόστος.  

«Ο ηδονοβλεψίας δεν παρατηρεί τόσο το αντικείμενο όσο την κίνησή του, δηλαδή τη συμπεριφορά του» μας υπογραμμίζει ο Μοράβια και όλο το βιβλίο του θα αποτελέσει την απόδειξη αυτού του ισχυρισμού. Με τους λεπτούς χειρισμούς ενός χειρουργού που ξέρει που να κόψει και τι ν’ αποφύγει ο συγγραφέας θα κινηθεί μέσα στο μυαλό του κάθε του ήρωα. Θα μας δείξει τον τρόπο να απομονώνουμε τη λογική απ’ το συναίσθημα. Θα μας δείξει πως μια τέτοια πρακτική μπορεί να φέρει και το ίδιο το υποκείμενο που τη μετέρχεται στη θέση του κατηγορούμενου. Είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί με λόγια η εξαιρετική αυτή περιήγηση του Μοράβια στις σκοτεινές πτυχές του μυαλού και του θυμικού. 

Ανάμεσα στην κεντρική και μια δευτερεύουσα ιστορία ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να θίξει το θέμα του Ψυχρού Πολέμου που τότε βρισκόταν στην κορύφωσή του και το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που προφανώς τον απασχολούσαν ιδιαίτερα. Βάζοντας τον κεντρικό του ήρωα να έχει απαρνηθεί ένα μεγάλο διαμέρισμα σαν κληρονομιά απ΄ την εκλιπούσα μητέρα του εν μέσω μιας έκρηξης άρνησης της πατρικής φιγούρας και μιας ψευδεπίγραφης  επαναστατικότητας στο όνομα των διακηρύξεων του Μάη του ’68 και μετά γεμάτος ντροπή να πηγαίνει να το ζητήσει ξανά από τον πατέρα του για να σώσει το γάμο του, ο Μοράβια χλευάζει ουσιαστικά την προσήλωση στις αρχές της καθεστηκυίας τάξης και βάλλει ηχηρά κατά της αστικής νεωτερικότητας. 

Επιλέγοντας να θίξει ένα θέμα που άλλοι δεν τολμούν να παραδεχτούν καν, αυτό της σκοποφιλίας, ο Μοράβια, με εξαιρετική μαεστρία μας ξεναγεί στους διαδρόμους της ανθρώπινης ψυχής.

Με την ήρεμη πρόζα του και χωρίς γλωσσικά πυροτεχνήματα μας παρέδωσε ένα μεγάλο μυθιστόρημα παραμένοντας ο φάρος που θα φωτίζει για πάντα το μονοπάτι που μας οδηγεί  στην ορθή θεώρηση της πραγματικότητας. 

 

5,0/5,0