Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας
Η «Διαθήκη του Δολοφόνου» είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που βγήκε σε κυκλοφορία το Νοέμβριο του 2019 από τις εκδόσεις BELL-ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ. Όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, στα πλαίσια της λειτουργίας του μάρκετινγκ των εκδοτικών οίκων, το βιβλίο αναμενόμενα γνώρισε θετικές κριτικές σε μπλογκ κι εφημερίδες. Το παρόν κείμενο εντούτοις γράφεται με την πρόθεση μιας καλοπροαίρετης και αμερόληπτης προσέγγισης ενός πράγματι αξιανάγνωστου και αξιοπρόσεκτου έργου αστυνομικής λογοτεχνίας, που εντέλει φαίνεται πως αδικήθηκε πολύ.
Το στόρυ του βιβλίου αφορά τον αιφνίδιο θάνατο ενός υπερήλικα καθηγητή της καρδιολογίας, του Οδυσσέα Βερνή, όταν αυτός βγαίνει για ένα σύντομο περίπατο, στα πλαίσια ενός επίσημου οικογενειακού δείπνου.
Σύντομα θα ανακαλυφθούν στα πλαίσια της ιατροδικαστικής έρευνας τα ίχνη του ίδιου καθώς και μιας άγνωστης γυναίκας, που σηματοδοτούν μια βόλτα προς την παρακείμενη παραλία, καθώς επίσης και μια σημαντική ποσότητα υδροκυανίου στο σύστημα του Βερνή. Θα ακολουθήσει το άνοιγμα της διαθήκης του, το οποίο γίνεται με τρόπο υπέροχα παλιομοδίτικο. Εκεί, θα κληθούν διάφοροι συγγενείς, για να τους ανακοινωθεί η συμμετοχή τους στην κληρονομιά.
Πρόκειται καταρχάς για τα τρία παιδιά του Βερνή: ο Πέτρος, η Ισμήνη (που ζει στο εξωτερικό και αυτό-αποκαλείται «Τζο») και η Αλίκη, καθώς και ο σύζυγος της τελευταίας, ο μεγαλοεκδότης ονόματι Άνθιμος Χυδάς, όπως επίσης και άλλοι συνεργάτες: η “femme fatale” και κορυφαία συνεργάτιδα του Χυδά Αλέξα Καμενίδου καθώς και η γραμματεία του Βερνή Μυρσίνη Λαγού. Προς έκπληξη και… φρίκη όλων, ωστόσο, μεταξύ των άλλων, ο pater familias, μέσω του εκτελεστή της διαθήκης του, “προαναγγέλει ρητώς και υπευθύνως” το θάνατο του γαμπρού του Χυδά εντός των επόμενων ωρών: ο θάνατος θα επέλθει από φυσικά αίτια, ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη, νομική και άλλη, για το σχεδιασμό και την εκτέλεση της σχετικής ενέργειας. Ο Χυδάς αναχωρεί βρίζοντας… χυδαία για την κακόγουστη φάρσα που του επιφυλάχθηκε. Μολονότι κανείς μάλλον δε φαίνεται να περιμένει το μοιραίο, εκείνο συμβαίνει: ο Χυδάς βρίσκεται νεκρός μέσα στο προσωπικό του hi-tech γραφείο εντός 12 ωρών. Ο αστυνομικός Άρης Δριμός, ο ιδιότυπος πρωταγωνιστής του βιβλίου -κι αυτός στα mid-50s- έχει λοιπόν να λύσει το γρίφο δύο ύποπτων και προφανώς αλληλένδετων θανάτων.
Ο συγγραφέας μας φέρνει προ οφθαλμών τα προβλήματα της ελληνικής οικογένειας και μάλιστα της «μεγαλοαστικής»:
ο Οδυσσέας Βερνής είναι ένας καταπιεστικός και αυταρχικός πατέρας που θέλησε να ζήσει και μέσα από τα παιδιά του, με πολύ κακά ως ολέθρια αποτελέσματα. Ακόμη και ο μικρότερος γιος του, ο Πέτρος, δεν ακολουθεί παρά με μισή καρδιά το δρόμο της Ιατρικής που προ-καθόρισε για τον ίδιο ο νεκρός πλέον μπαμπάς του. Η Αλίκη, η κόρη του που στέφθηκε το Χυδά, είχε αναπτύξει τελικά, πριν από αυτό το γάμο, προβλήματα με τοξικοεξάρτηση και εν γένει ήταν ένα πρόσωπο διαλυμένο συναισθηματικά, όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις δυσλειτουργικών και αυταρχικών οικογενειών. Ο Άνθιμος Χυδάς είχε θεωρηθεί από τον ίδιο του τον πεθερό ως μια λύση για τα προβλήματα της πρωτότοκης κόρης του και αυτό αρχικά ήταν: ήταν ένα πρόσωπο με ποικίλες (μωρο)φιλοδοξίες, τις οποίες ο ίδιος χρηματοδότησε αδρά, συντελώντας καταλυτικά στην ίδρυση της «Φωνής», μέσω της οποίας ο Χυδάς μπήκε στον μεγαλοεκδοτικό κόσμο και την «υψηλή κοινωνία». Από εκεί και πέρα, ωστόσο εξελίχτηκε σε αυτό που ήδη φαίνεται πως ήταν δυνάμει: ένας άνθρωπος-δηλητήριο, που κατάφερε να απατήσει πολλαπλά τη σύζυγό του και κόρη του Βερνή (ακόμη και να τη… σύρει σε όργια με χρήση κοκαΐνης), να παραπλανήσει ή να ασελγήσει στην Αρετή Στεργίου, συμβία του Πέτρου Βερνή, να εκβιάσει πολλαπλά τον ίδιο τον Οδυσσέα Βερνή. Ασφαλώς, για αυτή τη ζοφερή έκβαση μεγάλη ευθύνη φέρει ο ίδιος. Έτσι, με το θάνατό του προσπαθεί να επιφέρει τη μεγάλη… αποκατάσταση, να καταφέρει με τον τρόπο του τη μεγάλη εξιλέωση για τα κακά που επέφερε στην οικογένειά του.
Από την άλλη, ο Άρης Δριμός είναι ένας «μοναχικός λύκος»: διαζευγμένος με τέκνα, και μάλιστα την κόρη του Ειρήνη, που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Μαρκ, ένα «τίμιο άνδρα» με αγάπη για αυτήν, φαίνεται εξωτερικά σχεδόν «μισάνθρωπος»: Ένας άνθρωπος αποστασιοποιημένος από τους άλλους ανθρώπους και τους τρόπους τους. Στη μέση της δεκαετίας των 50, και όντας μανιώδης καπνιστής και όχι μόνο, η ζωή του δίνει μια ανίατη ασθένεια στον πνεύμονα, ένεκα της οποίας αναμένεται να ζήσει μόνο μερικούς μήνες ακόμα. Φαίνεται ότι η συγκεκριμένη υπόθεση θα είναι η τελευταία της σταδιοδρομίας του και μάλιστα, όχι μόνο αυτό, αλλά συμφέροντα που σχετίζονται με τον Χυδά κατορθώνουν να τον μεταφέρουν από την ενεργό υπηρεσία στο Τμήμα Αρχείου. Ως άνθρωπος, είναι πολύ ιδιάζων και κανείς δυσκολεύεται να αποπειραθεί να τον ψυχολογήσει, χωρίς να πέσει αρκετά έξω.
Σε γενικές γραμμές, η «Διαθήκη του Δολοφόνου» είναι μια ωραία μυθοπλασία με πολύ έντονη πρωτοτυπία.
Αυτό που ξεχωρίζω στο βιβλίο είναι ότι είναι εξαιρετικά καλογραμμένο. Ο Νίκος Γκίκας, σε αντίθεση με πολλούς ποπ, εμπορικούς γραφιάδες της crime ή άλλης σκηνής, έχει ένα μεγάλο προτέρημα: γνωρίζει πολύ, πολύ καλά ελληνικά! Μερικές φορές έπιασα τον εαυτό μου να παίρνει απόσταση από μερικές φράσεις, ώστε να τις θαυμάσει καλά-καλά. Εντόπισα τύπους που ένα πολύ μεγάλο ποσοστό –ακόμη και… διανοουμένων- θα έκανε λάθος (π.χ. παρατατικούς ρημάτων) και θυμήθηκα κάτι που έλεγε ένας φίλος του Κώστα Καρυωτάκη: ότι είχε πάει να ψάξει και στη δημόσια βιβλιοθήκη για να βρει τους σωστούς (σημ.: αρχαΐζοντες) τύπους για την «Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον».
Επίσης, φαίνεται ότι το βιβλίο στηρίζεται σε καλή, πολύ καλή έρευνα, χωρίς όμως να το παρακάνει: αν θέλαμε άλλωστε πραγματολογικές αναλύσεις, θα διαβάζαμε non-fiction, επιστημονικές μελέτες, δοκίμια, τα εγχειρίδια της ελληνικής αστυνομίας κ.λπ. Επιπλέον, όπως ίσως φάνηκε από τα παραπάνω, θέτει πολλά και σημαντικά ζητήματα, κοινωνικά και υπαρξιακά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όλη αφήγηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως police procedural
αφού μας δίνονται λεπτομέρειες για την έρευνα, όπως ακριβώς τη βλέπει ένας αστυνομικός, λεπτομέρειες για τις σχέσεις του με τους υφισταμένους και προϊσταμένους του κ.λπ. Επειδή ακριβώς ο Άρης Δριμός φαίνεται –εξωτερικά- ως αυτό που θα λέγαμε «άνθρωπος χαμηλών τόνων» και ενδεχομένως που τείνει περισσότερο στον ορθολογισμό, για αυτό –και ελπίζω πως δεν αδικώ την πρόθεση του συγγραφέα- και φαίνεται να λείπει γενικώς στο έργο η ένταση και η αγωνία. Αν υπήρχε και το στοιχείο του σασπένς, ενδεχομένως και να απογείωνε το κείμενο, το οποίο έτσι κι αλλιώς έχει (και με το παραπάνω) όλες τις προϋποθέσεις απογείωσης.
Μπράβο στο συγγραφέα, το Νίκο Γκίκα, διότι μας δείχνει τι σημαίνει λογοτεχνία!