/Τζακ Κέρουακ: Ορατός και ξεχασμένος!

Τζακ Κέρουακ: Ορατός και ξεχασμένος!

Σε είδα ένα μεσημέρι Αυγούστου. Ζέστη που “έλιωνε” τα πάντα. Νόμιζα ότι σε είδα. Τι σημασία έχει. Εκεί, στην ατελείωτη λεωφόρο, δίχως αυτοκίνητο ή άλλο όχημα να περνά σε είδα. Το τοπίο σχεδόν σεληνιακό. Κάτι ξεροί θάμνοι και φύλλα τόσο σκουριασμένα που απλά “έτρωγαν” το έδαφος. Νόμιζα ότι σε είδα. Πέρασα στην άλλη πλευρά και στο αντίθετο ρεύμα σε είδα. Σταμάτησες ένα λευκό αυτοκίνητο που σαν να προσγειώθηκε ξαφνικά. Μπήκες μέσα. Δεν είπες τίποτα. Ο οδηγός, που δεν σε ήξερε, απλά συνέχισε την πορεία του. Η ευθεία έτσι κι αλλιώς δεν τελείωνε. Νόμιζα ότι σε είδα. Περπατώντας χαμένος στην έρημο της άγνωστης κωμόπολης άκουσα τη μελωδία ενός τζαζ μουσικού. Από τη Νέα Ορλεάνη έλεγε ότι ήταν. Εκεί, στον αντικατοπτρισμό σε είδα. Ο ήχος να “λούζεται” από τη σκιά του δέντρου και να δροσίζει την καυτή γη. Σταμάτησα στον μουσικό, έτεινα το χέρι να τον χαιρετήσω και αυτός εξαφανίστηκε! Αντικατοπτρισμός. Νόμιζα ότι σε είδα. Τότε, είδα τη λευκή σελίδα. Είχε κολλήσει στο έδαφος. Δεν μπορούσα να τη σηκώσω. Κάτι παλλόταν από κάτω. Το “σκληρό” φως δεν έκαιγε το χαρτί, το γονιμοποιούσε και ρίζες παντού δημιουργούσε. Έτσι απλά και αναπάντεχα. Τότε, σε είδα. Πραγματικά. Δεν το νόμιζα. Το αχανές και άγονο πεδίο διαλυόταν. Η μαύρη ευθεία του δρόμου έμεινε σαν αστρική γραμμή να κοιτάζει το άπειρο. Σε αυτόν τον δρόμο, στον δρόμο, σε είδα Τζακ Κέρουακ.

Ατέλειωτο σόλο

Ο Κέρουακ και η γενιά μπητ. Η σκέψη να λειτουργεί χωρίς φίλτρα. Ό,τι βλέπει το μάτι και λαμβάνει ο εγκέφαλος να περνά στο χαρτί. Ο Κέρουακ και η ελευθερία. Η ελευθερία με την έννοια της ανακάλυψης ενός άλλου κόσμου. Ο Κέρουακ και η συμπεριφορά εκτός ορίων. Όχι άναρχα, ούτε μηδενιστικά. Ο Κέρουακ και η αλλαγή όχι ως προεκλογικό, μόνιμο, σύνθημα. Η αλλαγή μετά την καταιγίδα φωτιάς και τη διάλυση πυκνών σύννεφων καπνού. Η νέα Αμερική μέσα από τις στάχτες που και αυτή άφησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα Αμερική πάνω στον ρυθμό και την κατεύθυνση της τζαζ. Ο Κέρουακ και όσοι μέχρι την εμφάνιση του βρίσκονταν στο σκοτάδι και περίμεναν το ουράνιο τόξο να μείνει αυτή τη φορά. Ο Κέρουακ και τα πρώτα τολμηρά, στο φως, βήματα της ευτυχίας. Ο Κέρουακ και η εκδίκηση των ηττημένων. Ο Κέρουακ στην κορυφή της “Αγίας Τριάδας”, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Ουίλιαμ Μπάροουζ τα υπόλοιπα μέλη. Ο Κέρουακ η βιτρίνα και η διαφήμιση της γενιάς μπητ. Ο Κέρουακ που θυσίασε κομμάτι της μοναξιάς του για αντέξει το βάρος της διασημότητας των μπητ. Ο Κέρουακ που με το “On the road” και το “Mexico City Blues”, και άλλα έργα του, νοηματοδότησε και “ζωντάνεψε” το κενό στην κοινωνία και τη λογοτεχνία. Ο Κέρουακ και η αυτόματη γραφή για να καλυφθεί το κενό και οι εξελίξεις να μην προσπεράσουν τους μπητ. Ο Κέρουακ και η γενιά που άντεξε. Ο Κέρουακ και το χτύπημα που δεν σταματά. Ο Κέρουακ, ανεξάντλητος, σε μια πορεία που δεν έχει τέλος. Ατέλειωτο σόλο.

Φήμη, θλίψη, πόνος

Ο Jean Louis Lebris de Kerouac γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασσαχουσέτης το 1922. Γιος του Leo-Alcide Kerouac, τυπογράφου, και της Gabrielle Agne Levesque. Οι γονείς του ήταν Γαλλοκαναδοί και οι οικογένειες τους είχαν μεταναστεύσει από το Κεμπέκ στη Νέα Αγγλία. Ο Τζακ παραμένει στο Λόουελ ως την εφηβεία του. Το 1926 ο μεγαλύτερος αδερφός του πεθαίνει σε ηλικία εννέα ετών. Ο μικρός Τζακ κλονίζεται και ο θάνατος τον σημαδεύει για την υπόλοιπη ζωή του.

Το 1938 θα κερδίσει υποτροφία για το κολέγιο Horace Mann της Νέας Υόρκης, λόγω αθλητικών επιδόσεων. Αφήνει το Λόουελ και ταυτόχρονα χάνει για πάντα τη ρομαντική αίσθηση της αμερικανικής υπαίθρου που τον καθόρισε. Ζει στη Νέα Υόρκη. Ένα χρόνο μετά φοιτά στο πανεπιστήμιο Columbia και το 1941 θα το αφήσει. Αυτονομείται, μετακομίζει στο Νιου Χέηβεν και εργάζεται σε βενζινάδικο. Το 1942 εργάζεται σαν βοηθός μάγειρα στο πολεμικό ναυτικό και σαλπάρει την άνοιξη με το θωρηκτό S.S Dorchester. Επιστρέφει στις ΗΠΑ και κατατάσσεται στη Σχολή Αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού. Αποτελεί χείριστο δείγμα νεοσύλλεκτου, οδηγείται στο ψυχιατρείο και στο τέλος αποπέμπεται.

Το 1943 συζεί με την Edie Parker και την παντρεύεται. Γνωρίζεται με τον Lucien Carr και τον William Burroughs. Το επόμενο έτος χωρίζει και γνωρίζει τον Allen Ginsberg, όπως και την μποέμικη κοινότητα του Γκρήνουις Βίλατζ. Το 1946 πεθαίνει ο πατέρας του και ξεκινά τη συγγραφή του “The Town And the City”. Έχει ήδη ξεκινήσει χρήση ουσιών. Γνωρίζει τον Neal Cassady. Το 1948 αρχίζει να γράφει το θρυλικό On The Road. Τρία χρόνια μετά εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια κατάθλιψης. Η υγεία του φθείρεται λόγω χρήσης αλκοόλ και ναρκωτικών. Το 1952 γράφει το “Doctor Sax” και ξεκινά την καταγραφή των ονείρων του ως το 1960. Αρχίζουν τα πρώτα σοβαρά σημάδια μελαγχολίας και απομόνωσης. Ο Τύπος ασχολείται με τους υπόλοιπους Μπητ, νιώθει αποξενωμένος και αδικημένος.

Το 1953 θα δηλώσει “η ζωή μου είναι μόνο θλίψη και πόνος” και θα ξεκινήσει να μελετά τον Βουδισμό. Το 1954 πέφτει σε βαριά μελαγχολία. Επιστρέφει στο Λόουελ αλλά με αρνητικά αποτελέσματα. Η συμβίωση με τη μητέρα του, του δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Η πρώην γυναίκα του τον οδηγεί στα δικαστήρια για την αναγνώριση της κόρης του. Αρχίζει να γράφει το “Some of The Dharma”. Το 1955 βρίσκεται στο Μεξικό. Θα γράψει την πιο σημαντική του ποιητική συλλογή, το “Mexico City Blues”. To 1958 η φήμη του γιγαντώνεται και τα βιβλία του αποφέρουν σημαντικά κέρδη. Βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης. Το 1960 συγκεντρώνει τα σκόρπια ποιήματα του κάτω από τον πρόχειρο τίτλο “Pomes All Sizes”. Η κατάθλιψη του επιδεινώνεται. Το 1965 ταξιδεύει στη Γαλλία και ζει για λίγο στο Παρίσι. Η φήμη του εξαπλώνεται. Το 1966 παντρεύεται την ελληνικής καταγωγής Στέλλα Σάμπας. Μετακομίζει στο Λόουελ. Η υγεία του χειροτερεύει. Κλείνεται στο σπίτι. Το 1968 πεθαίνει ο φίλος του Neal Cassady και το 1969 γράφει το τελευταίο του έργο με τίτλο “Pic”. Αφήνει την τελευταία του πνοή την Τρίτη 21 Οκτωβρίου.

“On the Road”

Αν διαβάσει κανείς το “Στον δρόμο” (On the Road) θα καταλάβει τι σημαίνει δρόμος, τζαζ, τι σημαίνει Κέρουακ. Όταν εκδόθηκε το 1957 έγινε ο χάρτης της ψυχής της αναδυόμενης γενιάς των μπητ. Το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω από χαοτικά ταξίδια. Πρόκειται για την εκδήλωση και ενσάρκωση του ελεύθερου πνεύματος. Ο σπόρος της δημιουργίας εντοπίζεται στα ταξίδια του νεαρού Τζακ Κέρουακ, όπως αναφέρει η συν-συγγραφέας (ο άλλος είναι ο Paul Maher Jr.) του “Burning Furiously Beautiful: The True Story of Jack Kerouac’s “On the Road,” Stephanie Nikolopoulos.

Ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου Σαλ Πάρανταϊζ, αντιπροσωπεύει, ουσιαστικά, τον Κέρουακ. Το 1946, ενώ ζούσε στη Νέα Υόρκη, γνώρισε τον Νιλ Κάσιντι (Ντιν Μοριάρτι στο μυθιστόρημα) από το Ντένβερ. Έγιναν φίλοι, και την επόμενη χρονιά ο Κέρουακ έκανε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, επισκεπτόμενος τον Κάσιντι.

Ο Κέρουακ κρατούσε ημερολόγιο και το περιοδικό “New Yorker” δημοσίευσε αποσπάσματα του. Σε τρεις ημερομηνίες αποκαλύπτονται πολλά για τον ίδιο και τη “γέννηση” του διάσημου, πια, βιβλίου.

23 Αυγούστου 1948: Είπα στη μητέρα μου πως θα έπρεπε να ζήσει με την οικογένεια νότια, αντί να ξοδεύει τον χρόνο της δουλεύοντας σαν σκλάβα στο εργοστάσιο παπουτσιών.[…] Έχω ένα μυθιστόρημα στο μυαλό και δεν σταματώ να το σκέφτομαι: δυο τύποι κάνουν ωτοστόπ για την Καλιφόρνια ψάχνοντας για κάτι που τελικά δεν βρίσκουν και χάνουν τους εαυτούς τους στον δρόμο επιστρέφοντας ελπίζοντας για κάτι άλλο.

18 Φεβρουαρίου 1950: Σε 12 μέρες το βιβλίο μου Town and City θα εκδοθεί και κριτικές θα γραφτούν. Θα είμαι πλούσιος ή φτωχός; Θα είμαι διάσημος ή θα ξεχαστώ; Είμαι έτοιμος γι’ αυτό με τη φιλοσοφία της απλότητας.

28 Φεβρουαρίου 1950: Γράφοντας, αντλώντας από αληθινές σκέψεις αντί για μπαγιάτικα αναμασήματα. Θα εκφράσω περισσότερα και θα καταγράψω λιγότερα στο “Στον δρόμο”

Πολλοί πιστεύουν ότι το βιβλίο είναι βουτηγμένο στον αυθορμητισμό. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο και τη διάρκεια της δακτυλογράφησης. Ο Κέρουακ πειραματιζόταν με διάφορα στιλ γραφής. Τον Δεκέμβριο του 1950 έλαβε γράμμα από τον Νιλ Κάσιντι στο οποίο του περιέγραφε κάποια από τα κατορθώματά του στο Ντένβερ. Ο Κέρουακ ενθουσιάστηκε με το ύφος. Πολύχρωμο μείγμα αυθορμητισμού, ζωντανών περιγραφών, διαλόγων, σύντομων παραπομπών. Η γλώσσα ωμή, ανατρεπτική, απείθαρχη. Είναι απίθανο να μην επηρεάστηκε. Το “Στον δρόμο” άρχισε να σκιαγραφείται τέλη καλοκαιριού του 1948. Τον Απρίλιο του 1951 ο Κέρουακ ξεκίνησε να δακτυλογραφεί και σταμάτησε την πνευματική του παραγωγή στις 80 χιλιάδες λέξεις. Αυτές, πάνω σε ένα μακρύ ρολό χαρτιού σε διάρκεια 20 ημερών!

“Mexico City Blues”

Ο Κέρουακ και η ποίηση “συναντήθηκαν” στο Μεξικό και εκεί, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, μας παρέδωσε ένα ποιητικό πορτρέτο υπό τον τίτλο “Mexico City Blues”. Πορτρέτο διαρκώς μεταβαλλόμενο, με αναρίθμητα είδωλα και μία σταθερά: Τη μουσική. Ένας καθρέφτης – πέρασμα στα κομμάτια μας που αφήνουμε και μας αφήνουν. Η απόλυτη θέαση της ζωής μέσω της πιο ατάραχης ενδοσκόπησης. Ο πόνος, ψυχικός ή σωματικός, χάνεται στη δίνη του πνεύματος και γίνεται το “κακό αίμα” που φεύγει από το εσωτερικό του κούφιου σώματος. Είναι κρυφοί στίχοι, μελωδίες, χορικά που “ντύθηκαν” λόγια από τον συγγραφέα του “On The Road” και έγιναν η ποιητική συλλογή “Mexico City Blues”.

Το ποιητικό σώμα είναι ενιαίο και αποτελείται από 242 χορικά. Το κάθε ποίημα συμπληρώνει το άλλο, όχι όμως συμβατικά. Δεν είναι το συντακτικό, ούτε η φόρμα, ούτε η θεματική που “δένουν” τις χορδές του Κέρουακ. Είναι ο εσωτερικός ρυθμός που ενοποιεί και προχωρά τον λόγο. Ένα μεγάλο ποίημα χωρισμένο με το θράσος της ιδιοφυΐας. Δεν πρόκειται για αίσθηση, ούτε για κάτι αιωρούμενο. Ο Κέρουακ έχει την ικανότητα να παρουσιάζει αυτόν τον ρυθμό και να του δίνει υπόσταση. Πώς; Με τον τρόπο διάταξης των στίχων που ορίζεται μόνο από τη διάθεσή του να καταγράψει το ατόφιο απόθεμα φιλοσοφικής (ανα)θεώρησης του κόσμου. Του κόσμου όπως τον αντιλαμβανόταν.

Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Τα “Μπλουζ” του Mexico City. Το λυπηρό τραγούδι που ταξιδεύει πάνω σε λέξεις καθημερινές, γερασμένες, μα τόσο ανθεκτικές. Ο Κέρουακ έγραψε τα χορικά στη διάρκεια συγκατοίκησης με τον Μπιλ Γκάρνερ, εθισμένου στα ναρκωτικά και φίλου του Ουίλιαμ Μπάροουζ, το 1955. Το βιβλίο εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1959.

Το “Mexico City Blues” αν μπορεί να περιχαρακωθεί μόνο στη μοναδικότητα της ποιητικής performance μπορεί να “φυλακιστεί”. Ο τρόπος που χωρίζονται οι λέξεις – στίχοι αποδίδουν τη μουσικότητα ενός τζαζ σόλο και ο Κέρουακ επιτυγχάνει κάνοντας αντιληπτές τις παύσεις και τις απαραίτητες σιωπές. Σκοπός του να φανεί η (μη) ποίηση και την ίδια ώρα να ξεχαστεί για να αφήσει τον ρυθμό και τη σαγήνη της τζαζ να σε παρασύρει. Η ποίηση του Κέρουακ πρώτα ακούγεται, μετά διαβάζεται και στο τέλος βιώνεται.

Η προσωποποίηση του πνεύματος της τζαζ

Ο αυθορμητισμός και το αυτοσχεδιαστικό πνεύμα του Κέρουακ δίδαξαν σχεδόν όλους τους σύγχρονους δημιουργούς και εξασφάλισαν τα εχέγγυα της τότε πρωτόγνωρης ανακαίνισης που υπέστη η νεότερη ποίηση, ειδικά με τη δική του συμβολή. Αυτό αναφέρει ο Γιάννης Λειβαδάς στην εισαγωγή του βιβλίου “Τζακ Κέρουακ. Ποιήματα” (εκδ. Ηριδανός). Και συνεχίζει σημειώνοντας:

“Ο Κέρουακ ήταν η προσωποποίηση του πνεύματος της τζαζ και απόλυτος εκφραστής της από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ως τον θάνατο του το 1969. Ήταν ο μόνος δημιουργός στην ευρύτερη ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας ο οποίος ανέπτυξε ολόκληρη θεωρία για τη γραφή, η οποία κυριολεκτικά βασιζόταν στην τζαζ. Στην ποιητική του δε, αναγνωρίζει κανείς σχεδόν όλο το φάσμα των γνωρισμάτων της τζαζ, που η συγχώνευση τους με τον στεγνό, απέριττο λυρισμό της ποίησης της Άπω Ανατολής μορφοποίησε έναν μοναδικό τρόπο γραφής.

Στη γραφή του Κέρουακ παρατηρήθηκαν δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία προσδιόρισαν συνολικά το ύφος των ποιημάτων του. Πρώτο, ο Κέρουακ θεωρούσε πως τα εξωλογικά στοιχεία που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στους δεσμούς των σκέψεων, ακόμη και η ίδια η αλλοίωση της σκέψης, ανεδείκνυαν το πεδίο μιας πολύ εσωτερικής αναταραχής από την οποία αν κόπιαζε κανείς θα μπορούσε να εξορύξει τα μόρια μιας Απόλυτης Φυσικότητας. Δεύτερο, έγραψε τα περισσότερα του ποιήματα, σε ένα ποσοστό κάπου 80%, υπό την επήρεια ουσιών. Δεν ήταν λίγες και οι φορές που μετέτρεπε σε ποιήματα καταγραφές ονείρων ή περικοπές αναγνωσμάτων. Η παρουσία συνειρμικών διατυπώσεων αντιπροσώπευε για τον Κέρουακ τη δυναμική φαινομενικά “περιττών” πραγμάτων, εικόνων, που εκ φύσεως επηρεάζουν ως εμβόλιμα τη διαδικασία της σκέψης. Θεωρώντας πως η παρουσία τους μέσα στο ποίημα δίνει τη δυνατότητα μίας πολύ αντιπροσωπευτικής απεικόνισης της διάνοιας, που ορισμένες φορές αντί της επεξεργασίας της δεν χρειάζεται παρά η ωμή μεταφορά αυτής της εσωτερικής μύχιας εικόνας, όπου δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα για πέταμα. Όχι μόνο υπό το πρίσμα της σύγχρονης ψυχαναλυτικής άποψης μα σύμφωνα με το αξίωμα της Tathata (Τάθατα: το Ποιόν, η υφή της Αλήθειας). […]

Ο Κέρουακ υποστήριζε πως στην ποίηση δεν μετρούν οι λέξεις μα η ρύμη της αλήθειας που συντάσσει με διάφορους τρόπους τις λέξεις για τους δικούς της σκοπούς. Διατεινόταν πως το αφηρημένο στοιχείο στα χέρια των “ακαδημαϊκών” και των “συντηρητικών” ποιητών, μεταλλασσόταν σε μία ευτελή γενίκευση. Το αφηρημένο μπορούσε να λειτουργήσει αποκλειστικά κάτω από τον μανδύα της άνευ όρων αποδοχής του Ιερού, όχι της επιμέρους ψηλάφησης του. Και πως οι ποιητές, παίζοντας τον ρόλο του αποκωδικοποιητή ή του ερμηνευτή των “μεγάλων αληθειών ζωής”, απομάκρυναν τον άνθρωπο και τη γραφή από τη φυσικότητα, από την ιερή διάσταση του Κενού, όπου δεν χρειάζεται να διασαφηνίζει κανείς μα να διαλογίζεται βαθιά και να δρα με τον απλούστερο τρόπο μέσα στη ζωή. Όλα αυτά δεν ήτα παρά αποκυήματα της βουδιστικής φιλοσοφίας, που καθώς φαίνεται δημιούργησε ένα ολόκληρο σύστημα αντίληψης και καλλιτεχνίας. […]

Ο αυθορμητισμός ήταν στον Κέρουακ κάτι παραπάνω από θεμελιώδης. […] Ο Κέρουακ διέπρεψε στην τεχνική της αυτόματης γραφής και αυτοσχεδιαστικής σύνθεσης. Οι αλλεπάλληλες αντιπαραβολές μορφών και επινοήσεων που προέκυπταν από την εφαρμογή ενός έντεχνου, σταθμισμένου αλυσιδωτού λόγου, οδηγούσαν στο απροχώρητο των σκέψεων, σε μία ακρότατη καθαρότητα όπου όλα τα στοιχεία λειτουργούσαν σαν ένα. […] Ο Κέρουακ έκανε μεγάλο βήμα προς το κέντρο του λογοτεχνικού σύμπαντος, αφοσιώθηκε σ’ αυτό, και παρότι το κέντρο ήταν και παραμένει φαινομενικά συγκεχυμένο, με το ποιητικό του έργο παίρνουμε μια αμυδρή ιδέα του τι μπορεί να βρίσκεται εκεί μέσα”.

Έγραφε ιστορίες, αυτό είναι όλο

Η μεταπολεμική γενιά των ΗΠΑ έψαχνε τον άνθρωπο που θα ήταν εκεί, στη διαμόρφωση ενός νέου τόπου σε όλα τα επίπεδα. Ο Κέρουακ ήταν εκεί, χωρίς να περιμένει. Απλά “είδε” τι ερχόταν και τον αναπότρεπτο μετασχηματισμό της κοινωνίας τον δέχτηκε και τον ακολούθησε κρατώντας αποστάσεις. Δεν αφέθηκε στο ρεύμα, αλλά κατάφερε να γίνει μέρος του. Ο Κέρουακ δεν μπορεί να περιχαρακωθεί και να τον δούμε μόνο ως καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό ον. Όχι. Η δημιουργική του συμπεριφορά δεν εξαντλείται στην έκφραση των πνευματικών του ανησυχιών. Ο Κέρουακ έγινε το πρόσωπο ενός κινήματος, της γενιάς των μπητ, του έδωσε οριστική μορφή, πήρε ασυνείδητα αυτό που έφτιαχναν με τους Μπάροουζ, Γκίνσμπεργκ και το επέβαλλε στη συνείδηση του του κοινού, του νεανικού κυρίως. Μέσα από την ποίηση και την πεζογραφία του πραγματώνει την αποστολή που αμέσως έθεσε η νέα πραγματικότητα: να δείξει όλα αυτά που οι “νέοι” άνθρωποι ήθελαν να δείξουν. “Νέοι” υπό την έννοια της ολοκληρωτικής αλλαγής και της ανάδυσης νέων συνθηκών και καταστάσεων. Πνευματικότητα, βουδισμός, τζαζ, ελευθεριότητα, ναρκωτικά, φτώχεια, ταξίδια, αλληλεγγύη, να ποια ήταν τα συστατικά του νέου κόσμου που ο Κέρουακ τους έδωσε σάρκα και οστά, τα έκανε απτά, αναγνωρίσιμα και βοήθησε να εντυπωθούν στην κοινωνική συνείδηση. Όλο αυτό το έκανε με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε, να γράφει. “Υπάρχει ένα πράγμα που ξέρω να κάνω και αυτό είναι να γράφω ιστορίες. Αυτό είναι όλο!”

Πηγές

-“Mexico City Blues”, μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Ηριδανός

-“Τζακ Κέρουακ. Ποιήματα”, εισαγωγή-επιμέλεια-μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Ηριδανός

-“Οδός Πανός”, τχ. 166

-toperiodiko.gr

Αλέξανδρος Στεργόπουλος – gazzetta