Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Βρισκόμαστε στο 2011 κι ο Φλάναγκαν γράφει και δημοσιεύει το βιβλίο αυτό προσφέροντας τη συμβολή του στη συζήτηση περί του κόσμου μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Μια στριπτιζέζ θα συνευρεθεί σεξουαλικά και ευκαιριακά με έναν ισλαμιστή και την επόμενη μέρα αυτός θα βρεθεί δολοφονημένος μέσα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου της. Δύο μέρες πριν θα έχει εκραγεί βόμβα στο Ολυμπιακό στάδιο του Σύδνεϋ κι όλοι θα βρουν ως βολικούς ενόχους τον ισλαμιστή και τη στριπτιζέζ κι αφού ο δεύτερος βρίσκεται σύντομα νεκρός τους μένει ως μόνη ένοχη η χορεύτρια αισθησιακών χορών. Σύντομα δεν μπορεί να κάνει βήμα και να μην βλέπει όλα τα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων να έχουν το πρόσωπό της με την ένδειξη «τρομοκράτισσα», όλα τα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ ή εκπομπές λόγου να μιλούν μόνο γι’ αυτήν ως δημόσιο κίνδυνο, ή ν’ ακούει τυχαίες συζητήσεις που όλες μα όλες την χαρακτηρίζουν ως τρομοκράτισσα που πρέπει άμεσα να εξουδετερωθεί. Και μέσα σε όλα την προδίδει κι η καλύτερη και μοναδική της φίλη.
Ο Φλάναγκαν στήνει ένα ζοφερό σκηνικό. Περιγράφει ουσιαστικά μια κοινωνία σε παράκρουση.
Μια κοινωνία παραζαλισμένη που αγωνιά να βρει έναν ένοχο να τη λυτρώσει απ’ το φόβο που έχει κατακλύσει και παραλύσει τα πάντα. Για το σκοπό αυτό επίλεξε σαν σκηνικό της ιστορίας του την Αυστραλία όχι φυσικά επειδή είναι η πατρίδα του αλλά γιατί είναι απ’ τις πρώτες χώρες που έχουν επιδείξει διακηρυγμένα μεγάλη δυσανεξία στους παραβατικούς ξένους. Έρχεται λοιπόν και προεκτείνει τη συζήτηση από τη διεθνή τρομοκρατία και τις επιπτώσεις της στη διεθνή σκηνή στη διάβρωση του κοινωνικού ιστού υπό τον φόβο αγνώστων απειλών. Πυρήνας της επιχειρηματολογίας του είναι η φράση : «το φόβο που προκύπτει από μια τρομοκρατική απειλή τον χρειάζονται οι άνθρωποι γιατί έτσι νιώθουν ότι αυτοί βρίσκονται στο σωστό δρόμο».
Πέρα όμως από την τρομοκρατία και τις επιπτώσεις της στη διεθνή και την εσωτερική σκηνή κάθε χώρας ο συγγραφέας διερευνά με περίσσιο θάρρος τη μετάλλαξη της κοινωνίας κάτω από έκτακτες συνθήκες απειλής της. Η Αστυνομία, το Δικαστικό Σώμα, οι δημοσιογράφοι, οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, οι κεφαλές του υποκόσμου, τα πάντα συντονίζονται σε ένα αχαλίνωτο κι εντέλει ανεξέλεγκτο κύμα υπέρβασης των ορίων. Αυτό που προσπαθεί να μας πει ο Φλάναγκαν τελικά μέσα από το πρίσμα της τρομοκρατίας είναι η επόμενη μέρα που φοβάται ότι θα ξημερώσει. Δεν το θέτει όμως ως βεβαιότητα, κάτι που θα κατέτασσε το έργο του στη Δυστοπία, παρά το θέτει ως προβληματισμό που προκύπτει απ’ τη διαπραγμάτευση των θεμάτων του. Η διέξοδος που μας δείχνει η οξυδερκής πένα του θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση του : «η αγάπη δεν είναι ποτέ αρκετή αλλά είναι το μόνο που έχουμε». Είναι η αγάπη προς τον συμπολίτη μας ; Είναι η αγάπη προς τον ξένο στη χώρα μας ; Είναι η αγάπη προς τον παραβατικό συνάνθρωπό μας; Ο αναγνώστης καλείται να στοχαστεί μπροστά σ’ αυτό το λεπτό καθρέφτη που αν δε σταθεί για να το κάνει κινδυνεύει να σπάσει και να βρεθεί και πάλι στο έρεβος του ακατανόητου φόβου.
Άξιο υπογράμμισης είναι από τεχνικής άποψης το γεγονός ότι το βιβλίο έχει τη δομή και τα συστατικά ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Εν τούτοις ο συγγραφέας δε χάνει ποτέ το στόχο του που είναι η διαπραγμάτευση των θεμάτων που έχει επιλέξει και μάλιστα με ύφος δοκιμιακό.
Έτσι δε θ’ αφήσει ποτέ τον αναγνώστη του να διερωτάται απλά για τον ένοχο ή την έκβαση του κυνηγητού του. Τον θέλει συνομιλητή στη συζήτηση που ανέλαβε να διεξαγάγει μαζί του. Θα τολμούσα να πω ότι εδώ ο Φλάναγκαν χλευάζει με τον τρόπο του το Αστυνομικό Μυθιστόρημα.
Αποτιμώντας την «ΑΓΝΩΣΤΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ» συνολικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια συγγραφική αποκάλυψη. Τόσο για τον ίδιο τον Φλάναγκαν (που σύντομα μετά απ’ αυτό το βιβλίο απέσπασε το Booker Prize) όσο και για το αναγνωστικό κοινό που γνώρισε ένα εξαιρετικό βιβλίο έχοντας πολλά ν’ αποκομίσει απ’ αυτό.
4,5/5,0