Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Κάποιοι έμαθαν τη Μόρια όταν μετατράπηκε σε βασικό κέντρο υποδοχής προσφύγων και μεταναστών. Κάποιοι νομίζουν ότι την έμαθαν ακόμη καλύτερα μέσα από τις περιγραφές των κατοίκων, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις τους για την πίεση που δέχτηκε, λόγω του συγκεκριμένου θέματος, η περιοχή κι ολόκληρη η Λέσβος.
Όμως η Μόρια είναι κάτι πολύ παραπάνω. Κουβαλά μια ιστορία αιώνων, Κουβαλά τα αποτυπώματα, του χρόνου, των πολιτισμών που άγγιξαν, των ανθρώπων που την ανέδειξαν ή την κατέστρεψαν. Γιατί οι άνθρωποι και οι επιλογές τους είναι που κάνουν τη διαφορά, θετική ή αρνητική.
Στο μυθιστόρημα “Μόρια, Παμμήτωρ γη” από τις εκδόσεις Γκοβόστh, η Νίκη Γκίζη, καταγράφει με διεισδυτική ματιά και γλαφυρή γραφή, όχι μόνο την τραγωδία που κρύβει η θάλασσα,
ξεβράζοντας πτώματα και τσακισμένες ζωές που έρχονται από την “άλλη πλευρά” του κόσμου τούτου, αλλά εξιστορεί μέσα από τις εμπειρίες των ηρώων της και όσα καθιστούν τη Μόρια έναν ξεχωριστό τόπο.
Μια μάνα από το Χαλέπι της Συρίας, με δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, βρίσκεται στο κέντρο φιλοξενίας της Μόριας. Ο άνδρας της παραμένει αγνοούμενος στα θαλασσινά κύματα. Μόνη τους ελπίδα η φυγή, μια νέα ζωή στο Βερολίνο. Μόνο που όταν αποκτούν τα πολύτιμα χαρτιά, ο τόπος που τους υποδέχτηκε, αποκτούσε ήδη μέσα τους χαρακτηριστικά πατρίδας.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, μέρα με τη μέρα, γίνονταν πιο στενές πιο ουσιαστικές. Τα παιδιά δένονταν με του συνομηλίκους μέσα από τα κοινά τους όνειρα και η μητέρα αποκοτούσε δεσμούς μέσα από τις κοινές, καθημερινές συνήθειες.
Ο πολιτισμός, η θρησκεία, η γλώσσα αποδεικνύονται το κοινό όχημα διασύνδεσης, αμοιβαίας εκτίμησης, αλληλεγγύης και αγάπης. Κι εκεί με αυτό το λίπασμα η ζωή ριζώνει και βρίσκε σιγά σιγά τους κανονικούς ρυθμούς της.
Η συγγραφέας δεν νουθετεί, δεν εξωραΐζει καταστάσεις, δεν παραβλέπει τα προβλήματα και τις ευθύνες όσων διαχειρίζονται μια τόσο λεπτή και δύσκολη κατάσταση όπως το μεταναστευτικό ζήτημα. Περιγράφει παραστατικά τον ξεριζωμό από τον τόπο του μαρτυρίου, την εφιαλτική διαδρομή προς την Ευρώπη και την εκμετάλλευση των εμπόρων της ελπίδας. Όμως καλώς επιλέγει να επικεντρωθεί στην καλοσύνη, στη συμπαράσταση, στην στήριξη όσων, όπως η ίδια αναφέρει, επιθυμούν να αποτελέσουν κομμάτι αυτού του τόπου.
Το κάνει με λογοτεχνική μαεστρία, σε πολλά σημεία με σχεδόν ποιητικό ρομαντισμό.
Οι ήρωες της παλεύουν με τον κακό τους εαυτό και τους φόβους τους για να αναδείξουν τελικά την καλύτερη τους πλευρά. Αυτή που θα έπρεπε να αναζητούμε όλοι.