/Το ταξίδι γίνεται για να έχεις καινούρια μάτια

Το ταξίδι γίνεται για να έχεις καινούρια μάτια

Γράφει η Πόπη Αγγελή (Poppy Angeli)

Πάνω σε ένα τραπέζι ήταν σκορπισμένα διάφορα βιβλία. Προφανώς, βρίσκονταν στη διάθεση οποιουδήποτε θέλει να ξεφύγει από τη μονοτονία της εργασιακής καθημερινότητας και να χαλαρώσει διαβάζοντας κάτι διαφορετικό.
Το μάτι μου έπεσε σε ένα από αυτά με πολύχρωμο εξώφυλλο, που έφερε τον τίτλο: «Παραμύθια της Οξφόρδης». Άνοιξα τυχαία μια σελίδα και πρόβαλλε μπροστά μου «Ο χωρικός του Σόφχαμ».

Ήταν λοιπόν, κάποιος χωρικός που ζούσε στο Σόφχαμ, ένα χωριό κοντά στο Νόρφολκ και είδε ένα όνειρο, ότι κάποιος άγνωστος τον προέτρεπε να πάει να σταθεί στη Γέφυρα του Λονδίνου, όπου θα άκουγε εξαιρετικά νέα, τα οποία θα τον οδηγούσαν στην ανακάλυψη ενός θησαυρού. Στην αρχή, ο χωρικός αγνόησε το όνειρο, αλλά όταν αυτό επαναλαμβάνονταν ολόιδιο κάθε βράδυ, αποφάσισε να πάει στο Λονδίνο. Έτσι, μετά από μια μακρά διαδρομή έφτασε στη γέφυρα και περίμενε. Περίμενε εκεί, στο ίδιο σημείο, αρκετές μέρες, ίσως και μήνες και αναμετρόταν καθημερινά με την πείνα του, τη δίψα του, τη βροχή και το κρύο, χωρίς να συμβαίνει απολύτως τίποτα. Κάποια στιγμή, ένας καταστηματάρχης που τον παρατηρούσε να στέκει για τόσο καιρό, τον πλησίασε και τον ρώτησε τι ακριβώς κάνει εκεί. Ο χωρικός του απάντησε με ειλικρίνεια για το όνειρο που είδε και ο καταστηματάρχης έσκασε στα γέλια, λέγοντας: «Άκου να σου πω, άνθρωπέ μου, χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο Σόφχαμ, κοντά στο Νόρφολκ, σε ένα μέρος εντελώς άγνωστο και έσκαβα κάτω από μια βελανιδιά που βρισκόταν σε ένα περιβόλι, πίσω από ένα φτωχόσπιτο και βρήκα έναν τεράστιο θησαυρό». «Τώρα σκέψου», του είπε, «είμαι τόσο χαζός για να κάνω ένα τόσο μεγάλο ταξίδι εξαιτίας αυτού του ανόητου ονείρου;» και συνέχισε, «Όχι, όχι. Είμαι αρκετά έξυπνος για να ασχοληθώ με αυτές τις αφέλειες. Επομένως, αγαπητέ μου, θα σε συμβούλευα να σταματήσεις να στέκεσαι εδώ και να πας πίσω στο σπίτι σου να ασχοληθείς με τις δουλειές σου».

Ο χωρικός ακούγοντας τα λόγια του καταστηματάρχη συνειδητοποίησε ότι τον αφορούσαν και πήρε τρέχοντας το δρόμο της επιστροφής. Όταν έφτασε στο Σόφχαμ, πήγε στο περιβόλι πίσω από το σπίτι του και άρχισε να σκάβει κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά, όπου βρήκε έναν κρυμμένο θησαυρό, ένα παλιό σεντούκι με παλιά χρυσά νομίσματα, γεγονός που άλλαξε ριζικά τη ζωή του.

Το συγκεκριμένο παραμύθι μου θύμισε, φυσικά, τον «Αλχημιστή» του Paulo Coelho, η πλοκή του οποίου εξελίσσεται πέριξ της ίδιας κεντρικής ιδέας. Ένας βοσκός, ο Σαντιάγο βλέπει ένα όνειρο στο οποίο κάποιος τον προτρέπει να πάει στις πυραμίδες στην Αίγυπτο, για να βρει έναν κρυμμένο θησαυρό, “ένα σεντούκι με ισπανικά χρυσά νομίσματα, πολύτιμες πέτρες, χρυσές μάσκες στολισμένες με κόκκινα και λευκά φτερά και πέτρινα αγάλματα με κοσμήματα”.

Και πράγματι, ο Σαντιάγο του Coelho αποφασίζει και αυτός, όπως ο χωρικός του Σόφχαμ, να ακολουθήσει τους οιωνούς και να κάνει το μακρύ ταξίδι προς τις πυραμίδες προκειμένου να βρει το θησαυρό, ο οποίος, όπως αποκαλύφθηκε, στο τέλος, ήταν εξαρχής θαμμένος στην ερειπωμένη εκκλησία του χωριού του στην Ισπανία. Επιστρέφοντας στον τόπο του, ο Σαντιάγο αναρωτιέται γιατί έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι την Αφρική, αν ο θησαυρός βρισκόταν στην Ισπανία από την αρχή και η απάντηση στο ερώτημά του δόθηκε από τον ίδιο τον άνεμο “Αν το ήξερες από την αρχή, δεν θα είχες δει τις Πυραμίδες. Είναι όμορφες, έτσι δεν είναι;”

Αυτός ο Coelho, πράγματι, μας πήρε στο λαιμό του. Και επειδή, όλα συμπαντικά διευθετημένα τα υποστηρίζει και τα πασπαλίζει με κρύσταλλα, φωτεινά αστέρια, χρυσές άμμους, ανιδιοτελείς έρωτες και διάφορα καρμικά, για τα οποία- πιστεύω ότι κανείς δεν συνωμοτεί- είπα, δοθέντος και του παραμυθιού από την Οξφόρδη, να το ψάξω περαιτέρω.

Έτσι, άρχισα και εγώ τις δικές μου αναζητήσεις και ανακάλυψα ότι υπάρχουν αρκετά παρόμοια παραμύθια που ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Φαίνεται λοιπόν, ότι υπάρχει μια παγκόσμια παραμυθική παράδοση βάσει της οποίας, αρκετοί άνθρωποι από τη Βαγδάτη, την Τουρκία, την Ιρλανδία, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Αυστρία και διάφορες άλλες περιοχές του πλανήτη, με αφορμή ένα όνειρο που είδαν, να αποφασίζουν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι αποσκοπώντας να ανακαλύψουν έναν θησαυρό, ο οποίος, μετά από διάφορες ταλαιπωρίες και δυσχέρειες, αποδεικνύεται ότι βρισκόταν στο μέρος από το οποίο ξεκίνησαν για να τον βρουν.

Αυτή η κοινή αναζήτηση ενός θησαυρού στα αφηγήματα πολλών λαών, συμβολίζει φυσικά το «ταξίδι», στο οποίο άλλωστε αναφέρεται και ο Καβάφης στον πηγαιμό για «Ιθάκη» και όχι τον προορισμό. Ένα ταξίδι προς την προσωπική ανάπτυξη με τελική ανταμοιβή την ανακάλυψη του θησαυρού – εαυτού. Ένα ταξίδι που δε θα γινόταν ποτέ αν κάποιος ήξερε ότι ο συγκεκριμένος θησαυρός βρίσκεται ακριβώς μέσα του ή έστω κάτω από τα πόδια του.

Ναι, προφανώς, είναι το ταξίδι. Σκέφτομαι όμως, μήπως ένας πρόσθετος λόγος της πραγματοποίησής του είναι και η εκτίμηση;

Γιατί, αλήθεια πόσοι θα εκτιμούσαν έναν θησαυρό αν δεν εγκατέλειπαν τα πάντα για να τον αναζητήσουν;

Όταν ένας άνθρωπος αναποδογυρίσει τη ζωή του για να αναζητήσει κάτι πολύτιμο, είναι αναγκαίο όχι απλά να αλλάξει, αλλά να μεταμορφωθεί πλήρως, αφενός για να συνειδητοποιήσει ότι ο θησαυρός που ψάχνει ήταν από την αρχή πολύ κοντά του και αφετέρου για να είναι σε θέση να τον εκτιμήσει όταν σκάψει πολύ βαθιά στη γη και κυρίως μέσα του για να τον βρει.

Και μπορεί σκάβοντας να βρει τελικά σμαράγδια και πολύτιμα κοσμήματα, αλλά ίσως να μη βρει και τίποτα υλικό. Μπορεί απλά να ανακαλύψει τα ροζ πέταλα μιας βιολέτας, τις πολύχρωμες πέτρες που μαζεύτηκαν σε μια παραλία, ένα χαμόγελο και δύο μάτια, και διάφορα άλλα δηλαδή, εξόχως σημαντικά πράγματα, που δεν θα τα έβλεπε ή ακόμα χειρότερα θα τα προσπερνούσε με αδιαφορία αν δεν είχε αποφασίσει να ακολουθήσει μια άλλη διαδρομή. Αυτά όμως, τα δικά του σημαντικά ήταν πάντα εκεί, δίπλα του, θαμμένα σε τόπο καθαγιασμένο, όπως για παράδειγμα, στη βάση μιας βελανιδιάς, στα ερείπια μιας εκκλησίας, στα τραπεζάκια του «Σείριου», στις ρημαγμένες πλάκες της πλατείας «Ελευθερίας» και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος συμβολίζει για τον καθένα κάτι ιερό.

Κοντολογίς, όπως είχε πει και ο Μαρσέλ Προυστ, «το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούργια μέρη, αλλά να έχεις καινούρια μάτια». Αυτά τα μάτια, τα καινούρια, θεωρώ ότι είναι ο κύριος σκοπός του ταξιδιού τόσων ανθρώπων από τόσες πολλές χώρες προς αναζήτηση ενός θησαυρού που η λαϊκή παράδοση θέλει να βρίσκεται καλά κρυμμένος στον τόπο τους. Διότι μόνο όταν ολοκληρώσουν την προσωπική τους διαδρομή και επιστρέψουν, με καινούρια πλέον μάτια, θα καταφέρουν να τον εντοπίσουν και συνάμα θα μπορέσουν να τον εκτιμήσουν ως ένα δίκαια κερδισμένο δικαίωμα, μια πολύτιμη ανταμοιβή για το δύσκολο κύκλο που ολοκλήρωσαν.