/Βίττγκενσταιν: Η ανατρεπτική φιλοσοφική σκέψη του

Βίττγκενσταιν: Η ανατρεπτική φιλοσοφική σκέψη του

Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης

α ) Εισαγωγή

Ο Αυστριακός φιλόσοφος Βίττγκενσταιν με το εμβληματικό του έργο Tractatus Logico-Philosophicus, άνοιξε νέους δρόμους για την φιλοσοφική σκέψη,  αναθεωρώντας τους τομείς της λογικής και της αναλυτικής φιλοσοφίας. Το έργο του καθόρισε αποφασιστικά την εξέλιξη της φιλοσοφίας καθώς υπήρξε ένας από τους φιλοσόφους που δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή της γλώσσας. Αντίθετα χρησιμοποίησε την περιγραφή της γλώσσας με διάφορες μεθόδους προκειμένου να εκφράσει σύνθετες έννοιες.

Στην παρακάτω εργασία θα ασχοληθούμε με την προσπάθεια του φιλοσόφου να αναλύσει τα ζητήματα της γλωσσικής επικοινωνίας, εκκινώντας από το θεμελιώδη δικό του αξίωμα στο οποίο υποστηρίζει πως η γλώσσα ενεργοποιεί στους ανθρώπους εικόνες των πραγμάτων του κόσμου που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να συμμετέχουν στο παιχνίδι..

β) Το φιλοσοφικό σχήμα του Βίττγκενστάιν

Οι απόψεις του Βίττγκενστάιν έχουν ως αφετηρία τις αντιλήψεις του Φεργκέ ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα συναρτήσεων αλλά και στον λογικό ατομισμό που αποτελεί προμετωπίδα του φιλοσοφικού συστήματος του Ράσελ. Κοινός τόπος των δύο εμβληματικών φιλοσόφων είναι πως ολόκληρη η αλήθεια των σύνθετων προτάσεων αποτελεί συνάρτηση της αλήθειας ή του ψεύδους των ατομικών συστατικών τους, σύμφωνα με τους θεμελιακούς κανόνες που τελικά κωδικοποιούνται με τους αληθοπίνακες του Βιτγκενσταιν.

Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν τις γλωσσικές προτάσεις συνθέτουν βασικοί λογικοί σύνδεσμοι που είναι λέξεις όπως το << και >> το <<ή >>, το τότε και το << εάν>> αλλά και μικρές ολιγόλεξες φράσεις όπως << ισοδυναμεί με >> << δεν είναι αλήθεια ότι>> Αυτές οι λέξεις αποτελούν καταλύτες για την ολοκλήρωση λογικών ενεργειών που έχουν ανάλογη σχέση με το σύμβολο + και – που χρησιμοποιούνται στην αριθμητική.

Ξεδιπλώνοντας την θεωρία του για το νόημα της γλώσσας κατά την χρήση της ο εμβληματικός Αυστριακός φιλόσοφος προχώρησε στην παρομοίωση του νοήματος των λέξεων με τον ρόλο που έχουν τα πιόνια στα επιτραπέζια παιχνίδια καθώς άλλους ρόλους έχουν τα πιόνια στο σκάκι, άλλους στο τάβλι, άλλους στην ντάμα κτλπ καθώς το παιχνίδι στα επιτραπέζια παιχνίδια διέπεται από διαφορετικούς κανόνες καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως αν όλα τα επιτραπέζια παιχνίδια στα οποία χρησιμοποιούνται πιόνια καθοριζόταν από τους ίδιους κανόνες τότε και οι ρόλοι των πιονιών θα ήταν ταυτόσημοι. Αυτό το αξίωμα δεν αφορά μόνο τα επιτραπέζια παιχνίδια αλλά επεκτείνεται σε όλα τα παιχνίδια και όσα αφορούν τον αθλητισμό είτε διεξάγονται με μπάλα όπως το ποδόσφαιρο και η καλαθοσφαίριση, είτε όχι όπως τα αγωνίσματα του στίβου καθώς η αγωνιστική συμπεριφορά όσων συμμετέχουν, καθορίζονται με τρόπο απόλυτο από τους κανόνες που ορίζουν την διεξαγωγή του παιχνιδιού.

Σ αυτό το σημείο προχωράει σε μία παρομοίωση θεωρώντας πως υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στα παιχνίδια και την γλώσσα. Εισάγοντας στο φιλοσοφικό του σχήμα την έννοια του γλωσσικού παιχνιδιού που έχει ταυτιστεί με την θεωρία του νοήματος της γλώσσας.

Με τον όρο γλωσσικά παιχνίδια δηλώνονται διάφορα πεδία όπως η καθημερινή γλώσσα, η γλώσσα διαφόρων επιστημών ακόμα και η ίδια η φιλοσοφική γλώσσα και περιλαμβάνουν προτάσεις, θεωρίες, κανόνες, νόμους και χειρονομίες, μορφασμούς που στην πράξη καταργούν τόσο την απομόνωση όσο και την αυτονομία της γλώσσας. Επομένως οι λέξεις μοιάζουν με τα πιόνια των επιτραπέζιων παιχνιδιών.

Με βάση τα παραπάνω ο Βίττγκενστάιν καταλήγει σε ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό συμπέρασμα, δηλαδή ότι η γλώσσα δεν αποτελεί έναν ενιαίο συμπαγή, μονοσήμαντο και μονοδιάστατο κώδικα επικοινωνίας, αλλά ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που συνθέτουν επιμέρους γλωσσικοί κώδικες διαφορετικοί ανάλογα με το περιβάλλον που διαμορφώνουν οι χρήστες και διαφοροποιεί το νόημα και το περιεχόμενο ακόμα και των ίδιων των λέξεων.

Φέρνει λοιπόν ως παράδειγμα την γλώσσα των φυσικών επιστημών, της χριστιανικής θρησκείας και της καθημερινότητας μας που εμφανίζουν δομικές διαφορές και τα παρομοιάζει με τα γλωσσικά παιχνίδια που έχουν δικούς τους αυτόνομους κανόνες που προσδιορίζουν το πραγματικό νόημα των λέξεων στις επιμέρους εκδοχές των χρήσεων τους στις διάφορες γλώσσες.

Το γεγονός ότι διάφοροι κανόνες που καθορίζουν τα γλωσσικά παιχνίδια συνεπάγεται ότι το νόημα της κάθε λέξης που χρησιμοποιείται στα πλαίσια της ακόμα και αν πρόκειται για την ίδια λέξη. Δίνει ως παράδειγμα την λέξη πατέρας που χρησιμοποιείται ευρέως στο γλωσσικό παίγνιο της καθημερινής γλώσσας. Αντίθετα στην γλώσσα της χριστιανικής θρησκείας νοηματοδοτείται διαφορετικά και έχει την έννοια του Θεού.

Σύμφωνα με την θεωρία του νοήματος της γλώσσας του Βίττγκενστάιν στην πορεία της ανθρώπινης ζωής συναντάμε πλήθος γλωσσικών παιχνιδιών στα οποία δυνητικά συμμετέχουμε τηρώντας τους κανόνες με τους οποίους κανονησιαρχείται καθένα από αυτά. Όμως αν χρησιμοποιούμε κανόνες που χρησιμοποιούνται σε άλλα παιχνίδια νομοτελειακά θα πέσουμε σε πλάνες.

Αυτή η κρίσιμη φιλοσοφική παραδοχή που αποτελεί την τομή που διαχωρίζει την φιλοσοφία της γλώσσας που εισάγει ο Βίττγκενσταιν από τις εμπειριστικές προσεγγίσεις του Ράσελ και τον λογικό θετικισμό που εστιάζει στην επιστημονική διαδικασία της επαληθευσιμότητας μέσα κυρίως από την πειραματική αφήγηση.

Σύμφωνα με τον Βίττγκενστάιν ο απεικονιστικός παραλληλισμός ανάμεσα στην γλώσσα και τον κόσμο δεν αποτελεί σχέση που προκύπτει a posteriori από την διαδικασία της εισαγωγής, δηλαδή με την συλλογή και την αξιολόγηση εμπειρικών δεδομένων. Αντίθετα αποτελούν μία πρωτογενή ταυτότητα που τα αποτελέσματα της ιχνηλατούνται μέσα από την ομιλία δίχως να εξαρτάται από εξωγενείς διαδικασίες απόδειξης.

Το βαθύτερο φιλοσοφικό νόημα επομένως της πραγματείας δεν προκύπτει από αντιστοιχία ανάμεσα στην πρόταση και τα υλικά πράγματα που βρίσκονται έξω από αυτή. Στον φιλοσοφικό αντίποδα ο Βίττγκενσταιν υποστηρίζει πως το νόημα σχηματίζεται αποκλειστικά στα όρια της γλώσσας. Άλλωστε για τον Αυστριακό φιλόσοφο τα φαινόμενα της γλώσσας και πιο συγκεκριμένα μεταφέρουν το νόημα της γλώσσας.



γ) Οι αληθοπίνακες του Βίττγκενσταιν

Ο Βίττγκενστάιν υποστηρίζει πως υπάρχουν προτάσεις που αληθεύουν πάντα, όποιες και να είναι οι αληθοτομές των συντακτών που τις συνθέτουν. Τις τελευταίες ο Αυστριακός φιλόσοφος ονομάζει << λογικές αντιφάσεις>> ( contradictions) και φέρει ως παράδειγμα το σχήμα ( και Χ και μη Χ).

Στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σ αυτές τις δύο ακραίες περιπτώσεις όλες οι άλλες προτάσεις κατά περίπτωση είτε αληθεύουν είτε είναι ψευδές

Ο Βίττγκενστάιν μέσα από αληθοπίνακες προχωράει σε μία διεξοδική και ολοκληρωμένη περιγραφή όλων των πιθανών εναλλακτικών αποτελεσμάτων που παράγονται από κάθε βασικό λογικό σύνδεσμο. Ίσως η βασικότερη καινοτομία που εισάγει είναι η << περιεκτική διάζευξη>>. Αναλυτικότερα ο Βίττγκενστάιν θεωρεί πως μια διαζευκτική πρόταση του τύπου << ή Χ ή Ψ >> είναι αληθής μόνο όταν αληθής μόνο όταν αληθεύουν οι δύο συστατικές της συνιστώσες ξεχωριστά, αλλά και όταν αληθεύουν ταυτόχρονα και οι δύο. Μία εννοιολογική προσέγγιση που ουσιαστικά είναι αντίθετη με την γλώσσα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας αλλά και τις παραδοχές του κοινού νου.

Στο πλαίσιο της γλώσσας λοιπόν, δομείται ένας ενιαίος λογικός χώρος του οποίου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η αναγκαιότητα. Ο Βίττγκενστάιν υποστηρίζει πως αυτή η αναγκαιότητα δεν είναι μεταφυσική και δεν αφορά καταστάσεις που υφίστανται έξω από την γλώσσα. Αντίθετα είναι αυστηρά γλωσσική.

Σ αυτό το σημείο προχωράει σε ένα παράδειγμα που αφορά λεκτικούς τύπους. Αναλυτικότερα θεωρεί πως αν οι ατομικές προτάσεις << σήμερα βρέχει>> και << σήμερα>> είναι Τρίτη είναι αληθείς. Τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε πως η λογική του σύζευξη μέσα από την οποία προκύπτει η << φράση σήμερα είναι Τρίτη  και βρέχει>> είναι επίσης αληθής. Επομένως αυτού του τύπου η αναγκαιότητα είναι και η μοναδική που μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ανθρώπινη λογική.

 

δ) Η σχέση γλώσσας – φιλοσοφίας

Ο Βίττγκενστάιν έχει καταγραφεί ως εμβληματική μορφή της γλωσσολογίας για περίφημη φράση << η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου>> και την γλωσσολογική θεωρία που ανάπτυξε ως μηχανισμό σύνδεσης της φιλοσοφίας με την γλώσσα. Στην πραγματικότητα βέβαια και σε μία απόλυτη και όχι ελεύθερη μετάφραση, η φράση είναι << Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου>> που εννοιολογικά αποτελεί και την αφετηρία του συστήματος που επιχείρησε να εισάγει στον φιλοσοφικό διάλογο.

Αναλυτικότερα υποστήριξε πως ο πραγματικός μας κόσμος είναι εκείνος που μπορούμε να εκφράσουμε μέσα από την γλώσσα. Οποιαδήποτε άλλη κατάσταση δεν μπορούμε να εκφράσουμε μέσω της γλώσσας αντικειμενικά δεν υπάρχει τουλάχιστον για εμάς.

Η γλωσσολογική προέκταση αυτής της κρίσης είναι ότι το σύνολο των πραγμάτων περνά από το πρίσμα της γλωσσικής επεξεργασίας, ακριβώς μέσα από τον γλωσσικό κόσμο κάθε ανθρώπου. Παράλληλα υποστήριξε πως σημασία έχει η χρήση μίας λέξης και πως το σύνολο των χρήσεων κάθε λέξης αποτελεί την ολοκληρωμένη σημασία εστιάζοντας κυρίως στο επικοινωνιακό σκέλος των γλωσσικών εφαρμογών. Επεκτείνοντας το φιλοσοφικό τους σχήμα θεωρούσε πως όσα λέμε μέσω της γλώσσας είναι απαραίτητο να επαληθεύονται ή να διαψεύδονται, διαπιστώνοντας μία θεωρία επαληθευσιμότητας και διαψευσιμότητας για την γλώσσα.


Στην ύστερη φιλοσοφική του περίοδο ο Βίττγκενστάιν επικεντρώνεται στο νόημα των λέξεων και την χρήση τους στο πλαίσιο συγκεκριμένων γλωσσικών παιχνιδιών που συνδέονται με διαφορετικές περιστάσεις και επιμέρους δραστηριότητες. Ο Βιττγκενστάιν υποστηρίζει πως αυτό το ανεξίτηλο και πολυσύνθετο πλήθος γλωσσικών παιχνιδιών συνεπάγεται και πολλαπλές χρήσεις οι οποίες καθιστούν απαγορευτική την θεωρητική συστηματοποίηση τους που επιδίωξαν πολλοί φιλόσοφοι.



Σύμφωνα με τον Βίττγκενστάιν τα προβλήματα και τα αδιέξοδα στην φιλοσοφική έρευνα προκαλούνται όταν οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούν λέξεις και εκφράσεις που αδυνατούν να απεικονίσουν νοήματα και γεγονότα καθώς η χρήση συμβατών με τους όρους των φιλοσοφικού γλωσσικού παιγνίου προκαλούν παρερμηνείες. Συμπληρώνοντας ο εμβληματικός Αυστριακός φιλόσοφος υποστηρίζει πως οι φιλόσοφοι είναι απαραίτητο να απαλλάξουν την φιλοσοφική γλώσσα από αυτές τις λέξεις και εκφράσεις τηρώντας την μέθοδο ανάλυσης της γλώσσας που ο ίδιος εντάσσει στην φιλοσοφική σκέψη.

Στο εμβληματικό έργο του << Φιλοσοφικές Έρευνες>> ο Βίττγκενστάιν υποστηρίζει πως η παραδοσιακή φιλοσοφία, ειδικά όταν επικεντρώνει στους επιμέρους κλάδους της μεταφυσικής, της οντολογίας αλλά και της γνωσιολογίας και της πρακτικής φιλοσοφίας, συνήθως αποτελεί απόρροια ουτοπικών αναζητήσεων της υπερεπιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας, μέσω του εντοπισμού και της σύλληψης κάποιας βαθύτερης ουσίας της γνώσης που δεν υπάρχει, αυτή η φιλοσοφική εμμονή οδηγεί σε πλάνες.

Σ αυτό το σημείο ο Βίττγκενστάιν εντοπίζει μια θεμελιώδη παραδοξότητα καθώς η φιλοσοφική αναζήτηση φαίνεται να έχει αφετηρία της μία φυσική τάση η οποία αποκαλείται << ίμερος γενικότητας>> που μας οδηγεί νομοτελειακά σε υποστασιοποίηση επιφανειακών και μόνο ομοιοτήτων των λέξεων και των νοημάτων που απορρέουν από αυτές.

Tαυτόχρονα ο Αυστριακός στοχαστής θεωρεί πως τα φιλοσοφικά προβλήματα είναι το σύνολο τους ψευδοπροβλήματα τα οποία δεν επιδέχονται επίλυση αλλά διάλυση καθώς προέρχονται από την γλώσσα και την χρήση τους.

Ο Βίττγκενστάιν υποστηρίζει πως συχνά παρασυρόμαστε από τις παραπλανητικές σημασιολογικές αναλογίες αποτυπώνοντας τις λέξεις από την πραγματική τους χρήση στα πλαίσια γλωσσικών παιχνιδιών αλλά και από ιδιαίτερους γραμματικούς κανόνες που διέπουν αυτά τα γλωσσικά παιχνίδια, αναζητώντας συχνά κρυμμένες οντότητες οι οποίες θεωρούμε τελείως αυθαίρετα πως καθιστούν εφικτή την νοηματοδότηση των λέξεων στο σύνολο των περιπτώσεων όλων των γλωσσικών παιχνιδιών. Στις ίδιες γραμμές διατυπώνει την άποψη πως η ανθρώπινη κατάσταση μοιάζει με την ασθένεια στην οποία επιδιώκει ο ίδιος να δώσει αποτελεσματική θεραπεία μέσα από την γλωσσοανάλυση που ο ίδιος εισάγει στον φιλοσοφικό και όχι μόνο διάλογο.

Σύμφωνα με τον Βίττγκενστάιν η ορθή φιλοσοφική μεθοδολογία επιτάσσει την επιστροφή στο πεδίο των πολυμορφικών και συνάμα πολυσύνθετων και πολυμορφικών πρακτικών απαλλαγμένων από τις πλάνες της μεταφυσικής. Ο ίδιος υποστηρίζει πως το φιλοσοφικό εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο καθώς οι άνθρωποι ακολουθούν την φυσική τάση της νόησης τοπικών και καθημερινών χρήσεων των λέξεων μία φιλοσοφική και γλωσσική παγίδα από την οποία ο ίδιος προσπαθεί να μας απαλλάξει.

Αναλυτικότερα διατυπώνει έναν θεμελιώδη ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο την έννοια της πραγματικότητας αποτελούν όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Γεγονότα συχνά πολυσύνθετα τα οποία για να αναλυθούν υποδιαιρούνται σε απλά γεγονότα και αναλύονται σε πράγματα. Ο Βίττγκενστάιν θεωρεί πως αυτά τα τρία επίπεδα πραγματικότητας, οι σύνθετες καταστάσεις, τα απλά γεγονότα και πράγματα εμφανίζουν σαφείς αναλογίες με λεκτικούς τύπους όπως οι προτάσεις και τα ονόματα και μπορούν να αποτυπωθούν μέσω της γλώσσας. Συμπερασματικά για να διαπιστώσουμε αν μία περιγραφή ή μία θεωρία έχει ουσιαστικό νόημα είναι απαραίτητο και να την χωρίσουμε σε προτάσεις, ακολουθώντας κάθε πρόταση να κατατμηθεί σε απλούστερες προτάσεις και τέλος να τους αναλύουμε σε πράγματα που αναφέρονται.

Σύμφωνα με την απεικονιστική θεωρία λοιπόν για να διαπιστώσουμε αν μία ευρύτερη θεωρία ή έστω μία απλή περιγραφή έχει νόημα εκείνο που οφείλουμε είναι να την χωρίσουμε σε προτάσεις έπειτα η κάθε πρόταση να κατατμηθεί σε απλούστερες προτάσεις και τέλος να αναλυθούν στα επιμέρους πράγματα στα οποία αναφέρονται. Ο Βιττγκενσταιν ισχυρίζεται πως αν η διαδοχική ανάλυση της θεωρίας ή της περιγραφής έχει ως κατάληξη πράγματα τα οποία την αλήθεια και την ύπαρξη τους μπορούν κάτω από φυσιολογικές συνθήκες όλοι να κατανοήσουν, τότε η συγκεκριμένη θεωρία ή περιγραφή επαληθεύεται.


ε) Συμπεράσματα

Με την  χρησιμοθηρική μετακαντιανή φιλοσοφική του προσέγγιση ο Βιττγκενστάιν επιχείρησε να θέσει τέλος στην μακρά παράδοση της μεγάλης φιλοσοφίας που με τον διευρυμένο και συνάμα αόριστο που μέχρι την στιγμή της παρέμβασης του εμβληματικού Αυστριακού φιλοσόφου παραβιάζει τα όρια της γλώσσας.

Ο Βίττγκενστάιν φαίνεται πως προσέγγιζε με θετικό τρόπο τις πνευματικές αναζητήσεις που αποτελούσαν τον καταλύτη για την εξέλιξη της μεταφυσικής. Όμως θεωρούσε πως η ίδια η μεταφυσική δεν μπορούσε να εκφράσει τα βαθύτερα νοήματα της μέσω της γλώσσας.

Ο Βίττγκενστάιν φαίνεται πως προσέγγιζε με θετικό τρόπο τις πνευματικές αναζητήσεις που αποτελούσαν τον καταλύτη για την εξέλιξη της μεταφυσικής. Όμως θεωρούσε πως η ίδια η μεταφυσική δεν μπορούσε να εκφράσει τα βαθύτερα νοήματα της μέσω της γλώσσας.

Αντίθετα επιχείρησε να χαράξει σαφή όρια ανάμεσα στον θεωρητικό λογισμό και την γλώσσα. Αναζητώντας παράλληλα υπερβατικές, ανορθολογικές, ολιστικές και νοησιαρχικές προσεγγίσεις της φιλοσοφίας.

Το νέο φιλοσοφικό σχήμα του Βίττγκενστάιν δεν αντιμετωπίζει την παραδοσιακή φιλοσοφία ως πεδίο προβλημάτων που δεν επιδέχονται επίλυση αλλά στην ουσία την καταργεί.

Αναμφίβολα η γλωσσική φιλοσοφία του Βίττγκενστάιν περιστρέφεται γύρω από την αντίληψη που θέλει την γλώσσα να αποτελεί έναν αντικειμενικό  και συνάμα δημόσιο σύστημα κανόνων. Η χρήση αυτή των κανόνων επιτρέπει στα επιμέρους υποκείμενα να εντάσσονται σε ένα ενιαίο και κωδικοποιημένο λογικό πλέγμα αλλά και μία ευρύτερη θεωρία του κόσμου που δεν εξαρτάται απαραίτητα από αυτά όμως μέσα από κανόνες που τα καθαρίζει με σαφήνεια

Πιο συγκεκριμένα ο ομιλητής χειρίζεται τον λόγο μέσα από σημασίες που είναι αποκρυσταλλωμένες και δεδομένες στο σύστημα του δημοσίου διαλόγου.

Aυτό το θεμελιώδες φιλοσοφικό αξίωμα απορρέει η υπαγωγή του πρώτου προσώπου, δηλαδή του εγώ του εκάστοτε ομιλητή στο τρίτο πρόσωπο. Επομένως στην κοσμοαντίληψη του Αυστριακού φιλοσόφου η υποκειμενικότητα είναι πλήρως υποταγμένη στην διυποκειμενικότητα. Αυτό καθορίζει τελικά το φιλοσοφικό σχήμα του Βίττγκενστάιν είναι η σχέση των νομισματικών ανταλλαγών που εναλλάσσονται στους ρόλους του πομπού και του δέκτη στα πλαίσια ενός διαλόγου και όχι οι ατομικότητες που ίσως υπάρχουν στην γλώσσα. Δηλαδή ο χώρος της γλώσσας είτε εκφράζεται λογικά είτε επικοινωνιακά και όχι τα άτομα που διαμορφώνουν.


Στην ουσία οι αντιλήψεις του Βίττγκενσταιν επαναφέρουν την έννοια της <<ιδεώδους γλώσσας>> που είχε εισάγει στον φιλοσοφικό ιδεόγραμμα ο Ράσελ. Η πραγματική γλώσσα επομένως υφίσταται αποκλειστικά στα εκφραστικά λάθη της καθημερινής ομιλίας .


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Βαλλιάνος, Περικλής. Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (19ος-20ος αιώνας). τ. Γ Πάτρα, ΕΑΠ, 2008

2) Wittgenstein L. Φιλοσοφικές Έρευνες, μετάφραση Π. Χριστοδουλίδης, Αθήνα,, εκδόσεις, Παπαζήση, 1977

3) Νανόπουλος, Μπαμπινιώτης, Από την Κοσμογονία στην γλωσσογονία, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2010.