Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνωφ, το τρομερό παιδί της σύγχρονης Βουλγαρίας, ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων που είτε τους αγαπάς και τους παρακολουθείς σε ότι γράψουν, είτε σ’ αφήνουν αδιάφορο μετά την πρώτη επαφή και δεν ασχολείσαι ποτέ ξανά μαζί τους. Το «Χρονοκαταφύγιό» του είναι ένα βιβλίο, γραμμένο στα Βουλγαρικά, που παρ’ ότι ανάγκασε την κριτική επιτροπή του διεθνούς βραβείου Man Booker Prize να του το απονείμει ενώ προορίζεται για συγγραφείς που γράφουν στα Αγγλικά εν τούτοις είναι ένα βιβλίο που δεν μπορεί να καταταγεί αυτόματα στην κατηγορία των βαθιά επιδραστικών βιβλίων που προορίζονται να λάμψουν.
Κατ’ αρχάς ο συγγραφέας δεν κατάφερε να ξεφύγει απ’ τη θεματολογία που διατρέχει όλα τα τελευταία του βιβλία.
Είναι το ζήτημα του χρόνου, της απόδρασης από τον ασφυκτικό του εναγκαλισμό, των ταξιδιών μέσα σ’ αυτόν και της αποφυγής των συμβάσεων που τον διέπουν. Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από δύο καινοφανείς και ρηξικέλευθες ιδέες. Τη δημιουργία κλινικών για ασθενείς που υποφέρουν από εκφυλιστικές νόσους του εγκεφάλου όπου προσομοιώνονται πλήρως κάποιες παρελθούσες εποχές, πχ η δεκαετία του ’60 με ότι γνωρίσαμε μέσα σ’ αυτήν, τα τρόφιμα της εποχής τα τσιγάρα, την τεχνολογία ακόμα και την επικαιρότητα της εποχής μέσω ανάσυρσης φύλλων εφημερίδων της εποχής και ραδιόφωνα που μεταδίδουν τις ειδήσεις του τότε με χρονολογική συνέπεια. Η λογική είναι ότι αφού οι ασθενείς αυτοί δεν μπορούν πια να προσλάβουν το σύγχρονο περιβάλλον τους και να δημιουργήσουν καινούριες αναμνήσεις ας τους δώσουμε τη δυνατότητα να ξαναζήσουν σε ένα περιβάλλον που τους είναι οικείο. Η δεύτερη ιδέα έχει να κάνει με την εφαρμογή του παραπάνω «πειράματος» σε ολόκληρες χώρες και πληθυσμούς που δεν πάσχουν από εγκεφαλικά νοσήματα. Διοργανώνονται λοιπόν δημοψηφίσματα σε ολόκληρη την Ευρώπη και οι πολίτες κάθε χώρας καλούνται να διαλέξουν σε ποια αγαπημένη τους δεκαετία θα επιστρέψει η ζωή σε ολόκληρη τη χώρα όμως! Πρόκειται για δύο ιδέες που θα προκαλέσουν στον εμβρόντητο αναγνώστη μεγάλη έκπληξη ιδίως αν δεν έχει διαβάσει άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα ώστε να έχει εξοικειωθεί με τις «χρονοκάψουλες» και τα «χρονοταξίδια» του.
Στις συγγραφικές εμμονές του συγγραφέα πρέπει να προσμετρηθεί κι η επιμονή του να γράφει με βιτριολικό σαρκασμό όταν αναφέρεται και πάντα εκτενώς, στη ζωή στη χώρα του τη Βουλγαρία κατά την περίοδο της διακυβέρνησής της από κομμουνιστικό καθεστώς. Αιχμηρή ειρωνεία για πολλά ζητήματα της τότε εποχής αυτή τη φορά ιδωμένα κάτω από το πρίσμα και του διεθνούς σκηνικού (πτώση του τοίχους του Βερολίνου, εισβολή στην Πράγα κλπ). Η αλήθεια είναι ότι ένας αναγνώστης του δυτικού κόσμου τα διαβάζει με λαίμαργη περιέργεια αλλά δεν παύει να φανερώνεται και μια αχλή εκδίκησης και ξεσπαθώματος κρατημένη απ’ τα παλιά και της οποίας η δόση σε ένα κείμενο μυθοπλασίας έπεσε κάπως βαριά.
Στο κείμενο θα συναντήσουμε λίγους χαρακτήρες αλλά θα τους γνωρίσουμε βαθιά.
Η γραφή είναι στακάτη χωρίς σχοινοτενείς προτάσεις κι ατέρμονους βερμπαλισμούς, κρατάει καλό ρυθμό, αλλά στο ιδιότυπο του τρόπου αφήγησης του Γκοσποντίνωφ και που δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει έναν αφηγηματικό σολιψισμό. Όλα κυλούν ωραία, με την αναγνωστική απόλαυση να υπηρετείται επαρκώς, μέχρι πριν το τέλος το οποίο και δεν κατάφερε να αρθεί στο ύψος του υπόλοιπου κειμένου και το κατάλαβε κι ο ίδιος ο συγγραφέας αυτό γράφοντας κάπου αυτοσαρκαζόμενος «προσπαθώ να τελειώσω ένα μυθιστόρημα».
Το να καταφέρεις να διαχειριστείς ένα θέμα όπως το παρελθόν και πως μπορούμε να το διαχειριστούμε ώστε να διαμορφώσουμε το μέλλον σίγουρα δεν είναι εύκολο εγχείρημα στα πλαίσια μάλιστα μυθοπλασίας, ωστόσο οι τεχνικές του Γκοσποντίνωφ θα δώσουν την ευκαιρία στον αναγνώστη ν’ απολαύσει ένα δεμένο μυθιστόρημα με αδόκητο ρεαλισμό μέσα σε όλο το μυθοπλαστικό και φανταστικό σκηνικό που αυτό διαδραματίζεται κι εν τέλει να έχει την καλύτερη ευκαιρία ν’ αποφασίσει αν θα συνταχθεί με αυτούς που δε θα χάνουν στο εξής κανένα «χρονοταξίδι» του μεγάλου αυτού Βούλγαρου παραμυθά.
4,5/5,0