/Βιβλιοκριτική: Η σιωπή (Don DeLillo)

Βιβλιοκριτική: Η σιωπή (Don DeLillo)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας

Ο DeLillo έχει τη φήμη του συγγραφέα του οποίου οι δυστοπίες στο τέλος επιβεβαιώνονται. Με τη «Σιωπή» του έρχεται να συστήσει στους αναγνώστες του κάτι καινούριο. Ας δούμε λοιπόν περί τίνος πρόκειται.

Βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή όπου για κάποιο ανεξήγητο λόγο καταρρέουν ταυτόχρονα όλες οι επικοινωνίες, το διαδίκτυο, η παροχή ηλεκτρικού και μάλιστα κατά τη διάρκεια της ζωντανής μετάδοσης του Super Bowl (του τελικού του Αμερικανικού Ποδοσφαίρου, ράγκμπυ στα καθ’ ημάς) τεράστιας σημασίας γεγονός για τους Αμερικανούς αλλά και με παγκόσμιο ενδιαφέρον και μετάδοση. Αναφέρουμε τη λεπτομέρεια αυτή διότι έτσι ο συγγραφέας ήθελε να μας πει πως έγινε αντιληπτή παγκοσμίως η κατάρρευση των πάντων στις ΗΠΑ, σαν να μην έφτανε η περιγραφή των προβλημάτων πριν και κατά την προσγείωση της πτήσης Παρίσι-Νέα Υόρκη με την οποία ανοίγει το βιβλίο. Ταυτόχρονα, βρισκόμαστε να παρακολουθούμε πέντε ανθρώπους σε ένα διαμέρισμα να προσπαθούν να προσαρμοστούν και να ζήσουν στις νέες συνθήκες.

Εκεί αρχίζει κι η συναισθηματική περιδίνηση του αναγνώστη που βρίσκεται να διαβάζει για μια κατάσταση που σίγουρα έχει περάσει απ’ το μυαλό όλων μας κάποια στιγμή.

Έμφαση δίνεται στην επιβολή επικοινωνίας μεταξύ των πέντε αυτών ανθρώπων που όντας απροετοίμαστοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο συχνά μένουν να κοιτούν απλά τη σβηστή οθόνη της τηλεόρασης. Ανακαλύπτουν με έκδηλο τρόμο ότι πρέπει να μιλήσουν μεταξύ τους, να συζητήσουν κι όλα αυτά χωρίς την καταφυγή της οθόνης του κινητού τους. Το ζευγάρι της πτήσης Παρίσι-Νέα Υόρκη, που είναι και δύο από τα πέντε άτομα του «εγκλεισμού» στο διαμέρισμα, είχε απορροφηθεί απ’ τις ενδείξεις της ατομικής οθόνης  που παρέχουν στοιχεία της πτήσης και συζητούσε μόνο γι’ αυτά. Μετά την κατάρρευση των πάντων κι αφού κατάφερε να προσγειωθεί χωρίς ηλεκτρονικά όργανα πλοήγησης, πάνε στις τουαλέτες του αεροδρομίου και κάνουν έρωτα αγχωτικά και νευρικά. Έχει καταρρεύσει η μεταξύ τους επικοινωνία!

Στη συνέχεια μας δίνει ο συγγραφέας μερικά περιστατικά από την καθημερινότητα που πλέον έχει ανατραπεί για όλους μόνο και μόνο για να μας θέτει κι ένα νέο υπαρξιακό ερώτημα που ανακύπτει. Μπορεί όλα αυτά να σημαίνουν ότι δεχόμαστε μια παγκόσμια επίθεση; Μήπως είναι ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που μόλις ξεκίνησε; Η συναισθηματική φόρτιση ανεβαίνει όταν ένας εκ των πρωταγωνιστών ξαναπιάνει το μπουκάλι με το ουίσκι και κάθεται και κοιτάει αμίλητος με προσήλωση τη σβηστή οθόνη, όπως θα είχε κάνει αν μεταδιδόταν ο αγώνας! Δεν αντέχει καμία συζήτηση ή απάντηση. 

Στο σημείο αυτό ίσως κάποιοι αναρωτηθούν αν όλη αυτή την ατμόσφαιρα που ζούμε στη «Σιωπή» είναι αυτή που πρώτος μας πρόσφερε ο Σαραμάγκου με το «Περί Φωτίσεως» και κυρίως με το «Περί Τυφλώσεως». Η απάντηση είναι ότι ο DeLillo δεν εστίασε σε ένα απρόοπτο συμβάν και διερεύνησε τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο όπως έκανε ο Πορτογάλος Νομπελίστας συγγραφέας, αλλά αντίθετα εκκίνησε από τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της κατάρρευσης των τεχνολογικών επιτευγμάτων που φοβάται ο σύγχρονος άνθρωπος και τις έδωσε υπόσταση μέσω περιστατικών με καταλύτη όλων τη σιωπή. 

Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο DeLillo φέρεται κάπως σκληρά στον αναγνώστη του.

Με πολύ λιτές κι ακόμα κι ελλειμματικές περιγραφές θέτει απλώς το σκηνικό μέσα στο οποίο αφήνει μετά τον αναγνώστη του να βασανίζεται μαζί με τους ήρωές του. Με εξαιρετική μαεστρία τον «βάζει στα παπούτσια» των πρωταγωνιστών του διηγήματος και τον φέρνει αντιμέτωπο με υπαρξιακά ερωτήματα που δεν έχουν καθόλου εύκολες και σε κάθε περίπτωση ευχάριστες απαντήσεις.

Ο DeLillo άρχισε να γράφει τη «Σιωπή» το 2018 αλλά επίσπευσε την ολοκλήρωσή της  το 2020 οπότε και εκδόθηκε εμπνεόμενος από την παγκόσμια καραντίνα και τα μέτρα αντιμετώπισης του covid-19. Με την έλευση του 2021 ξεκίνησε μια ψιθυριστή συζήτηση που επιγραμματικά τιτλοφορείται «άραγε η καραντίνα θα εμπνεύσει τους συγγραφείς και τους ποιητές να γράψουν για αυτήν και πότε θα συμβεί αυτό;». Το παρόν βιβλίο αποτελεί και την απάντηση του DeLillo σ’ αυτή τη «συζήτηση». 

Το καινοφανές που λέγαμε στην αρχή αυτού του σημειώματος έγκειται στο ότι ο πιο διορατικός ίσως σύγχρονος συγγραφέας  γράφει μια δυστοπία βασισμένη όχι πάνω σε μια υπόθεση, όπως συμβαίνει συνήθως,  αλλά πάνω σε πραγματικά συμβάντα. Θέτει με ανατριχιαστική επιτυχία τη σιωπή στον πρωταγωνιστικό ρόλο, απόσχει από κάθε φιλολογικό, καλολογικό ή λογοτεχνικό στοιχείο κι αφήνει όλα τ’ άλλα να έρθουν μόνα τους. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό.

Έγραψε κατ’ ουσίαν ένα διήγημα τρόμου χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε κανένα από τα γνωστά κλισέ (τέρατα, ανεξιχνίαστοι φόνοι, μεταφυσικές επεμβάσεις από σκοτεινά πνεύματα  κοκ). Αλλά αυτό δεν είναι η λογοτεχνία; 

Ως δείγμα γραφής του τρόπου που υποβάλλει την ατμόσφαιρα του βιβλίου αλλά και την ώθηση του αναγνώστη προς αναστοχασμό θ’ αναφέρουμε ότι το βιβλίο ξεκινάει με τη γνωστή ρήση του Αϊνστάιν : «Δεν γνωρίζω με τι όπλα θα διεξαχθεί ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ο Δ’ Παγκόσμιος θα γίνει με ξύλα και πέτρες» και καταλήγει με τη σχεδόν ακροτελεύτια φράση : «Ο κόσμος είναι το παν, το άτομο τίποτα. Το καταλαβαίνουμε όλοι;» που θα μπορούσαμε να πούμε ότι νοηματοδοτεί κι όλο το βιβλίο.

Αποτιμώντας συνοπτικά τη «Σιωπή» (εκδόσεις Gutenberg) θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα απόλυτα επιδραστικό βιβλίο, που με στακάτο όσο κι ευσύνοπτο τρόπο βρίσκει το δρόμο προς το μυαλό του αναγνώστη και θα παραμείνει εκεί για πάντα. Μια απότομη «μαχαιριά» της οποίας τα αποτελέσματα δε θα σβήσουν ποτέ, όπως μόνο μεγάλοι συγγραφείς μπορούν να καταφέρουν. 

 

4,5/5,0