/Βιβλιοκριτική: Κόρες (Lucky Fricke)

Βιβλιοκριτική: Κόρες (Lucky Fricke)

«Θα σ’ αγαπώ, και ας μην ήσουν ποτέ εδώ». 

Του Αναστάσιου Μάριου Μιχαηλίδη, φοιτητή Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ποιητή και μέλους της γραμματείας του IWPR (Institute for World Philosophical Research).

και

Του Γεώργιου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, μεταπτυχιακού φοιτητή Φιλοσοφίας, μεταφραστή και υπεύθυνου της γραμματείας του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας, ΙWPR (Institute for World Philosophical Research).

Η Μάρτα και η Μπέτυ: δύο γυναίκες με τόσες διαφορές που είναι σχεδόν ίδιες.

Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας της Lucky Fricke είναι δύο φίλες που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς απόγνωσης και δυστυχίας. Κάθε μία από τις δύο προσπαθούν να βρουν το νόημα στη ζωή όμως αποτυγχάνουν παταγωδώς– κάθε φορά και καλύτερα βέβαια.  Από την μία η Μπέτυ είναι συγγραφέας που πλησιάζει τα σαράντα και βρίσκει την ευτυχία μέσα από τα χάπια και το αλκοόλ, και από την άλλη η Μάρτα προσπαθεί  να βρει νόημα στη ζωή της μέσα από ένα παιδί, το οποίο ποτέ δεν έρχεται παρά τις πολλές απόπειρες της τεκνοποιήσει  μαζί με τον σύζυγό της, Χένινγκ.  Και τις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό.  

Συνεχίζοντας την ρουτίνα τους, η Μάρτα  προτείνει στην Μπέτυ να τη συνοδέψει σε ένα ταξίδι με τον πατέρα της στην Ελβετία.  Αυτό δε θα ήταν ένα οποιοδήποτε ταξίδι,  ο πατέρας της Μάρτα,  Κουρτ,  ένας πατέρας απών ήδη από την παιδική ηλικία της,  είναι βαριά άρρωστος και του απέμενε λίγος καιρός ζωής ακόμα. Για αυτόν τον λόγο  ήθελε να πάει σε μια κλινική στην Ελβετία για να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί.  Ύστερα από έντονες παρακλήσεις της Μάρτα, η Μπέτυ δέχεται να τους συνοδέψει.  Κάνοντας ήδη μερικά χιλιόμετρα, σε μια στάση που έκαναν για να ξεκουραστούν  ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο του Κουρτ.  Το τηλεφώνημα αυτό ήταν καθοριστικό για τη συνέχεια του ταξιδιού.  Η πρώτη αγάπη του Κουρτ, η Φραντσέσκα,  για την οποία δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν, ήταν εκείνη που τον πήρε τηλέφωνο και του έδωσε μια γερή «ένεση» ζωής μέσα από την αναβίωση του νεανικού έρωτά τους.   

Ο Κουρτ ζήτησε από την Μάρτα το εξής: να τον πάει στην Ιταλία και να περάσει  εκεί τις τελευταίες του στιγμές.  Διασχίζοντας μέρη που έβλεπαν για πρώτη φορά φτάνουν στην Ιταλία και αφήνουν τον Κουρτ στο ξενοδοχείο, όπου εργάζονταν η Φραντσέσκα.  Την ίδια μέρα η Μπέτυ και η Μάρτα έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση.  Αφού περιπλανήθηκαν για κάποιες ώρες στην Ιταλία, αποφασίζουν να μείνουν σε ένα ξενοδοχείο για να ξεκουραστούν.   Στο ξενοδοχείο αυτό μια απρόσμενη συνάντηση περιμένει την Μπέτυ, όταν βρίσκει την αδερφή ενός πρώην συζύγου της μητέρας της ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μικρή– ακόμα ένας απών «πατέρας». Η Μπέτυ τον αγαπούσε παρά πολύ  και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το γεγονός ότι τους εγκατέλειψε. Το όνομα εκείνου του άνδρα ήταν Ερνέστο.  Όταν η Μπέτυ μαθαίνει από την αδερφή του ότι εκείνος έχει πάει σε να απομονωμένο νησί στην Ελλάδα, θέλει απεγνωσμένα να πάει τον βρει.  

Οι δρόμοι της Μπέτυ και της Μάρτα πρέπει να χωρίσουν.  

Φτάνοντας στην Ελλάδα η Μπέτυ έψαχνε για μέρες τον Ερνέστο. Όσο δεν το έβρισκε,  τόσο η απελπισία την σκέπαζε σαν μια βουβή χειμερινή νύχτα, χωρίς όνειρα, χωρίς ζωή τριγύρω, παρά μόνο το βάρος ενός αόριστου πόνου που δίνει μολυβένια φτερά και χάος στην ψυχή της. Τα πρωινά μπροστά στη θάλασσα ήταν οι μοναδικές στιγμές ευτυχίας που είχε εδώ και πολλά χρόνια. Ύστερα από αρκετό καιρό αποφασίζει η Μάρτα να επισκεφθεί μαζί με τον πατέρα της την Μπέτυ στην Ελλάδα. Το ταξίδι αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο του Κουρτ: μετά από μερικές μέρες, πέθανε.

Ο θάνατος του Κουρτ για τη Μάρτα ήταν κάτι το αναμενόμενο, αλλά ποτέ δεν είσαι προετοιμασμένος όταν έρχεται και για το τι λέγεται εκείνη τη στιγμή. 

Οι «Κόρες» είναι ένα αριστούργημα, το οποίο μεταφράστηκε άψογα από τον Θεόδωρο Βότσο για τις εκδόσεις Κείμενα.

Η βραβευμένη συγγραφέας Lucky Fricke κατορθώνει να βυθίζει με αριστοτεχνικό τρόπο  το  αναγνωστικό κοινό στη σκληρή πραγματικότητα και ηθογραφεί ανθρώπους που ζουν μέσα αυτή με το αληθινό τους πρόσωπο, χωρίς να κρύψει τίποτα.