Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός
Κάθε συγγραφέας έχει το στυλ του κι αν αναμένει κανείς να δει κάποια αλλαγή στη συγγραφική του πορεία αυτή αφορά συνήθως στο είδος της λογοτεχνίας που αποφασίζει να υπηρετήσει ή στη φόρμα. Εδώ πρόκειται για τη γνωστή Ναούμ που απλά ανέβασε την ένταση.
Ο ιντριγκαδόρικος τίτλος, το εξαιρετικό εικαστικό στο εξώφυλλο, σε μια καταφανώς πολυτελή έκδοση εκτινάσσουν την περιέργεια και τις προσδοκίες του αναγνώστη σε μεγάλα ύψη.
Απ’ την αρχή γίνεται σαφές ότι πρόκειται για διήγημα που θα περιστραφεί μέσα στο όρια του ρεαλισμού. Ο αναγνώστης διακατέχεται συνεχώς από την αίσθηση ότι παρακολουθεί την εξιστόρηση κεφαλαίων της ζωής της Μαίρης, η οποία αν δεν είναι το alter ego της ίδιας της αναγνώστριας είναι σίγουρα αυτή που μένει στη διπλανή πόρτα. Ήδη λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η μυθοπλασία περιορίζεται εμφανώς στα απολύτως απαραίτητα όρια.
Η Μαίρη λοιπόν, που γιατί είναι γκρι θα το διαπιστώσει ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο, είναι μια γυναίκα που ζει μια «τακτοποιημένη» ζωή. Παντρεμένη με δυο κορούλες, μια σταθερή δουλειά κι έναν σύζυγο που κάπου ίσως νιώθει ν’ απομακρύνεται απ’ αυτήν. Ενώ κρυφοκοιτάζουμε την καθημερινότητα της Μαίρης έχουμε την ευκαιρία να ακούμε και τις μύχιες σκέψεις της, να μάθουμε τα εφηβικά της όνειρα και τους ανομολόγητους πόθους της. Όλα αυτά όμως γίνονται με γλώσσα τολμηρή, ανεπιτήδευτη, σε στιγμές μάλιστα προκλητική. Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούν συνομιλώντας συνωμοτικά δύο πολύ στενές φίλες μεταξύ τους και τα θέματα που θίγονται είναι αυτά που δεν τα έχουν συζητήσει ούτε με τους συζύγους τους! Με αξιοσημείωτο θάρρος κι αφοπλιστική απλότητα βουτάει στα άδυτα της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.
Μια τέτοια προσπάθεια ποτέ δεν είναι τόσο απλή όσο εικάζεται, όμως η Ναούμ μας δείχνει έναν τρόπο που σίγουρα αξιώνει επιβράβευση.
Κι εδώ είναι που αναδεικνύεται κι η χρησιμότητα του ρεαλισμού και το απόλυτα προσγειωμένο των χαρακτήρων του διηγήματος. Είναι για να ξέρει ο αναγνώστης ότι όλα αυτά δε βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας της συγγραφέως παρά συμβαίνουν αυτή τη στιγμή δίπλα μας. Καταλαβαίνουμε δηλαδή ότι η συγγραφέας «βγάζει τη γλώσσα» στην κοινωνία μας που κύριο μέλημά της έχει κάνει την διατήρηση του φανταχτερού περιτυλίγματος και της χρυσόσκονης πάνω σε παλιές αμαρτίες και σύγχρονες παραλήψεις. Με απλά λόγια, ακούμε τη συγγραφέα να καγχάζει στεκόμενη επικριτικά απέναντι στο μικροαστισμό που μέσα σε συμβάσεις κι επώδυνα ωριμασμένες ενοχές μπορεί να στραγγαλίσει κάθε τι αυθόρμητο, αγνό, ή πηγαίο.
Με το βιβλίο αυτό η Ναούμ μας παρέδωσε κατ’ ουσίαν ένα εγχειρίδιο αυτογνωσίας, ένα πέρασμα στην εποχή της σκληρής προσγείωσης και της διάλυσης κάθε αυταπάτης κι είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που το πετυχαίνει αυτό με την ήρεμη, χαμηλόφωνη, αλλά επώδυνα ειρωνική της αφήγηση. Είναι το παλιό καλό λικέρ που σε μεθάει γλυκά, ηδονικά, ύπουλα. Το σίγουρο είναι ότι μετά το «Μαίρη γκρι» κανένας μας δε θα δικαιούται να λέει ότι δεν ήξερε …
4,0/5