Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Ο Max Porter είναι ένας νέος όσο και νεαρός Άγγλος συγγραφέας. Αυτό είναι το δεύτερο μόλις βιβλίο του αλλά ήδη πολύ-συζητημένο ανά την υφήλιο. Μόλις κυκλοφόρησε ξεκίνησε μια έντονη συζήτηση περί του αν θα κέρδιζε το Booker Prize του 2019. Πράγματι συμπεριλήφθηκε στη μακρά λίστα αλλά όχι κάτι περισσότερο και για πάντα θα αιωρείται αναπάντητο το ερώτημα αν μπήκε στη λίστα λόγω της έντονης συζήτησης ή το αντίθετο.
Το μικρό αυτό μυθιστόρημα αφορά στη ζωή μια σύγχρονης και μοντέρνας οικογένειας που αποφάσισε να έρθει να ζήσει σε ένα μικρό χωριό, μία ώρα από το Λονδίνο.
Κανένα μέλος αυτής της οικογένειας δεν θα βρει σημείο επαφής με τη ζωή στο χωριό. Αυτός είναι διαχειριστής χρηματο-οικονομικών και επενδυτικών προϊόντων στο city του Λονδίνου, επάγγελμα που κανείς δεν γνωρίζει ούτε μπορεί να φανταστεί το αντικείμενό του στο χωριό, αυτή είναι μια πρώην ηθοποιός που τώρα κάνει τη συγγραφέα, άλλα αδόκητα επαγγέλματα για το χωριό, και το παιδί τους, ο Λάννυ του τίτλου, είναι ένα περίεργο παιδί που τραγουδάει μόνο του με περίεργες λέξεις, που κάνει παρέα μόνο με έναν υπέργηρο καλλιτέχνη και κρύβεται σε μια ιδιότυπη φωλιά που έχει φτιάξει πάνω σε ένα δέντρο. Άρα εξ αρχής οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου τοποθετούνται μέσα σε ένα «δύσκολο» σκηνικό. Πραγματικά περίεργο και σχεδόν ακατάληπτο ρόλο παίζει ο Μακαρίτης γερο-Άκανθος που διαλύει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το μύθο απ’ την πραγματικότητα κι ενσωματώνει στην αφήγηση ένα σύνολο από λαϊκές δοξασίες της Αγγλικής υπαίθρου.
Ο Porter προσπαθεί ν’ αναδείξει το πώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής διαβρώνει την οικογενειακή και την κοινωνική ζωή, τι ρόλο παίζουν τα στερεότυπα στη ζωή μας και που μπορούν αυτά να μας οδηγήσουν.
Χρησιμοποιεί διάφορα στιγμιότυπα της ζωής στην ύπαιθρο για να δημιουργήσει την απαραίτητη δραματουργία που θα μας κάνει ν’ αντιληφθούμε ότι αυτοί οι δύο κόσμοι, οι μοντέρνοι πρωτευουσιάνοι και το χωριό με τις λαϊκές δοξασίες του, δεν πρόκειται ποτέ να βρουν σημείο επαφής παρά τις καλές προθέσεις των «εισβολέων». Σαν απαύγασμα αυτού του γεγονότος βλέπουμε μια γηραιά κυρία του χωριού να επιχαίρει με την πρώτη δυσκολία που θ’ αντιμετωπίσει ο πατέρας του Λάννυ με τη φράση «τι νόμιζε ότι μπορεί να εξαγοράσει με το κινητό του το δικαίωμα ν’ ανήκει σ’ αυτόν τον τόπο;».
Κι αν η ιδέα του Porter είναι καλή και πρωτότυπη κι οι προθέσεις του οι καλύτερες, στο στήσιμο του βιβλίου υπάρχουν θέματα. Χρησιμοποιεί όλα τα είδη της αφήγησης. Οι διάλογοι άλλοτε δίνονται με την κλασσική μορφή, άλλοτε από την πλευρά του ενός μέρους κι αμέσως μετά απ’ την πλευρά του άλλου. Άλλοτε την αφήγηση προχωράει ο συγγραφέας κι άλλοτε μονολογώντας η ηρωίδα. Αυτά τα τεχνάσματα εξασφαλίζουν έναν σπιντάτο ρυθμό στο μυθιστόρημα αλλά απ’ την άλλη προδίδουν και μια αναρχία, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Αν προσθέσουμε και το ρόλο του Μακαρίτη γέρου-Άκανθου που συνεχώς ξεπηδάει από το μύθο και αναλαμβάνει δράση στην πλοκή ως ανεξάρτητο πρόσωπο και το φαινόμενο των λέξεων που βρίσκονται τυχαία τοποθετημένες μέσα στη σελίδα υπονοώντας λέξεις, φράσεις και συζητήσεις που ακούει ταυτόχρονα ο Μακαρίτης γερο-Άκανθος, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αποτέλεσμα που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια κατανόησης και προσπέλασης. Αυτή η απροσδόκητη δομή του βιβλίου ίσως προβληματίσει κάποιους αναγνώστες. Ίσως ακόμα κι η εκτεταμένη χρήση της αργκό βωμολοχίας σε συνδυασμό με τη μετάφραση που έχει εμφανή θέματα να «σκοτεινιάζουν» λίγο περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα.
Η αίσθηση που αφήνει το βιβλίο στον αναγνώστη που θα το διαβάσει μέχρι το τέλος του είναι ότι κάτι λείπει.
Ότι κάτι ξεκίνησε κι έμεινε στη μέση ανολοκλήρωτο. Αυτό είναι προφανώς οι απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή με τον ωραίο πράγματι τρόπο που αυτό έγινε. Στη σπουδή του να ανατρέψει όλες τις νόρμες της συγγραφής και να φέρει σε πέρας την ώσμωση μύθου και πραγματικότητας ο συγγραφέας «ξεχνάει» να πάρει θέση στα θέματα που έθεσε και με το αμφίσημο τέλος αφήνει τον αναγνώστη του μετέωρο. Μοιάζει τελικά ο Porter να «δάγκωσε μεγαλύτερη μπουκιά απ’ όση χωράει το στόμα του». Η συμπερίληψή του στη μακρά λίστα του Booker Prize του εξασφάλισε εχέγγυα προσοχής για το μέλλον. Ας ελπίσουμε να τα διαχειριστεί έξυπνα κι αποδοτικά.
3/5