Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Τζέικομπσον αφότου κέρδισε το Booker Prize του 2010. Ένα αμφιλεγόμενο βιβλίο που μοιάζει με βόμβα την οποία πυροδότησε μετά την παραλαβή του βραβείου αυτού.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένας συγγραφέας ο οποίος μπήκε μάλλον τυχαία στη συγγραφή κι εν τούτοις πέτυχε να γίνει αναγνωρίσιμος.
Πλέον όμως του πάνε όλα στραβά, το βιβλιοπωλείο που πρόβαλε τα βιβλία του έκλεισε, ο ατζέντης του αυτοκτόνησε, ο εκδοτικός οίκος του τού ανακοινώνει ότι στο εξής ανατυπώσεις βιβλίων του θα κάνει μόνο κατόπιν παραγγελίας, ενώ τον καλούν σε λέσχες ανάγνωσης με μόνο σκοπό να του επιτεθούν και να τον μειώσουν και εξευτελίσουν. Το χειρότερο όμως που του συμβαίνει είναι ότι διακατέχεται από την εμμονή να κοιμηθεί με την πεθερά του. Για να βγει κι από τη συγγραφική του απραξία που στο μεταξύ τον είχε πλήξει ξεκινάει να γράφει ένα βιβλίο στο οποίο πρωταγωνιστής είναι το alter ego του ιδίου με ένα ψευδώνυμο που είναι το χαϊδευτικό με το οποίο τον φωνάζει η γυναίκα του. Κεντρικό θέμα του βιβλίου αυτού όπως ίσως αναμενόταν ήταν οι ιστορίες του κεντρικού ήρωα που περιπτύσσεται ερωτικά με την πεθερά του.
Με το ευφυές, τω όντι, αυτό τέχνασμα θέλει να μας πει ο συγγραφέας ότι το βιβλίο θα είναι αυτοαναφορικό κι όχι φυσικά στο αν και πώς βλέπει την πεθερά του, αλλά σε όλα όσα θα πει για τη συγγραφική τέχνη, και κυρίως για το συγγραφικό-εκδοτικό κύκλωμα.
Πράγματι η βόμβα που πυροδοτείται που λέγαμε πιο πάνω είναι όλα τα μικρά ή μεγάλα μυστικά που διέπουν την πορεία ενός βιβλίου από το μυαλό του συγγραφέα μέχρι τα χέρια του αναγνώστη.
Πρώτα απ’ όλα κάνει θρύψαλα το ταμπού που θέλει συγγραφείς κι εκδότες να μη μιλάνε δημοσίως ούτε καν υπαινικτικά για ομότεχνούς τους. Στο σημείο αυτό όμως ο Τζέικομπσον είναι που γίνεται κι ιδιαίτερα καυστικός. Σχολιάζει υποτίθεται ανώνυμα αλλά με φωτογραφική ακρίβεια περιστατικά διόλου κολακευτικά για μέλη της αλυσίδας που συνδέει τον συγγραφέα με τους αναγνώστες. Απ’ τα δηλητηριώδη βέλη του δεν ξέφυγαν κι αρκετοί συγγραφείς, ορισμένοι μάλιστα πολύ μεγάλα ονόματα της συγγραφικής τέχνης, τους οποίους χλευάζει ονομαστικά αφήνοντας ταυτόχρονα υπονοούμενα για εύνοιά τους από κριτικούς λογοτεχνίας και μέλη επιτροπών βράβευσης. Αυτό γίνεται με ιδιαίτερη ένταση κι εμμονή που θαμπώνει κάπως το κατά τα άλλα ενδιαφέρον βιβλίο του. Απ’ την εμμονή αυτή μπορούμε να συνάξουμε και μια από καιρό φυλαγμένη εχθρότητα έναντι ομότεχνών του που μετά από την αποδοχή του βραβείου θεώρησε ότι πήρε το δικαίωμα να τους τα πει «έξω απ’ τα δόντια» υπό το πρόσχημα πάντα της μυθοπλασίας.
Αποτιμώντας το βιβλίο θα λέγαμε ότι το συγγραφικό στυλ του Τζέικομπσον είναι άμεσα αναγνωρίσιμο, αυτό δηλαδή της ήρεμης αφήγησης με το έξυπνο υποδόριο χιούμορ, τους λίγους διαλόγους και πάντα στο πλαίσιο της αστικής μυθοπλασίας.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι μέσα στον καταρράκτη κατάρριψης στερεοτύπων δεν παρέλειψε και αυτό της άσεμνης φρασεολογίας.
Έτσι έφτασε ακόμα και να επαναλαμβάνει άσεμνες αγοραίες εκφράσεις με ακατανόητη συχνότητα και χωρίς προφανή λόγο. Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Σε ορισμένα σημεία μόνο η πλοκή φαίνεται να επιβραδύνεται κι επιστρατεύονται και πάλι διασκεδαστικά περιστατικά για να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά μήπως και πάλι πρόκειται για άλλο ένα τέχνασμα του έμπειρου μυθιστοριογράφου ;
Πίσω απ’ τις γραμμές μιας σκαμπρόζικης κι ενδιαφέρουσας ιστορίας μπορούμε να διακρίνουμε την ακτινογραφία της συγγραφικής τέχνης και τον πνευματικό μόχθο του συγγραφέα, το σχόλιο του Τζέικομπσον για τις σχέσεις των ανθρώπων στη σύγχρονη εποχή, το ρόλο του marketing στη χειραγώγηση των μαζών κι εν προκειμένω των αναγνωστών.
Η «Αστική Ζωολογία» του Τζέικομπσον είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που θα διαβαστεί διαφορετικά από τον αναγνώστη που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του, διαφορετικά από έναν ομότεχνό του και διαφορετικά από τον υποψιασμένο βιβλιόφιλο. Όλοι όμως θα εκτιμήσουν μια τίμια προσπάθεια του συγγραφέα να κεντρίσει το μυαλό όσο και την καρδιά τους.
4,0/5,0