/Το κρέας και η κλιματική αλλαγή

Το κρέας και η κλιματική αλλαγή

Γράφει η Πόπη Αγγελή (Poppy Angeli)

Όταν ήμουν μαθήτρια δημοτικού συνειδητοποίησα την πρώτη μου ανακολουθία λέξεων- πράξεων. Ήταν ακριβώς τότε, που ο δάσκαλος είχε βάλει να μάθουμε απ’ έξω το γνωστό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη για τα ζώα.

Θυμάμαι λοιπόν, ότι είχα καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας μπροστά σ’ ένα αχνιστό πιάτο χοιρινού με πατάτες στο φούρνο και επαναλάμβανα ρυθμικά μετά από κάθε μπουκιά- «ποτέ δε θα πειράξω τα ζώα τα καημένα· μην τάχα σαν εμένα, κι εκείνα δεν πονούν;»

Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκαν αρκετές επαναλήψεις της ακολουθίας μπουκιάς -στίχου για να προσδιορίσω, έστω και πρωτόλεια, λόγω ηλικίας, ότι «αιωρούταν» μια κάποιας μορφής υποκρισία σ’ όλη αυτή τη διαδικασία, η υποσυνείδητη αναγνώριση της οποίας, με έκανε να αισθανθώ ενοχές και να διακόψω άμεσα την απαγγελία, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του φαγητού.

Εκτιμώ ότι η δεδομένη στιγμή αποτελεί και το δικό μου χρόνο έναρξης ανάπτυξης ηθικών ζητημάτων ως προς την κατανάλωση κρέατος.

Παρά ταύτα, αν και σίγουρα δεν ένιωθα άνετα να τρώω ένα «αθώο» ζώο που σφαγιάστηκε σε κάποιο σφαγείο, οι διατροφικές συμβουλές των ειδικών  που επέμεναν ότι ο ανθρώπινος οργανισμός έχει ανάγκη την ζωική πρωτεΐνη, με οδήγησαν να περιορίσω την κατανάλωσή του στις διατροφικές μου συνήθειες, χωρίς ωστόσο να το αποκόψω τελείως.

Φυσικά, στον περιορισμό του, συνέτεινε και η διασύνδεση της αυξημένης κατανάλωσης –ειδικά του κόκκινου- κρέατος με καρδιακές και άλλες παθήσεις, ως απόρροια του πλήθους αντιβιοτικών και επιταχυντών αύξησης του βάρους των ζώων που προορίζονταν για κρέας κατά τα στάδια τόσο της παραγωγής, όσο και της βιομηχανικής του επεξεργασίας.

Στη συνέχεια, στα ηθικά και διατροφικά ζητήματα προστέθηκαν και τα περιβαλλοντικά, όταν διαπιστώθηκε ότι η αύξηση των εκπομπών μεθανίου, ενός εκ των πρωταγωνιστών αερίων του θερμοκηπίου, οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εντατικοποίηση της γεωργίας και τον αυξανόμενο αριθμό βοοειδών και προβάτων.

Μάλιστα, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, εκτιμάται ότι η εκτροφή των ζώων αντιστοιχεί στο 18% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στοιχείο που καθιστά την κτηνοτροφία ένα βασικό παράγοντα υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Επ’ αυτού διαβάζω επίσης, ότι ο James Wood, Καθηγητής στο Τμήμα Κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, αναφέρει ότι «υπάρχουν αρκετά σαφείς αποδείξεις ότι περίπου το 10% της συμβολής που προσφέρει η Βρετανία στην κλιματική αλλαγή προέρχεται από τη γεωργία και στην πραγματικότητα, από το μεθάνιο που παράγεται από τα μηρυκαστικά ζώα, εξαιτίας των εντερικών αναερόβιων ζυμώσεων κατά την πέψη της τροφής τους.”

Τούτων δοθέντων, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της Στρατηγικής για την Κλιματική Αλλαγή που διέπει μεγάλο τμήμα της ΚΓΠ και τον επακόλουθο σχεδιασμό δράσεων μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, υποστηρίζει τις μη εντατικές κτηνοτροφικές εκτροφές, κυρίως μέσω της υιοθέτησης οικολογικών και καινοτόμων τεχνολογικών βελτιώσεων που αποσκοπούν στην μείωση του αποτυπώματος άνθρακα στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.

Όμως, ταυτόχρονα, με τους προτεινόμενους φιλοπεριβαλλοντικούς σχεδιασμούς υπάρχει και ο αντίλογος εκείνων που αμφισβητούν το βιώσιμο αποτέλεσμά τους, τόσο στα μεγάλα αγροκτήματα βοοειδών, που εξακολουθούν να επεκτείνονται εις βάρος των δασών που μετατρέπονται σε βοσκοτόπια, την ίδια χρονική στιγμή που χρειάζονται περισσότερη καλλιεργήσιμη γη για την παραγωγή ζωοτροφών, όσο και στις βιομηχανίες κρέατος και συνολικά στην εφοδιαστική αλυσίδα, απαιτώντας δραστικές δομικές αλλαγές εστιασμένες περισσότερο στην συμπεριφορά του καταναλωτή και όχι αποκλειστικά και μόνο στην χρήση τεχνολογικών καινοτομιών.

Μάλιστα, προς αυτή την κατεύθυνση κατευθύνθηκε πρόσφατα η πολιτική Βιώσιμης Διατροφής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, στο πλαίσιο της οποίας, αφαίρεσε το κρέας μηρυκαστικών από τα μενού και των 14 καταστημάτων τροφοδοσίας του.

Αναμφίβολα, σε έναν πλανήτη που πιθανότατα θα φιλοξενήσει 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους έως το 2050, θα πρέπει να προβληματιστούμε πάνω στο γεγονός ότι για να εξασφαλιστεί η διατροφή τους, θα πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των εκτροφών ζώων με δυσμενείς επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή, για την αποφυγή των οποίων, επί του παρόντος, ως λύση, προτείνεται η μείωση της κατανάλωσης κρέατος.

Μεσοπρόθεσμα, εκτιμάται ότι η εργαστηριακή έρευνα στην παραγωγή του «συνθετικού» ή «in vitro» κρέατος θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική πρόταση, στο βαθμό βέβαια, που η τεχνολογία θα επιτρέψει την αντικατάσταση ενός συμβατικού τρόπου παραγωγής με έναν πιθανώς περισσότερο φιλοπεριβαλλοντικό, ο οποίος όμως περικλείει ηθικές και κοινωνικές δυσκολίες που θα κληθούμε κάποια στιγμή ως καταναλωτές να διαχειριστούμε.

Κοντολογίς, τα επιστημονικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η παραγωγή κρέατος παγκοσμίως σχετίζεται και με την κλιματική αλλαγή.

Βάσει αυτού, η επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου για τον περιορισμό της μέσης παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας μεταξύ 1,5°C και 2°C όπως τέθηκε στη συμφωνία του Παρισιού, προϋποθέτει την μείωση της κατανάλωσης κρέατος. Ομολογουμένως, η συγκεκριμένη κατεύθυνση ίσως δεν επηρεάζει όσους έχουν περιορίσει ή αφαιρέσει τελείως από το μενού τους τα ζωικά τρόφιμα για ηθικούς ή διατροφικούς λόγους, αλλά τι γίνεται με εκείνους που επιθυμούν να το περιλαμβάνουν στη δίαιτά τους;

Οι συγκεκριμένοι καταναλωτές, μπορούν να συνεχίζουν να το περιλαμβάνουν σε μικρότερες φυσικά ποσότητες, επιλέγοντας όμως, εκείνο το κρέας που παρουσιάζει το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και αυτό δεν είναι παρά εκείνο που έχει παραχθεί από ζώα εκτατικής κτηνοτροφίας.

Αν λοιπόν, αναγνωρίσουμε ότι τα βιομηχανοποιημένα εντατικά συστήματα εκτροφής ζώων ευθύνονται εν πολλοίς για την υπερθέρμανση του πλανήτη, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η κτηνοτροφία σε τοπικό πάντα επίπεδο έχει άρρηκτες σχέσεις με τις τοπικές αγροτικές κοινότητες.

Τελικά, ακριβώς σε αυτό το βασικό στοιχείο, δηλαδή στην έννοια της τοπικότητας στην κτηνοτροφική παραγωγή, πρέπει να εστιάσουμε και να επισημάνουμε τη δυνατότητα παραγωγής κρέατος από τοπικές εκτροφές με βιώσιμο τρόπο. Με τρόπο δηλαδή, ώστε αφενός θα υποστηρίζονται οι γεωργικές πρακτικές και οικονομίες μιας περιοχής και αφετέρου θα διατηρούνται και θα προστατεύονται οι φυσικοί πόροι και η βιοποικιλότητα των τοπικών οικοσυστημάτων