/Βαρβάρα Δουμανίδου: Η μαύρη κωμωδία ήταν πάντα ένα απωθημένο μου

Βαρβάρα Δουμανίδου: Η μαύρη κωμωδία ήταν πάντα ένα απωθημένο μου

Αν μία λέξη μπορεί να χαρακτηρίσει την Βαρβάρα Δουμανίδου είναι σεβασμός. Σεβασμός για το θέατρο που υπηρετεί σχεδόν τρεις δεκαετίες. Οι θεατές σπεύδουν να αφουγκραστούν, να συγκινηθούν και να νιώσουν το κάθε συναίσθημα στις παραστάσεις που ανεβάζει.

Η σκηνοθέτης, ηθοποιός και θεατρική συγγραφέας Βαρβάρα Δουμανίδου παραχώρησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο culturepoint.gr εν όψει της πρεμιέρας της παράστασης «Ποιος φοβάται την Άγκαθα Κρίστι;». Όσα αναφέρει δίνουν την αίσθηση ότι κάτι πολύ καλό έρχεται στην σκηνή του θεάτρου Αυλαία.

Συνέντευξη στην Μαρία Αντωνίου

«Η Βαρβάρα Δουμανίδου ανεβάζει μαύρη κωμωδία» θα μπορούσε να είναι ένας πιθανός τίτλος για την παράσταση που έρχεται. Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με ένα διαφορετικό είδος από αυτό που σε είχαμε συνηθίσει;

Παλιότερα πίστευα πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Τελευταία αυτή η πεποίθηση μου, άλλαξε. Πλέον νιώθω πως οι άνθρωποι είναι προγραμματισμένοι να αλλάζουν, να μεταμορφώνονται. Τί να τον κάνεις έναν άνθρωποι που μένει πάντα ίδιος; Είναι ωραίο να δοκιμάζεις, να πειραματίζεσαι, να δημιουργείς νέα σύμπαντα. Φυσικά κι έχω τις προτιμήσεις μου. Όμως αυτή τη διαδικασία μιας νέας εμπειρίας την απολαμβάνω σαν μικρό παιδί. Διασκεδάζω και ανακαλύπτω τον εαυτό μου από την αρχή. Η μαύρη κωμωδία ήταν πάντα ένα απωθημένο μου. Η ‘Αγκαθα Κρίστι ήταν και παραμένει μια συγγραφέας που εμένα προσωπικά με κάνει να νιώθω σαν το σπίτι μου. Είναι σαν το comfort food των αναγνωσμάτων μου και όχι μόνο. Πόσοι από μας δεν γυρίζουμε το βράδυ στο σπίτι κουρασμένοι και βάζουμε να δούμε Πουαρό στην τηλεόραση; Φέτος κλείνουν εκατό χρόνια από την έκδοση του πρώτου της βιβλίου και πιστεύω πως είναι μια πολύ ωραία συγκυρία το ανέβασμα αυτής της παράστασης. Βέβαια εδώ να πούμε πως το έργο δεν έχει καμία σχέση με κανένα βιβλίο της Κρίστι. Γίνονται όμως αρκετές αναφορές μέσα στην παράσταση.

Είναι εύκολο για μία σκηνοθέτη όπως εσύ να γράφεις το σενάριο, να σκηνοθετείς την παράσταση και παράλληλα να παίζεις;

Δεν είναι καθόλου εύκολο. Για την ακρίβεια είναι εξαιρετικά δύσκολο. Όμως τα πράγματα δεν γίνονται παράλληλα. Θέλω να πω, έγραψα το έργο το καλοκαίρι, έκανα τις διορθώσεις το φθινόπωρο και ξεκινήσαμε πρόβες. Οπότε είχα να αναμετρηθώ μόνο με τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία μου, πράγμα που το κάνω έτσι κι αλλιώς. Πάντα στα έργα μας κρατώ για τον εαυτό μου έναν μικρό ρόλο γιατί απολαμβάνω να παίζω. Κατά τα άλλα απόλαυσα πολύ τη διαδικασία του γραψίματος. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με την ιστορία στο μυαλό μου. Ακόμη το κάνω. Ακόμη και τώρα που έχουν ολοκληρωθεί οι πρόβες, έχω ιδέες και θέλω να αλλάξω διάφορα. Ξέρω όμως πως αυτό μπορεί να γίνεται αέναα, οπότε μου βάζω φρένο. Πάντως το γράψιμο αυτού του έργου, ήταν για μένα συναρπαστικό. Η ιδέα του να φτιάξω από την αρχή μια εντελώς νέα ιστορία, έναν ολοκαίνουργιο κόσμο, να δημιουργήσω πολύπλοκους χαρακτήρες που να συνθέτουν μια αστυνομική ιστορία μυστηρίου και να έχει και χιούμορ ήταν για μένα, μια μαγική διαδικασία. Εντελώς αναζωογονητική!

Ποιο έργο της Άγκαθα Κρίστι είναι το αγαπημένο σου και για ποιο λόγο;

Για μένα το πιο ωραίο ολοκληρωμένο έργο της, είναι το «And then there where none». Αλλά δεν θέλω να πω τον λόγο που μου αρέσει, γιατί για κάποιον που δεν το έχει δει θα είναι ένα spoiler. 

Τι είναι αυτό που σε τραβάει περισσότερο στις ιστορίες μυστηρίου εκτός από το σκοτάδι που κρύβουν;

Ξέρετε, σε όλους τους ανθρώπους αρέσει η αδρεναλίνη. Και οι άνθρωποι συνηθίζουν να εκτονώνουν αυτή τους την επιθυμία για την αύξηση της αδρεναλίνης, με διάφορους τρόπους. Άλλοι κάνουν extreme sports, άλλοι τρέχουν με γρήγορα αυτοκίνητα, άλλοι πέφτουν από αεροπλάνα, και είμαστε κι εμείς οι ήσυχοι τύποι, που μας αρέσει να διαβάζουμε ιστορίες μυστηρίου. Μας προσφέρει ένα είδος διέγερσης, ένα ταξίδι στις αισθήσεις λίγο διαφορετικό. Ωστόσο εξίσου συναρπαστικό! Και φυσικά όταν αυτό το ανάγνωσμα μεταφέρεται αριστοτεχνικά, στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, είμαστε πανευτυχείς ως θεατές του.

Στην παράσταση υποδύεσαι την Χάριετ Κόλμπι. Τι χαρακτήρας είναι η ηρωίδα σου;

Λοιπόν, στο έργο υποδύομαι μια γοητευτική, κυνική, εντελώς σαρκαστική ηθοποιό, η οποία δεν χάνει ευκαιρία να απαξιώσει οτιδήποτε δεν ακολουθεί την αισθητική της. Έχει φοβερό χιούμορ, είναι πολύ έξυπνη αλλά ο κακός της χαρακτήρας την κάνει εξαιρετικά αντιπαθητική! Δεν μπορώ να πω περισσότερα γιατί το έργο κρατά καλά κλειδωμένα τα τρομερά μυστικά του. 

Όλοι οι χαρακτήρες του έργου είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι μεταξύ τους. Πως κατάφερες να τους μελετήσεις και να τους αποτυπώσεις μέσα στο κείμενο;

Όλοι οι χαρακτήρες είναι δημιουργήματα της φαντασίας μου. Κι αυτό για μένα έχει μια τρομερή γοητεία. Το δύσκολο κομμάτι ήταν πως έπρεπε να γράψω διπλούς ρόλους. Θέλω να πω, πως υπάρχουν οι ρόλοι του έργου που ανεβάζει ο θίασος, αλλά υπάρχουν και οι  ρόλοι που υποδυόμαστε εμείς ως ηθοποιοί. Η παράσταση είναι κάτι σαν έργο μέσα σε έργο και αυτό είναι που το κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρον. Βέβαια έπαιξα με όλα τα κλισέ που απαιτεί το είδος αυτό. Η αθώα υπηρέτρια, ο σνομπ μπάτλερ, η πλούσια κυνική κυρία, ο αντιπαθής λόρδος, η κακομαθημένη κόρη, ο ατίθασος γιος, όλοι αυτοί οι ρόλοι που υποδύονται οι ηθοποιοί και μετά γίνονται κάτι άλλο, ήταν εξαιρετική πρόκληση για μένα. Επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο το γεγονός πως όταν έγραφα το έργο και τη διανομή, είχα στο μυαλό μου τους υπέροχους συνεργάτες μου. Όταν γνωρίζεις καλά τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι και γράφεις ρόλους κομμένους και ραμμένους πάνω τους, η δουλειά σου μετά ως σκηνοθέτης γίνεται ευκολότερη. 

«Οι Μάγισσες του Βάρντε» σημείωσαν απανωτά sold out τον περασμένο χειμώνα μέχρι και σήμερα. Περίμενες το κοινό να αγκαλιάσει τόσο πολύ την παράσταση; 

«Οι Μάγισσες του Βάρντε» και για μένα προσωπικά, αλλά νιώθω και για τους υπόλοιπους συντελεστές, ήταν ένα δώρο. Νομίζω πως αυτή η παράσταση ήταν για όλους μας ένα τρομακτικό ταξίδι χαράς και λύπης. Όταν υποδύεσαι πραγματικούς χαρακτήρες που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν, νιώθεις το βάρος της πραγματικότητας να σε πλακώνει. Νιώθεις το χρέος της ιστορίας, της λύτρωσης, της εξιλέωσης. Και ναι. Περίμενα αυτή την αποδοχή από τον κόσμο. Έμαθα να εμπιστεύομαι τους θεατές πια. Και την κρίση τους. Ξέρουμε πια, πως οι θεατές ανεβοκατεβάζουν παραστάσεις και όχι οι κριτικοί. Κι όταν η ψυχή της παράστασης συναντά την ψυχή του κοινού, γίνονται θαυμαστά πράγματα. 

Πως εξαργυρώνεις την επιτυχία σε ένα γενικότερο πλαίσιο;

Δεν εξαργυρώνω τίποτα. Δουλεύω σκληρά και υπηρετώ το θέατρο σαν στρατιώτης. Δεν υπάρχει επιτυχία και αποτυχία στους καλλιτέχνες. Κάνουμε αυτό που θέλουμε και αν αρέσουμε είναι ευλογία. Τίποτα περισσότερο. Αυτό όμως που απολαμβάνω, είναι να ακούω από θεατές τη φράση: «Α, είναι της Δουμανίδου, να πάμε.»

Οι γυναίκες σκηνοθέτες είναι πολύ λιγότερες στο θέατρο σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Το ίδιο παρατηρείται και στον κινηματογράφο. Γιατί θεωρείς ότι συμβαίνει αυτό;

Πιστεύω πως αυτό έχει αρχίσει και αλλάζει. Στο θέατρο τουλάχιστον. Συνεχώς διαβάζω για γυναίκες σκηνοθέτες που διαπρέπουν στο θέατρο και αυτό με κάνει πολύ χαρούμενη. Δεν νομίζω πως αυτό συμβαίνει στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο βέβαια. Για παράδειγμα παρακολουθούσα μια σειρά στην τηλεόραση πέρσι που τη σκηνοθετούσε γυναίκα και που είχε ένα ενδιαφέρον, όταν ξαφνικά κατάλαβα πως κάτι άλλαξε. Δεν μου άρεσε πια. Κι όταν έπειτα διάβασα τους τίτλους, κατάλαβα πως αντικαταστάθηκε η σκηνοθέτης (δεν ξέρω τους λόγους) και πλέον είχε αναλάβει τη σειρά ένας γνωστός άνδρας σκηνοθέτης. Σταμάτησα να τη βλέπω.

Όλες οι παραστάσεις που ανεβάζεις διαθέτουν κινηματογραφικά στοιχεία και συγκεκριμένα αν δει κάποιος τα τρέιλερ των παραστάσεων σας αισθάνεται ότι βλέπει μια ταινία μικρού μήκους. Θα ήθελες να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο;

Ναι με γοητεύει ο κινηματογράφος γιατί έχει κάτι μαγικό. Το θέατρο έχει ρεαλισμό, συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, συγκλονίζεσαι ολόκληρος γιατί η ενέργεια του γεννιέται και πεθαίνει επιτόπου. Ο κινηματογράφος όμως σου δίνει μια απεριόριστη ελευθερία. Θυμάμαι όταν πρωτοείδα ταινία του Αγγελόπουλου που η πρωταγωνίστρια μπήκε σε ένα σπίτι που οι Θεσσαλονικείς ξέρουμε πως βρίσκεται στη Βασιλίσσης Όλγας και εκείνη διέσχισε το σπίτι και βγήκε από την πίσω πόρτα στη θάλασσα. Μαγεία! Ο κινηματογράφος όμως θέλει χρόνο. Ίσως όταν συνταξιοδοτηθώ! 

Τελικά ποιος θα φοβηθεί την Άγκαθα Κρίστι;

Μακάρι να μπορούσα να το αποκαλύψω. Θα το ανακαλύψετε μόνοι σας όμως, από το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Αυλαία!