Γράφει ο Δημήτρης Βασιλειάδης
Η ‘’γενεά’’ –μ΄ αρέσει πολύ αυτή η λέξη, όπως την πρωτοφανέρωσε μ΄ ένα ξεχωριστό φως και αέρα ο μοναδικός μου Γ. Θεοτοκάς στο ‘’Ελεύθερο Πνεύμα’’ του. Η γενεά λοιπόν της Σαλονίκης. Θα μπορούσα να γράφω και να μιλάω με τις ώρες γι αυτήν. Εάν όλες οι γενιές σκέψης και πολιτισμού στην πατρίδα μας είχαν ημερομηνία λήξης [π.χ. η γενιά του ΄20 ή η μεγάλη μου αδυναμία, η γενιά του ΄30 που καθόρισε ακατάλυτα, κατά τη γνώμη μου, κι ας λένε ‘’…άλλοι άλλα σ΄ άλλες (γλώσσες)’’]. Εάν λοιπόν επαναλαμβάνω όλες αυτές οι γενιές τελειώναν κάποια στιγμή, ‘’η γενιά της Σαλονίκης’’ συνεχίζει ανεπηρέαστα και ακατάβλητη τη πορεία της στα ‘’γράμματά’’ μας. Θα αναρωτιέστε που το πάω(;). Κάντε λίγο υπομονή. Έχει μεγάλη σημασία για μένα, στο να κατανοήσουμε τον Ζουράρι, να κατανοήσουμε πρώτα το τι είναι η Σαλονίκη και η γενεά της η λογοτεχνική και του πολιτισμού γενικότερα που μόλις προανέφερα.
‘’Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να ΄χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα ολοένα, και προχωρούσα…’’ λέει κάπου στο υπέροχο δοκίμιο του ‘’Πρώτα-πρώτα η Ποίηση’’ ο Οδ. Ελύτης. Αυτή η κουβέντα του μου καρφώθηκε στο μυαλό όταν καταπιάστηκα να γράψω για τη Σαλονίκη. Όντως είναι μεγάλο πράμα να είσαι η μοναδική πόλη στον πλανήτη με αδιάλειπτη δισχιλιετή και βάλε πολιτική ιστορία. Είναι μεγάλο πράμα όντως, απ΄ τα γεννοφάσκια σου -κάπου στο 300 π.χ.- να είσαι μεγαλωμένη με πόνους και χαρές, κι ας είσαι αδελφή του μεγΑλέξανδρου. Να κουβαλάς τον πόνο χιλιάδων Χριστιανών μαρτύρων, τον πόνο των 30.000 σφαγμένων στο Ιππόδρομό σου απ΄ τον Θεοδόσιο, τον πόνο των υπόδουλων απ΄ τους Τούρκους παιδιών σου, τον πόνο των 40 με 50 χιλιάδων αφανισμένων Εβραίων παιδιών σου απ΄ το ναζισταριό, τον πόνο των παιδιών σου στη κατοχή, τον πριν και μετά τον εμφύλιο, απ΄ τους Γερμανοδάγκουλες και τα καρφιά και τις ΄΄καρφίτσες’’. Να ΄χεις σηκώσεις αγόγγυστα τον πόνο, τα βάσανα και την αρχοντιά που σου ΄χουν δωρίσει οι χιλιάδες πρόσφυγες του ΄22, που βρήκαν σε σένα τ΄ αποκούμπι τους, και συ, όλ΄ αυτά, σαν αντίδωρο ευχαριστίας, να τα ΄χεις ενσωματώσει στο τοπίο και στη ψυχή σου. Και να ΄χεις τους άλλους να λένε πως είσαι συντηρητική και σκοτεινή –σ΄ αντίθεση βέβαια με την πρωτεύουσα την αρνητική σε κάθε τι το ‘’παλιό’’ και ευεπίφορη βεβαίως σε κάθε τι προοδευτικό και μοντέρνο- κι ας είναι ανάμεσά τους και διάφοροι δικοί σου. Εμείς όμως που σ΄ αγαπάμε έτσι σε θέλουμε: συντηρητική κι αρχόντισσα, παρά ξιπασμένη, ανασφαλή, ελαφρόμυαλη και δουλικό, να καταπίνεις αμάσητη όποια τροφή κι αν σερβίρουν στο πιάτο σου.
Χρόνια τώρα προσπαθώ να εξηγήσω στον εαυτό μου, να καταλάβω, που μπορεί να οφείλεται αυτή η ιδιαιτερότητα, η ανερμήνευτη ταυτότητα στο ύφος και στην έκφραση, των ανθρώπων της Τέχνης της Σαλονίκης. Να καταλάβω το φώς τους και τα χρώματα τους. Είναι το τοπίο; Είναι η θάλασσα που σ΄ άλλες πόλεις στέκεται εμπόδιο για να φύγεις ενώ σ΄ αυτήν γίνεται βήμα ελευθερίας και φυγής; Είναι η βαριά σκιά του Άθωνα; Είναι τα ματοβαμένα χαλάσματά της; Μια ζωή πλησίαζα στην απάντηση και μια ζωή αυτή έφευγε. Το μόνο που με παρηγορεί μέχρι τώρα βρίσκεται στις σελίδες 195-197 των Δοκιμών Γ΄ του μέγα-Σεφέρη και στον διάλογο που περιγράφει ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον Ζωσιμά (Ζήσιμο Λορεντζάτο) πάνω στην Τέχνη του μέγα-Νικόλα Πεντζίκη (Ν.Γ.Π.) και συγκεκριμένα στο ‘’μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης’’. Όπου, χωρίς κι ό ίδιος να μπορεί να πει περισσότερα, λέει στον μέγα-Σεφέρη: ‘’ο Ν.Γ.Π. δεν είναι λογοτέχνης σαν τον δε-θυμούμαι-ποιόν… έχει αφομοιώσει όλους τους σπουδαίους που ξέρουμε, από τον Τζ, Τζόυς ως τον Προυστ και τον Κάφκα, μόνο που ενώ εκείνοι έχουν απογυμνωθεί ως το κόκκαλο και δεν τους μένει τίποτε άλλο, αυτός (ο Ν.Γ.Π.) έχει μια σκαλωσιά πίστης που τον σώζει’’. Ένιωσα ανακούφιση όταν το διάβασα, γιατί στα γραφόμενα του Ζ. Λορεντζάτου έβλεπα αλλιώς και πιο συστηματικά γραμμένες τις απορίες και την ανημπόρια μου. Ποια και τι σόι πράμα είναι αυτή ‘’σκαλωσιά πίστης που σώζει’’ (και δεν μπορεί να μιλά μόνο για την Ορθοδοξία –αυτό κατάλαβα τουλάχιστον απ΄ τα συμφραζόμενα) τον κυρ-Νίκο; Σ΄ αυτήν ακριβώς την τελευταία φράση του Λορεντζάτου και αλλάζοντας μόνον το όνομα του κυρ-Νίκου και βάζοντας στη θέση του την Σαλονίκη, είδα να ιστορείται μπροστά στα μάτια μου αυτό που πάντα πλανιόταν στο μυαλό μου σαν αίσθηση κυρίως παρά σαν σκέψη.
Τη Σαλονίκη για να τη νιώσεις, μα κυρίως για να σ΄ αγαπήσει, πρέπει να έρθεις ‘’γυμνός’’. ‘’Γυμνός’’ από την όποια αδυναμία να ‘’καταλάβεις’’ ή όποια γνώση κουβαλάς. Μόνον έτσι. Γιατί αλλιώς πάντα θα αναρωτιέσαι: ‘’τι σόι μαρξιστής είναι ο Μοσκώφ όταν μιλάει και γράφει για Ορθοδοξία και για ‘’καθ΄ ημάς Ανατολή’’, πάντα βεβαίως αφορίζοντάς τον. Ποτέ δε θα καταλάβεις πως στη θέση του Γ. Ιωάννου έχουμε ως συνέχειά του τον Σκαμπαρδώνη και τον Κοροβίνη, που όσο κι αν μου λένε το αντίθετο εγώ διακρίνω στην τέχνη τους το ίδιο ύφος και το ίδιο ιστορικό και πολιτισμικό φόντο. Ποτέ δεν θα νιώσεις την όμορφη ποίηση της κας Ζωής Καρέλλη, την γλυκύτητα της ποίησης των, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Γ. Θέμελη και του Κλ. Κύρου. Την ευφυή και σπιρτόζα ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, την μεγάλη ποίηση και μουσική του Νιόνιου –που πάντα αφορίζεις βέβαια αφού δεν είναι ενταγμένη σε κάποια απ΄ τα αρεστά σε σένα καλούπια- την πρωτοπορία του Νίκου Παπάζογλου, την ιδιοφυΐα του Παύλου Ζάνα και όλων αυτών, γνωστών και άγνωστων που αενάως είναι παρόν και μέλλον και παρελθόν ταυτόχρονα, αυτής της καταπληκτικής και διαρκώς θάλλουσας ‘’γενεάς’’ (σχολής την ονομάτισαν, μα εμένα δεν μ΄ αρέσει αυτός ο όρος) που επιμένει στοργικά, Σαλονίκη. Τέλος, δεν θα καταλάβεις, επανέρχομαι, τι σόι αριστερός είναι, ο άλλοτε στο ΚΚΕ και στο ΚΚΕεσ στη συνέχεια, και διαρκώς με κάποιο τσιτάτο της ανά τους αιώνες γραμματείας του λαού μας στα χείλη του, και σκανδαλωδώς απόντα κομμάτια του Μαρξ, γεννήτορα κατά τα άλλα, της σημερινής ελληνικής αριστεράς, Κώστα Ζουράρι. Θεωρώ μεγάλης σημασίας την αναφορά μου αυτή σ΄ όσα πριν ανάφερα γιατί μόνον αν δούμε τον Ζουράρι και το έργο του μέσα απ΄ αυτή τη ματιά, τη ματιά της ‘’γενεάς της Σαλονίκης’’, θα μπορέσουμε, πάντα κατά τη γνώμη, να τον καταλάβουμε. Γιατί ο Ζουράρις, για μένα, είναι γνήσιο παιδί αυτής της ‘’γενεάς’’. Αλλιώς ‘’ουδέν τελούμεν άξιον ’’.
Τον Κώστα Ζουράρι τον ‘’γνωρίζω’’ απ΄ το ΄75 και δώθε -σαν ΚΚΕ εσωτερ.. -εφηβάκι τότε εγώ. Πρώτη φορά όμως, γνώρισα για τα καλά αυτό που ξέρω και σήμερα, όταν διάβασα το κείμενο του στο βιβλίο ‘’Μαρξισμός και Αριστερά’’ του Π. Μακρή. Ήταν τότε που μαζί με τον Μοσκώφ, τον Νιόνιο και άλλους, αν και χαρακτηρισμένοι αριστεροί, φλερτάριζαν έντονα μ΄ αυτό που είναι γνωστό σαν ‘’Νεοορθοδοξία’’. Βέβαια εκείνο που τον έκανε να ξεχωρίζει, για μένα, είναι, ότι η σκέψη του ήταν πάντα θεμελιωμένη πάνω στο ιδιαίτερο και εντυπωσιακό γλωσσικό του ύφος. Λέει για το ύφος ο μέγα-Σεφέρης στο δοκίμιό του για την ελληνική γλώσσα στον Α΄ τομ. Των Δοκ. Στη σελ. 64 ‘’…στην τέχνη του λόγου, γλώσσα και ύφος είναι πράγματα συνυφασμένα και χωνεμένα το ένα με τ΄ άλλο,… Είναι δυνατό να φανταστούμε έναν άνθρωπο που να μην έχει στη διάθεσή του περισσότερες από εκατό λέξεις δέκα διαφορετικών γλωσσών, και που να έχει παρ΄ όλη αυτή τη πενία, ύφος στην έκφρασή του’’. Το λεξιλόγιο του Κ.Ζ. δεν αποτελείται από 100 λέξεις 10 διαφορετικών γλωσσών, αλλά χιλιάδες. Είναι καταπληκτική η ικανότητά του να συντάσσει σε με πρόταση πόσο μάλλον σε μιαν παράγραφο όλη την ανά τους αιώνες γραμματεία του λαού μας. Διαβάζοντας ή ακούοντάς τον, σκέφτομαι με ένταση, και νοιώθω απόλυτα αυτό που λέει πάλι ο Σεφέρης στο ίδιο δοκίμιο για το ύφος: ‘’ο εξουδετερωμένος άνθρωπος είναι χωρίς ύφος’’… ‘’το μη ύφος είναι απάνθρωπο’’! Αναρωτιέμαι, πόσους τέτοιους ανθρώπους των Τεχνών, των Γραμμάτων και της Πολιτικής έχουμε; Ανθρώπους εξουδετερωμένους;… Τι μεγάλη κουβέντα ξεστόμισε ο μέγα-Σεφέρης.
Ο Κώστας Ζουράρις δεν είναι ένας εξουδετερωμένος άνθρωπος. Το βιβλίο του ‘’Ελληνοτρόπιο’’ θα μπορούσαμε, τηρουμένων των αναλογιών, να το κατατάξουμε στην κατηγορία της Μαρτυρίας, εξομολόγηση δηλαδή. Έχει μεγάλο πόνο να βγάζεις έξω τα ‘’μέσα’’ σου και να τα μοιράζεσαι –με τους αναγνώστες σου εν προκειμένω. Είναι μαρτύριο, ώσπου έρχεται η στιγμή που λες: ‘’Ξεκίνα αχειλάκι μου και συ γλώσσα ΄περέτα, και συ καημένε λογισμέ όσα κι αν ξέρεις πε΄ τα’’ (κάπως έτσι ξεκινούσαν οι παραμυθάδες σε κάποιες περιοχές της πατρίδας μας τις αφηγήσεις τους). Παρηγοριέσαι όμως, και συ σαν συγγραφέας, κι όλοι οι άλλοι σαν αναγνώστες, όταν αυτή η ομολογία και η γραφή της μεταδίδεται με τη γλώσσα και το ύφος του Κ.Ζ., αυτού του τζαναμπέτη της σκέψης. Στο βιβλίο του αυτό λοιπόν, μέσα απ΄ τις εξομολογήσεις του, θα δεις να κάνει παρέλαση όλη η ιστορία της πατρίδας απ΄ τα μετεμφυλιακά χρόνια και δώθε, είτε με τη μορφή αυτούσιων κειμένων είτε με τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στον συγγραφέα και τους συνομιλητές του, οι οποίοι στον ρόλο του Σιμπλίτσιο είτε τοποθετούμενοι είτε ερωτώντες αποκαλύπτουν τον γράφοντα. Στο βιβλίο αυτό, εκτός του ότι θα χαρείς τη γλώσσα του συγγραφέα, θα χαρείς και κορυφαίες λογοτεχνικές στιγμές, σαν κι αυτήν που περιγράφεται στη σελ. 62 κι απ΄ τον στίχο 12 και πέρα. Είναι η στιγμή που οι ασφαλίτες αναζητούν απ΄ τον μικρό Κωστάκη τον πατέρα του, τον γιατρό Ζουράρι. Για μένα είναι κορυφαία λογοτεχνική στιγμή, που με κάνει όμως να αναρωτιέμαι γιατί δεν έχει καταπιαστεί τόσο ζεστά με τη λογοτεχνία ο Κώστας Ζουράρις, όσο με την πολιτική. Δεν θεωρώ σκόπιμο να επεκταθώ στην εργογραφία του Κώστα Ζουράρι –αυτήν άλλωστε τη βρίσκεις εύκολα- ούτε σε μεγαλύτερη ξενάγηση του βιβλίου –αφού θα το διαβάσεις έτσι κι αλλιώς. Σταματώ εδώ δίνοντας τον λόγο στον Θέμη Αχτσιόγλου.
*Το κείμενο αυτό είναι το προλόγισμά μας στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ζουράρη ‘’ΕΛΛΗΝΟΤΡΟΠΙΟ – Άτακτα εξόριστης Ιλιαδορωμηοσύνης’’