/Το Ορφικό – Πυθαγόρειο Πνεύμα και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας

Το Ορφικό – Πυθαγόρειο Πνεύμα και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας

Συρέ: Η ζωοποιός επιρροή του Πυθαγόρα στην Ελλάδα υπήρξε τεράστια. Με μυστηριώδη τρόπο αλλά στα σίγουρα, πέρασε στον λαό μεσ’ από τους ναούς των τόπων που επισκέφτηκε. Τον είδαμε στους Δελφούς να δίνει νέα δύναμη στις μαντικές επιστήμες, να ενισχύει την αυθεντία των ιερέων και να φτιάχνει με την παρέμβασή του μιαν υποδειγματική Πυθία. Χάρη σ’ αυτήν την εσωτερική αναγέννηση που ξύπνησε τον ενθουσιασμό στην καρδιά των ναών και στις ψυχές των μυημένων, οι Δελφοί ξανάγιναν περισσότερο από ποτέ, το ηθικό κέντρο ολόκληρης της Ελλάδας. Τούτο φαίνεται καθαρά στους Περσικούς πολέμους. Μόλις τριάντα χρόνια είχαν περάσει από τον θάνατο του Πυθαγόρα, όταν ο ασιατικός κυκλώνας, όπως το προείπε ο Σάμιος σοφός,ήρθε να ξεσπάσει στις ελληνικές ακτές. Στην επική αυτή σύγκρουση της Ευρώπης ενάντια στη βάρβαρη Ασία, η Ελλάδα, που αντιπροσωπεύει την ελευθερία και τον πολιτισμό, έχει πίσω της την επιστήμη που φέρνει το απολλώνιο πνεύμα . Αυτό εμπνέει τον Μιλτιάδη και τον Θεμιστοκλή. Στον Μαραθώνα ο ενθουσιασμός είναι τόσος που οι Αθηναίοι νόμιζαν ότι έβλεπαν πολεμιστές λουσμένους στο φως να πολεμάνε στον πλευρό τους. Άλλοι αναγνώρισαν τη μορφή του Θησέα και άλλοι του Κάστορα και του Πολυδεύκη.

Όταν η εισβολή του Ξέρξη, που ήταν δέκα φορές μεγαλύτερη από του Δαρείου, ξεχύνεται από τις Θερμοπύλες και κατακλύζει την Ελλάδα, η Πυθία, από το ύψος του τρίποδά της, δείχνει στους απεσταλμένους των Αθηναίων τον δρόμο της σωτηρίας και βοηθάει τον Θεμιστοκλή να νικήσει με τα πλοία του στη Σαλαμίνα. Οι σελίδες του Ηροδότου αναριγούν από τα λόγια της :

«Αφήστε τα σπίτια και τα ψηλώματα γύρω από την πόλη. Η φωτιά και ο τρομερός Άρης που έρχεται ιππεύοντας συριακό άρμα θα καταστρέψουν τους πύργους σας (…) Οι ναοί τρέμουν, και από τους τοίχους τους σταλάζει ιδρώτας κρύος και από τις στέγες τους αίμα μελανό (…) φύγετε από τον ναό μου (…) τα ξύλινα τείχη ας γίνουν απόρθητο οχυρό. Φύγετε! Γυρίστε τη ράχη στους αμέτρητους πεζούς και καβαλάρηδες! Ω θεϊκή Σαλαμίνα, τι συμφορά θα φέρεις στους γιούς της γυναίκας!»

Στην διήγηση του Αισχύλου η ναυμαχία αρχίζει με κραυγές που μοιάζουν με τον παιάνα, τον ύμνο στον Απόλλωνα :

                                                Επεί γε μέντοι λευκόπωλος ημέρα

                                                           πάσαν κατέσχεν γαίαν ευφεγγής ιδείν

                                                           πρώτον μεν ηχή κέλαδος Ελλήνων παρά

                                                           μολπηδόν ευφήμησεν, όρθιον δ’ άμα

                                                           αντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ηχώ.

Πώς μπορεί να εκπλαγεί λοιπόν κανείς, όταν οι Έλληνες στη Μυκάλη, απέναντι στις νικημένες ασιατικές ακτές, διάλεξαν για πολεμική τους κραυγή το «Ευοί, αιώνια νιότη»; Ναι, η πνοή του Απόλλωνα διαπερνά τους εκπληκτικούς περσικούς πολέμους.

Το πώς επιβιώνει μέσα στις χιλιετηρίδες ο ελληνικός λαός το δείχνει το Σάλπισμα του Τυρταίου:

Κοινό καμάρι γίνεται λαού και της πατρίδας

άνδρας που μένει πρόμαχος στις πρώτες τις γραμμές

και ντροπιασμένη τι θα πει φυγή ποτέ δεν ξέρει,

και βάζει εκεί την όλη του ψυχή και το θυμό

και δίνει του συντρόφου του και θάρρος και βοήθεια ∙

αυτόν που είναι στον πόλεμο λεβέντης τον τιμώ.

Την εχθρική τη φάλαγγα γρήγορα αυτός σκορπάει,

αυτός σπάει τα κύματα της μάχης στην ορμή του ∙

μ’ αν πάλι πέσει πρόμαχος ανάμεσα στους πρώτους,

με βαριά τραύματα πολλά εμπρός, εμπρός στο στήθος,

καμάρι της πατρίδας του και των γονιών τιμή,

θε να τον κλαίνε όλοι μαζί κι οι γέροντες κι οι νέοι

κι η πόλη του με πόνο βαρύ θα τον ποθεί.

Ο τάφος του ονομαστός και ένδοξος θα μένει

και τα παιδιά του ένδοξα θα μένουν στους αιώνες

και των παιδιών του τα παιδιά κι όλη του η γενιά.

Η δόξα του ποτέ δε θα σβηστεί και τ’ όνομά του

και μες στον τάφο γίνεται αθάνατος και ζει

εκείνος που στον πόλεμο μάχεται κι αριστεύει

για την πατρίδα, τα παιδιά, κι αν τον χτυπήσει ο Άρης

και πέσει κάτω, άνδρας σωστός, και σκοτωθεί.

Αν πάλι της μοίρας το χέρι το βαρύ ξεφύγει

και δρέψει νίκη ζηλευτή με το λαμπρό κοντάρι,

χαρά στον ∙ όλοι τον τιμούν, μαζί νέοι και γέροι

και, όταν πεθάνει, ευτυχής στον Άδη κατεβαίνει.

Όσο περνάει ο καιρός τόσο και πιο πολύ ∙

κανένας δεν τον αδικεί, δεν τον φθονεί κανένας,

όλοι τους προσηκώνονται και νέοι και παλιοί,

Τη θέση τους παραχωρούν σ’ αυτόν οι διαλεχτοί.

Γι’ αυτό, λοιπόν, στην πιο ψηλή κορφή της αρετής,

ορμάτε όλοι στον πόλεμο με όλη σας την ψυχή. 

 

Ευριπίδης

Γιατί θα προτιμούσα να πεθάνω δοξασμένος

παρά να ζω μες στην ντροπή νεκρός

 

Δημοσθένης

Ένας ένδοξος πόλεμος προτιμότερος από μιαν επαίσχυντη ειρήνη.

 

Όταν τα βαρβαρικά στίφη των Περσών ξεχύθηκαν στην Αττική γη, η πολιούχος θεά των Αθηνών εγκατέλειψε την πόλη, ακολουθούμενη από τον ιερό Εριχθόνιο όφι, τον αγαθοδαίμονα της ευφορίας και ευτυχίας, που άφησε άθικτη την μελόπιτα των προσφορών.

Σαν καταρράκτης ανάστροφος οι φωνές των Αθηναίων αγωνιστών έγειραν τον ελληνικό παιάνα ως τα Ολύμπια δώματα των Θεών, ζητώντας την άμεση συνδρομή τους:

 

    «Παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε πατρίδα,

                                                                ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας

                                                                θεών τε   πατρώων έδη,

                                                                θήκας τε προγόνων ∙

                                                                νυν υπέρ πάντων ο αγών».

Γιοί των Ελλήνων προχωρείτε(εμπρός),ελευθερώστε την πατρίδα,

κι ελευθερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες

και τους βωμούς των πατρικών θεών,

και τους τάφους των προγόνων ·

τώρα ο αγώνας είναι υπέρ πάντων.

 

Εσήμαναν οι σάλπιγγες των στρατηγών, ανεβόησαν τα πληρώματα των πλοίων και χύθηκαν κατά των υπερτριπλασίων εχθρών για την ελευθερία των Ελλήνων. Στην πρώτη γραμμή η Αθηνά κι οι δυο Νηρηίδες της Αττικής θάλασσας, η Σαλαμίνα και η Αίγινα, με τη θαυμαστή συνδρομή των άλλων Ολυμπίων από τα Ελευσίνια πεδία καθόρισαν τη νικηφόρα έκβαση του αμυντικού υπέρ Πατρίδος πολέμου.

 

Ο Ποιητής

    «Ω ακτίς της Ελλάδος

                                                                             Συ επί τους Πέρσας άστραψες

                                                                             Κι έγιναν κόνις»

                                                                                                          (Ανδρέας Κάλβος)

 

Πλησιάζοντας στον κάμπο της Ελευσίνας, όπου φθάνοντας η θεϊκή απορροή χάρισε τ’ αγαθά και τα ελέη της γης στον άνθρωπο, στους χρυσοφόρους στάχεις της θεάς Μητέρας Δήμητρας ακούγεται ο απόηχος ενός ύμνου μυστικού :

 «Ακούστε την εφτάχορδη λύρα που πάλλεται

                                                               κάνει τους κόσμους να κινούνται…».

 

Από τους αρμονικούς ήχους λάμψη μεγάλη άστραψε από το μέρος της Ελευσίνας και φωνές γέμισαν το Θριάσιο πεδίο ως την θάλασσα.

Ένα σύννεφο χρυσόσκονης ανεβαίνει στον αέρα, μια αιθέρια λάμψη γεμάτη φωνές ανθρώπων σαν σε λιτανεία υπέρ της σωτηρίας προς τον μυστικόν Ίακχο. Καθώς οι φωνές πλησιάζουν πολλαπλασιασμένες, μεγαλώνει το σύννεφο σκόνης, σαν από περπάτημα τριάντα χιλιάδων ανθρώπων, απλώνεται και γυρίζοντας προς την θάλασσα, πέφτει επάνω στα πλοία της ναυμαχίας Ελλήνων και Περσών στη μελισσοστρόφο Σαλαμίνα.

 

Ο Ηρόδοτος εξιστορεί:

«ιδείν δε κονιορτόν χωρέοντα απ’ Ελευσίνος ως ανδρών μάλιστα κη τρισμυρίων, αποθωμάζειν τε σφέας τον κονιορτόν ότεων κοτέ είη ανθρώπων, και πρόκατε φωνής ακούειν, και οι φαίνεσθαι την φωνήν είναι τον μυστικόν Ίακχον»[…]

«τον μεν δη ταύτα παραινέειν,εκ δε του κονιορτού και της φωνής γενέσθαι νέφος και μεταρσιωθέν φέρεσθαι επί Σαλαμίνος επί το στρατόπεδον το των Ελλήνων.ούτω δη αυτούς μαθείν ότι το ναυτικόν το Ξέρξου απολέεσθαι μέλλοι» (Ηροδ.Ιστορία,Ουρανία 35,1και 35,6)

 

«Άλλοι θαρρούσαν πως έβλεπαν καθαρά φαντάσματα και είδωλα αντρών οπλισμένων από το μέρος της Αίγινας, που ύψωναν τα χέρια εμπρός από τα ελληνικά πλοία. Και συμπέραιναν πως αυτοί ήταν οι Αιακίδες, που τους είχαν προσκαλέσει μ’ευχές πριν από τη ναυμαχία να έλθουν βοηθοί.

Πρώτος ο Λυκομήδης, ο Αθηναίος τριήραρχος, κυριεύει εχθρικό πλοίο και, αφού έκοψε τα εμβλήματά του, το αφιέρωσε στο δαφνηφόρο Απόλλωνα στη Φλυά. Τέλος, οι άλλοι Έλληνες που πολεμούσαν με ίσες πάντοτε δυνάμεις-γιατί οι βάρβαροι εξαιτίας του στενού έρχονταν λίγοι-λίγοι κάθε φορά και χτυπιόνταν μεταξύ τους-κατόρθωσαν να τρέψουν σε φυγή τα περσικά πλοία που αντιστάθηκαν ως το βράδυ. Έτσι, όπως λέει ο Σιμωνίδης, οι Έλληνες κέρδισαν την ωραία και περίφημη εκείνη νίκη, που λαμπρότερο απ’ αυτήν κανένα άλλο κατόρθωμα στη θάλασσα δεν έχει γίνει ούτε από τους Έλληνες ούτε από βαρβάρους. Και τη νίκη αυτή την κέρδισαν με την ανδρεία και την κοινή προθυμία όλων των Ελλήνων που πήραν μέρος στη ναυμαχία, αλλά και με την πρωτοβουλία και την ικανότητα του Θεμιστοκλή»*.

Ο Ηρόδοτος γνώριζε «πώς γίνονται» αυτά αλλά δεν τα ερμήνευσε:

«Πώς γίνονται δηλαδή τα μυστήρια αυτά (τα εις το ναό της Αθηνάς διδασκόμενα στην Αίγυπτο) ξέρω περισσότερα, αλλά δεν πρέπει να μιλήσω γι’ αυτά.

Και για την γιορτή της Δήμητρας, την οποία οι Έλληνες λένε Θεσμοφόρια, ας μην πω τίποτα περισσότερο, εκτός από εκείνα που επιτρέπει η ευσέβεια»(Ηροδ. βιβλ. Β΄, 171)

«Ο Αθηναίος Δίκαιος, του Θεοκύδη, φυγάς και με υπόληψη στους Πέρσες, την εποχή εκείνη, όταν το πεζικό του Ξέρξη κατέστρεψε την έρημη Αττική, έτυχε να’ναι μαζί με τον Λακεδαιμόνιο Δημάρατο εις το Θριάσιο πεδίο (ανατολικά της πεδιάδας της Ελευσίνας στον κάμπο). Τότε είδε κουρνιαχτό σκόνης να υψώνεται από την Ελευσίνα, ωσάν να περπατούσαν τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες άνθρωποι. Ενώ δε απορούσαν (ο Δίκαιος και ο Δημάρατος) έκπληκτοι διερωτήθηκαν ποιοι άραγε να σήκωσαν αυτή τη σκόνη.

Ξαφνικά, είπε ο Δίκαιος : ακούσαμε φωνή, κι αναγνώρισε πως η φωνή αυτή ήταν ο μυστικός Ίακχος. Ο Δημάρατος, αδαής εις τα Ελευσίνια Μυστήρια, θέλησε να μάθει τι ήταν αυτό που λέγαμε.

Εγώ απάντησα : «Δημάρατε, είναι αδύνατο να μη συμβεί κάποια μεγάλη ζημιά εις τον στρατό του Βασιλιά. Διότι δεν μένει αμφιβολία πως αφού η Αττική είναι έρημη, αυτό που ακούμε είναι κάτι θεϊκό, κι έρχεται από την Ελευσίνα δια να βοηθήσει τους Αθηναίους και τους συμμάχους. Εάν ο κουρνιαχτός αυτός παέι προς την Πελοπόννησο, ο κίνδυνος θα βαραίνει το βασιλιά και το στρατό της ξηράς, εάν πάει προς τον στόλο εις την Σαλαμίνα, ο Βασιλιάς θα κινδυνεύσει να χάσει το ναυτικό του. Οι Αθηναίοι κάθε χρόνο κάνουν γιορτή προς τιμήν της Μητέρας και της Κόρης (Δήμητρας και Περσεφόνης) κι εκεί μυείται όποιος θέλει από τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες. Η φωνή που ακούς είναι μυστική φωνή που τη συνηθίζουν εις αυτήν την γιορτή και λέγεται «Ίακχος». Μετά απ’ αυτά ο Δημάρατος επανέλαβε : «Σώπα και μην το πεις σε κανέναν άλλο, διότι, εάν αυτά φθάσουν εις τ’ αυτιά του Βασιλιά, θα χάσεις το κεφάλι σου. Κι ούτε εγώ θα μπορέσω να σε σώσω ούτε  κανένας άλλος. Κάτσε φρόνιμα, λοιπόν, κι όσο για τον στρατό, ας φροντίσουν οι θεοί γι’αυτόν». Τέτοια συμβουλή έδωσε ο Δημάρατος. Εις το μεταξύ η βοή και το σύννεφο της σκόνης τραβούσαν κατά τη Σαλαμίνα, όπου ήταν ο στόλος των Ελλήνων κι έτσι καταλάβαμε ότι το ναυτικό του Ξέρξη ήταν γραφτό να καταστραφεί». Αυτά διηγήθηκε ο Δίκαιος του Θεοκύδη επικαλούμενος την μαρτυρία και μερικών άλλων».

(Πλουτάρχου «Βίοι παράλληλοι- Θεμιστοκλής»κ.15)

«Το σύννεφο σκόνης» και η μυστική βοή και φωνή, τα οποία άκουσαν στην Ελευσίνα οι Δημάρατος, Δίκαιος και άλλοι, και το «κάτι θεϊκό» και ο «μυστικός Ίακχος» θα πρέπει να ήταν αποτέλεσμα της ενεργοποίησης κάποιων εκ των ΦΥΣΙΚΩΝ (θείων) ηλεκτρομαγνητικών και ηχοφασματικών πολίων (μικρών πόλων). Την ενεργοποίηση των πολίων τούτων πρέπει να την προκάλεσαν οι ιερείς του ναού της Ελευσίνος ή του Παν-Αιπολίου της Πεντέλης. Οι ιερείς αυτοί δεν ήσαν οι τυπικοί ιερείς, όπως εμείς γνωρίζουμε, αλλά ήσαν οργιόνες των Θείων Μυστηρίων, ήτοι γνώσται και λειτουργοί (χειρισταί) των μυστικών της δυνάμεως και λειτουργίας του Σύμπαντος και των συγκροτούντων τούτο αστέρων». Γράφει ο Ιωάννης Φουράκης.

Ο Συρέ αναφέρει ότι οι νίκες των Ελλήνων κατά των Περσών, με τα ιερά όπλα, είναι αποτέλεσμα της υψηλής μύησης των ιερατείων, που ο Πυθαγόρας είχε διδάξει στους Δελφούς και στην Ελευσίνα.

«Γιατί έργο των φρονίμων ανθρώπων είναι να μένουν ήσυχοι, εφ’ όσον δεν αδικούνται, ενώ των γενναίων είναι, όταν αδικούνται, να αφήσουν την ειρήνη και να αναλαμβάνουν πόλεμο και πάλιν από τον πόλεμο να επανέρχονται στην ειρήνη, όταν κρίνουν κατάλληλη την στιγμή. Και ούτε να επαίρονται για τις επιτυχίες τους στον πόλεμο, ούτε, απολαμβάνοντας την ησυχία που παρέχει η ειρήνη, ν’ ανέχονται να αδικούνται από τους άλλους. Γιατί και εκείνος που διστάζει εξ αιτίας αυτής της απολαύσεως να αναλάβει τον πόλεμο, πολύ γρήγορα μπορεί να χάσει την απόλαυση της ανέσεως, την οποία ακριβώς διστάζει να διακινδυνεύσει, όταν την έχει.

Βεβαίως, σε καιρό ειρήνης και καλής πολιτικής κατάστασης, και οι πόλεις και τα άτομα έχουν καλύτερες διαθέσεις, επειδή δεν αναγκάζονται να ενεργήσουν παρά τη θέλησή τους ∙ ο πόλεμος όμως που εξαφανίζει σιγά-σιγά κάθε ευκολία της καθημερινής ζωής, διδάσκει και επιβάλλει τη βία και εξομοιώνει την ψυχική διάθεση των ανθρώπων προς την επικρατούσα τη στιγμή εκείνη πολεμική κατάσταση». Γράφει ο Θουκυδίδης.

Για τη νίκη στη Σαλαμίνα ο Πλούταρχος εκτιμά ότι: «Και την νίκη αυτή την κέρδισαν με την ανδρεία και με την κοινή προθυμία όλων των Ελλήνων που πήραν μέρος στη ναυμαχία, αλλά και με την πρωτοβουλία και την ικανότητα του Θεμιστοκλή. (…) Ωστόσο, δεν άργησαν να τον εξοστρακίσουν οι συμπολίτες του Αθηναίοι, από φθόνο για την πολιτική του δύναμη.

Ενώ για κείνον που «εμήδισε» κι ετάχθη με το μέρος του ισχυρού εχθρού γράφει στη «Σατραπεία»

Ο  Ποιητής

                  Τι  συμφορά, ενώ  είσαι καμωμένος 
                                    για τα  ωραία  και  μεγάλα  έργα,
                                    η  άδικη  αυτή  σου  η  τύχη  πάντα 
                                    ενθάρρυνση  κ’  επιτυχία  να  σε  αρνείται ∙ 
                                    να  σ’  εμποδίζουν  ευτελείς  συνήθειες, 
                                    και  μικροπρέπειες , κι  αδιαφορίες. 
                                    Και  τι  φρικτή  η  μέρα  που  ενδίδεις 
                                    (η  μέρα  που  αφέθηκες  κ’  ενδίδεις), 
                                    και  φεύγεις  οδοιπόρος  για  τα  Σούσα, 
                                    και  πηαίνεις  στον  μονάρχην  Αρταξέρξη 
                                    που  ευνοϊκά  σε  βάζει  στην  αυλή  του, 
                                    και  σε  προσφέρει  σατραπείες  και  τέτοια.
                                    Και  συ  τα  δέχεσαι  με  απελπισία 
                                    αυτά  τα  πράγματα  που  δεν  τα  θέλεις. 
                                    Άλλα  ζητεί  η  ψυχή  σου,  γι’  άλλα  κλαίει. 
                                    τον  έπαινο  του  Δήμου  και  των  Σοφιστών, 
                                    τα  δύσκολα  και  τ’  ανεκτίμητα  Εύγε ∙ 
                                    την  Αγορά,  το  Θέατρο,  και  τους  Στεφάνους. 
                                    Αυτά  πού  θα  στα  δώσει  ο  Αρταξέρξης, 
                                    Αυτά  πού  θα  τα  βρεις  στη  σατραπεία. 
                                    Και  τι  ζωή  χωρίς  αυτά  θα  κάμεις.
                                                                                  (Κ. Καβάφης)

 

Η υπερβατική νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα δοξάζεται μέσα στους αιώνες απ’ όλην την πολιτισμένη ανθρωπότητα, αποτελώντας παγκόσμιο σύμβολο ηρωικού αγώνα υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδας, κατά πολυπληθέστατου εχθρού. Εντυπωσιακός είναι ο άρρηκτος δεσμός του Έλληνος ανθρώπου με την θεϊκή πνευματικότητα ∙ βαθύς  θρησκευτικός δεσμός που εκδηλώνεται εμπράκτως στην βίωση της καθημερινότητας και στην χρήση των «ιερών όπλων», που ενεργοποιούν ισχυρές φυσικές δυνάμεις στην υπηρεσία του πνεύματος υπέρ της σωτηρίας.

Ο Ποιητής εμφανίζει την θεά Αθηνά, υπέρμαχο προστάτιδα της πόλης της, να λέει:

«Θ’ ανάψω τρέλα περισσή στα περσικά κεφάλια,

  θα φέρω ασκέρια αμέτρητα κι απ’ της Ασίας τα βάθη,

  με τα καράβια των εχθρών θα κρύψω τους γιαλούς σου,

  και τότε το κοντάρι μου τρομαχτικά κινώντας

  και τότε την αστραφτερήν απλώνοντας ασπίδα,

  θα πολεμήσω αδελφικά στο πλάι με τα παιδιά σου.

  Και θα περάσουν οι γενιές και θα διαβούν οι αιώνες,

  και στα βαθιά σου τα νερά και στα ψηλά βουνά σου

  θ’ αντιλαλιέται η νίκη σου, και θα γροικιέται ακόμα

  ο απελπισμένος ο δαρμός, το σκούξιμο του Ξέρξη,

  για να το ακούν οι τύραννοι, να τρεμοκοκκαλιάζουν.»

(Κωστής Παλαμάς

                                               «Ύμνος εις την Αθηνάν»)

 

 

 

AIΣXΥΛΟΥ  “ΠΕΡΣΑΙ”

“Οι Θεοί την σώζουν πάντοτε την πόλη της Παλλάδος…

                                               όσο ζουν οι άνδρες, πιο βέβαιο κάστρο δεν υπάρχει !…

                                               Οι Λαοί της Ασίας λίγο ακόμα και

                                               στον ζυγό πια δεν θα σκύβουν.

                                               Δεν πληρώνουν τους φόρους, ως άλλοτε,

                                               και δεν λυγίζουν στην βία του αφέντη.

                                               Κι ούτε πια θα δεχθούν χαλινάρι,

                                               δεν θα σκύβουν πεσμένοι στα γόνατα,

                                               γιατί η δύναμη του βασιλιά όλη τώρα

                                               για πάντα έχει σβήσει…

                                               Κι ο Λαός τώρα πια που έχει λυθεί

                                               απ’ της βίας τον ζυγό,

                                               θα μπορεί να μιλεί δίχως φόβο…

                                               Του Αίαντος το περίβρεχτο ολόγυρα νησί

                                               ματωμένος αγρός έχει πιει των Περσών την ισχύ…!”

Virna-Aigiali