Ο ηθοποιός Βασίλης Ψυλλάς συμμετέχει στην παράσταση της Μήδειας σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, που συνεχίζει έως τις 31 Οκτωβρίου στο Μπάγκειον. Με αυτή την αφορμή συνομιλεί με τον Κωνσταντίνο Μανίκα για την αρχαία τραγωδία, τον ψυχοθεραπευτικό ρόλο της υποκριτικής, την τηλεόραση και πολλά άλλα.
Η Μήδεια αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές αρχαίες τραγωδίες. Μπορεί να υπάρξει νέα οπτική στο έργο μέσα από τα σημερινά δεδομένα και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία;
Η «Μήδεια» αποτελεί, από γραφής, σύμβολο της γυναικείας δύναμης έναντι της ανδροκρατίας, της σκληρότητας της κοινωνίας, της απιστίας, της ρατσιστικής αντιμετώπισης. Υπό αυτούς τους άξονες κινείται και η «Μήδεια» της παράστασης μας, η οποία έρχεται να «ακουμπήσει» μια πολύ ευαίσθητη στιγμή της εποχής μας, μια στιγμή έντονης κοινωνικής αναμόχλευσης. Με την έλευση της πανδημίας, ήρθαν στην επιφάνεια σοβαρά και βαθιά ριζωμένα προβλήματα της κοινωνίας που αφορούν στη θέση της γυναίκας, στην έμφυλη βία, στο κύμα γυναικοκτονιών, στην κάθε είδους βία. Η σπουδαιότητα του έργου του Ευριπίδη αλλά και η σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Γεωργαλά συντελούν στη διαχρονική και αέναη ανάδειξη αυτών των θεμάτων, πράγμα που θεωρώ ότι αντιλαμβάνεται και το κοινό.
Η Μήδεια παίρνει εκδίκηση από τον Κρέοντα και την κόρη του. Ποιο συναίσθημα κατακλύζει τον Αγγελιόφορο ως μεταφορέα της τραγικής είδησης;
Ο Αγγελιαφόρος στη «Μήδεια», όπως και στις «Βάκχες» έχει τον πλέον άχαρο ρόλο να περιγράψει με πάσα λεπτομέρεια σκηνές πραγματικού θρίλερ ή splatter ταινίας. Στη δική μας «Μήδεια» έχουμε μια καθαρή σκηνή διαλόγου μεταξύ αγγελιαφόρου και Μήδειας, με την τελευταία να θέλει να ακούσει ηδονιστικά όλο και περισσότερες λεπτομέρειες για την εξόντωση της Γλαύκης αλλά και του πατέρα της, Κρέοντα. Ο «άτυπος» διάλογός τους εκτυλίσσεται σε θρίλερ για τον ίδιο τον αγγελιαφόρο που πρέπει δια βίας να τα πει όλα, να μην δειλιάσει, να παραλείψει τίποτα από τα δεινά που έζησε. Επομένως, ο Αγγελιαφόρος μας, όχι μόνο έχει να περιγράψει δολοφονίες και καψίματα σαρκών, αλλά έχει και επιπρόσθετη πίεση από την ίδια. Στο τέλος της σκηνής, αναγκάζεται να έρθει σε κατά μέτωπον επίθεση με εκείνη, για όλο αυτό που του προξένησε.
Κάποιοι συνεχίζουν να θεωρούν το αρχαίο δράμα, ένα είδος μη προσιτό σε πλατύ κοινό. Πώς μπορεί να αναστραφεί αυτό;
Το αρχαίο δράμα, ως είδος συμπυκνωμένης σοφίας σε έναν μύθο, απαιτεί προϋπάρχουσες γνώσεις από το κοινό, προκειμένου να παρακολουθήσει, να αναγνωρίσει το μέγεθος του κάθε κειμένου, να εντοπίσει τις παναθρώπινες και διαχρονικές έννοιες για τις οποίες μιλάει και να φύγει με μια σκέψη. Ήδη όλα αυτά που περιέγραψα είναι μια σύνθετη για τον θεατή διαδικασία, στην οποία -κατά πάσα πιθανότητα- δεν θα μπει καν. Το στοίχημα με τέτοια κείμενα είναι να τα αντιμετωπίσεις με βάση την προσωπική σου αλήθεια, με βάση το τι θες να επικοινωνήσεις στον απλό θεατή μέσα από έναν –κατά τα άλλα- περίπλοκο και αρχετυπικό μύθο. Το ανέβασμα και η σκηνοθετική οπτική είναι αυτά που θα μειώσουν την απόσταση μεταξύ έργου και θεατή. Αυτή την ευθύνη την έχει καθαρά ο σκηνοθέτης στο σκηνοθετικό του όραμα και στην πρακτική εφαρμογή τους, οι ηθοποιοί κάθε βράδυ, κάθε στιγμή.
Η υποκριτική είναι μια κορυφαία μορφή ψυχανάλυσης ή μια μέθοδος διαφυγής από την πραγματικότητα;
Νομίζω ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά ταυτόχρονα και τα δυο μαζί. Ανά στιγμές, ειδικά στη διαδικασία των προβών, οφείλεις να έρθεις σε διάλογο με το ρόλο που θα παίξεις, να δεις τα χαρακτηριστικά του, τη φτιαξιά του, το πού συναντιέσαι εσύ με εκείνον. Τότε μοιραία, θα αναζητήσεις, από τη δική σου φαρέτρα, χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να είχε ο ρόλος ή συνθήκες της ζωής σου που θα ταίριαζαν στον ρόλο. Με βάση τις προσλαμβάνουσες σου θα πρέπει να τον γνωρίσεις και να τον δικαιολογήσεις ακόμα κι αν είναι ένας «δολοφόνος». Εκεί έρχεται η αυτό-ψυχανάλυση για να βρεις που επικοινωνείς με τον ήρωα και της ψυχανάλυσης του ήρωα προκειμένου να τον καταλάβεις και να είσαι μαζί του κάθε βράδυ, σε κάθε παράσταση. Ο ηθοποιός, από την άλλη, ως μέλος μιας κοινωνίας ζει, προβληματίζεται, δυσκολεύεται, όπως όλοι οι άνθρωποι στην καθημερινότητα τους. Έχει, ωστόσο, την ευκαιρία για 1, 2, 3 ώρες να δραπετεύσει και να ζήσει σε ένα παράλληλο σύμπαν μια δεύτερη ή και τρίτη ζωή.
Πώς αξιολογείτε τη θέση της μυθοπλασίας στα κανάλια. Σας ικανοποιεί η ποιότητα των παραγωγών;
Η μυθοπλασία έχει πάρει και πάλι τα «πάνω» της και ευτυχώς να λέμε. Το ευτύχημα είναι πως βλέπουμε τη συμμετοχή ηθοποιών που έχουν γράψει χιλιόμετρα στο θέατρο και που το ευρύ κοινό δεν τους γνώριζε, να παίρνουν τη θέση που τους αξίζει και να αναδεικνύουν την οποιαδήποτε σειρά στην οποία συμμετέχουν. Η ποιότητα της παραγωγής έχει ανέβει, γιατί έχουν ανέβει και τα standards του τηλεοπτικού κοινού, όταν πλέον συγκρίνει το καθετί με σειρές του Netflix ή οποιασδήποτε άλλης πλατφόρμας.
Είναι το θέατρο αυτό που καθιερώνει καλλιτεχνικά έναν ηθοποιό;
Εγώ είμαι και θα είμαι υπέρμαχος του θεάτρου, χωρίς να υποτιμώ την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τόσες άλλες εκφάνσεις της υποκριτικής. Θεωρώ ότι μόνο στο θέατρο ο ηθοποιός ασκείται πραγματικά με τα εκφραστικά του μέσα, με την τεχνική του, με τον ίδιο του τον εαυτό. Από την άλλη ο θεατής έχει την μοναδική ευκαιρία να δει σε απόσταση αναπνοής έναν ηθοποιό «γυμνό», χωρίς φτιασιδώματα, χωρίς κανένα ψέμα, μόνο με την αλήθεια του ή ακόμα και τα λάθη του, γιατί κι αυτά είναι αλήθεια. Ή τον κερδίζεις ή όχι!
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Όσον αφορά στο θέατρο, θέλω να ξαναδοκιμάσω τις δυνάμεις μου ως δημιουργός, για δεύτερη φορά. Έχω ξεπεράσει πλέον το κόμπλεξ των ηθοποιών στην Ελλάδα: ποιος είμαι εγώ που θα σκηνοθετήσω; Ή Είμαι μικρός ακόμα για τέτοια» και έχω επιλέξει ένα έργο από την ελληνική λογοτεχνία. Στόχος μου είναι να φτιάξω μια παράσταση που να συνδιαλέγεται η ελληνική παράδοση με το ελληνικό ιδίωμα της επαρχίας υπό τον ήχο της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής. Το στοίχημα είναι να «επικοινωνήσω» αυτό το κείμενο με ανθρώπους όλων των ηλικιών εντός και εκτός των ορίων της Αθήνας.
Το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό σας όνειρο;
Στην ηλικία που είμαι, δεν κάνω πια όνειρα, απλώς ζω την κάθε στιγμή. Είναι το καλύτερο που έχω να κάνω για μένα και το ίδιο συμβουλεύω τους πάντες, ως μότο.
Αν διαλέγατε παρέα για μια ολιγοήμερη απόδραση, ποιους καλλιτέχνες ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου, θα περιλαμβάνατε;
Το Νίκο Καραθάνο για ατέρμονες συζητήσεις περί κοινωνίας, σχέσεων και ανθρώπων, τη Μαρία Καβογιάννη για φαγητό σε ταβερνάκι με άπειρο γέλιο και πλάκες, τη Σαπφώ Νοταρά για περίπατο στο δάσος και στα ποτάμια, το Δημήτρη Γεωργαλά για συνοδηγό στο αμάξι, όπου κι αν πηγαινουμε και την Pina Bausch για να εμπνέομαι και να φαντάζομαι.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας Αθηνών, καθώς στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Παρακολούθησε σεμινάρια Παιδαγωγικής (Εκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων από το ΕΛ.ΚΕ.ΔΙ.Μ.), Υποκριτικής (Υποκριτική Αρχαίου Δράματος), αλλά και Παιδαγωγικής του Θεάτρου (Πανελλήνιο Δίκτυο κ.α.). Ως φιλόλογος διδάσκει πάνω από δεκαπέντε χρόνια μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου.
Ως ηθοποιός έχει πάρει μέρος σε αρκετές παραστάσεις: «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» σκην. Γ.Κακλέας, «από…έρωτα» σκην. Ευθ. Χρήστου, «Αφρική ή πώς να φυτέψετε το νεκρό αδελφό σας» σκην. FemTettix, «Κορίτσι με ίσκιο αγοριού» σκην. Αν. Καπουσίζη, «Ελένη» σκην. Τζ. Κακουδάκη, «Stamboul Train» σκην. Τατ. Λύγαρη, «Το ξύπνημα της μνήμης» σκην. Μ.Σάββα, «Επέκεινα» σκην. Ευθ. Χρήστου, «Νεφέλες» σκην. Τζ. Κακουδάκη, «Μήδεια» σκην. Δ. Γεωργαλάς, «Ταρτούφος» σκην. Κ. Μάρκελλος, «Παιχνιδομαγέματα» σκην. Σ. Παπαδοπούλου, «Δεν βρήκε τίτλο», σκην.Χρ.Βάρφης.
Επιμελήθηκε την κίνηση στην παράσταση «Βυσσινόκηπος» σκην. Ερ. Μηλιάρης.
Ως χορευτής / ηθοποιός έχει συμμετάσχει στις τελετές Αφής και Παράδοσης της Ολυμπιακής φλόγας που επιμελήθηκε και χορογράφησε η Άρτεμις Ιγνατίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2012, 2013, 2016, αλλά και στη χορογραφία «Bolero» των Bejart Ballet Lausanne στις παραστάσεις τους στην Αθήνα .
Ως βοηθός σκηνοθέτη στην παράσταση «Ταρτούφος» σκην. Ελ. Βλάχου και στην «Αντιγόνη» σκην. Τζ. Κακουδάκη, όπου υπέγραψε και τη μετάφραση.
Ως θεατροπαιδαγωγός, συμμετέχει σε διαδραστικές παραστάσεις και βιωματικά εκπαιδευτικά προγράμματα για νηπιαγωγεία και δημοτικά. Συνεργάζεται σταθερά με το Πανελλήνιο Δίκτυο «Το Θέατρο στην εκπαίδευση» και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες σε προγράμματα ευαισθητοποίησης κυρίως πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το 2013 ίδρυσε και πραγματοποιεί μέχρι και σήμερα τα εργαστήρια «Corpus.Vox.Drama.» που αφορούν στην γνωριμία και την αφύπνιση των εκφραστικών μέσων έχοντας ως βασικό άξονα το σώμα. Τα εργαστήρια πραγματοποιούνται για εφήβους κι ενήλικες, εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και σπουδαστές δραματικών σχολών.