Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Γράφονται βιβλία για ένα στοίχημα ; Περίεργο το ερώτημα κι η απάντησή του βρίσκεται στο βιβλίο για το οποίο μιλάμε. Όπως αποκαλύπτει η συγγραφέας στις «ευχαριστίες» που είθισται πλέον να ακολουθούν το τέλος κάθε βιβλίου του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, το βιβλίο το έγραψε στα πλαίσια του project Writing Motherhood 2015 που οργανώθηκε για να καταρρίψει τον ισχυρισμό του Cyril Connolly «δεν υπάρχει σοβαρότερος εχθρός για την καλή τέχνη από το βρεφικό καροτσάκι στο χολ». Ξεκίνησε να το γράφει λοιπόν έχοντας μόλις γίνει μητέρα. Το αποτέλεσμα θα το δούμε παρακάτω.
Η υπόθεση έχει να κάνει με μία μητέρα που «τελεί υπό Ψυχιατρική αντίληψη» για να το πούμε όσο πιο κομψά γίνεται, που ξυπνάει από το κώμα για να ανακαλύψει ότι διεσώθη από ένα τραγικό συμβάν κατά το οποίο χάθηκε η μικρή της κόρη. Ακολούθως θα μάθει ότι το σπίτι των ονείρων της μέσα στο οποίο ζούσε ευτυχισμένη με την οικογένειά της είχε πωληθεί από τον σύζυγό της κρυφά από αυτήν και συνέχισαν να ζουν πληρώνοντας ενοίκιο επίσης κρυφά στο νέο ιδιοκτήτη. Το χειρότερο όλων είναι ότι μετά το ατύχημα ο σύζυγός της έχει εξαφανιστεί κι άρα δεν έχει πλέον τίποτα στη ζωή της, ούτε καν κάπου να μείνει.
Η συγγραφέας λοιπόν ξεκίνησε να γράψει, σύμφωνα και με το στοίχημα, ένα μυθιστόρημα για τη μητρότητα κι ότι περιστρέφεται γύρω από αυτήν. Αντ’ αυτού κατέληξε να γράψει ένα βιβλίο που περισσότερο ασχολείται με τη διαχείριση των ενοχών.
Δόθηκε υπερβολικό βάρος στην ανάδειξη των ενοχών που νιώθει η πρωταγωνίστρια καθώς και το πώς τις διαχειρίζεται. Μονόλογοι, διάλογοι, flash back’s και πολλές σελίδες για να βλέπουμε τη μητέρα να θρηνεί για την κόρη της και να μέμφεται τον εαυτό της για το ατύχημα στο οποίο την εξέθεσε. Αυτό δηλαδή που θα ήταν η αξία του μυθιστορήματος ως παράλληλη ανάδειξη της ψυχολογικής κατάστασης της πρωταγωνίστριας μοιραία έγινε το κεντρικό θέμα. Μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους του βιβλίου κι από εκεί που θα ήταν ένα αξιοπρεπές αστυνομικό μυθιστόρημα πλέον πρέπει να κριθεί ως ψυχολογικό θρίλερ.
Από τη στιγμή που δίνει ως παρελθόν της πρωταγωνίστριας ιστορικό ψυχολογικής αστάθειας, λήψης ψυχοφαρμάκων, απόπειρας αυτοκτονίας, εγκλεισμού σε ψυχιατρικό ίδρυμα, με απλά λόγια όλα όσα μπορούσε να φανταστεί μιλώντας με ψυχολογικούς όρους, η αποτύπωση των συναισθημάτων της κι οι μεταπτώσεις τους φαντάζουν κάπως ελλιπείς. Σκέφτηκε αυτό η Μάγκι, έτσι λέγεται ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, και κλαίει. Έμαθε το άλλο η Μάγκι και κλαίει. Θυμάται κάτι από το παρελθόν η Μάγκι και κλαίει. Επί 300 περίπου σελίδες παρακολουθούμε κυρίως τη Μάγκι να κλαίει. Ταυτόχρονα, η πλοκή που κινείται κάπως αργά μας οδηγεί εσκεμμένα σε συμπεράσματα που κάπου εγείρουν ενστάσεις από τον αναγνώστη. Νιώθεις δηλαδή να σε ωθεί σε συμπεράσματα με μόνο σκοπό να τα ανατρέψει στο τέλος. Κι έρχεται κάποια στιγμή η απαραίτητη ανατροπή που την περίμενες από ώρα κι αρχίζει κι η παράθεση απαντήσεων σε ερωτήματα της ιστορίας. Παράθεση όμως, τύπου «να πάρτε κι αυτές τις απαντήσεις που χρωστάω». Δυστυχώς δεν μπορούμε να μπούμε σε λεπτομέρειες που θα ακυρώσουν την πρόθεση του αναγνώστη να διαβάσει το βιβλίο.
Από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου μόνο ένας αναπτύσσεται και τον γνωρίζουμε καλά ενώ όλοι οι υπόλοιποι παρότι διασαφηνίζεται ο ρόλος τους στην ιστορία μένουν εν πολλοίς άγνωστοι.
Ίσως η επιβολή της θεματολογίας από το ιδιότυπο στοίχημα να περιόρισε την ικανότητα της Ellwood να δώσει ότι πραγματικά μπορούσε και το βιβλίο της να παρέμεινε «στα ρηχά».
Αρκετά καλό λοιπόν το αποτέλεσμα στο βιβλίο αυτό, που ταυτόχρονα δημιουργεί χειροπιαστές ελπίδες να περιμένουμε ακόμη καλύτερα πράγματα στο επόμενο.
3,0/5,0