Γράφει ο Πλάτων Ριβέλλης, Φωτογράφος – Δάσκαλος Φωτογραφίας
Σκέψεις γύρω από τη φωτογραφική αλήθεια και την καλλιτεχνική δημιουργία
«Η ψευδαίσθηση μιας ακριβούς περιγραφής ενός κομματιού χρόνου και χώρου». Αυτός είναι ο ορισμός της φωτογραφίας κατά τον σημαντικό Αμερικανό φωτογράφο Garry Winogrand. Η φωτογραφία περιγράφει (απλώς) και δεν μπορεί ούτε να αφηγηθεί, ούτε να ερμηνεύσει. Και αυτό που περιγράφει δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ελάχιστο κομμάτι χώρου και χρόνου. Στην περιγραφή όμως αυτή προστίθενται οι πληροφορίες που ήδη φέρει στο μυαλό του σχετικά με τα εικονιζόμενα ο θεατής της φωτογραφίας, καθώς και εκείνες που τυχόν προκύπτουν από ένα συνοδευτικό κείμενο. Και αυτομάτως όλες αυτές οι έξωθεν και -κυρίως- μη οπτικές πληροφορίες αποδίδονται στην ίδια τη φωτογραφία προσδίδοντας της έναν οιονεί χαρακτήρα τεκμηρίωσης, δηλαδή ντοκουμέντου. Με λίγα λόγια όλοι περιμένουν από μια φωτογραφία να «πει» πράγματα που εκείνοι έχουν στο μυαλό τους, ενώ μια φωτογραφία δεν μπορεί να «λέει» απολύτως τίποτα, παρά μόνον να υπαινίσσεται πράγματα που απασχολούν τον φωτογράφο και να παραπέμπει σε πράγματα που απασχολούν τον θεατή.
Τα δύο πιο δημοφιλή και διαδεδομένα είδη φωτογραφίας (η αναμνηστική και η δημοσιογραφική) τρέφονται από την παρουσία προσώπων και γεγονότων που έχουν προηγηθεί της φωτογραφίας. Και ως εκ τούτου η αλήθεια αυτών των φωτογραφιών θεωρείται είτε δεδομένη είτε αποδείξιμη. Σε αυτές τις περιπτώσεις η φωτογραφία λειτουργεί συνήθως ως συγκινησιακό συμπλήρωμα λέξεων ή προηγούμενων πληροφοριών. Η ψηφιακή φωτογραφική τεχνολογία με τη δυνατότητα παραμόρφωσης που προσφέρει, ήρθε να απελευθερώσει τη φωτογραφική εικόνα από το βάρος μιας μισής αλήθειας και μιας ελλιπούς τεκμηρίωσης.
Το ελεύθερο πεδίο έκφρασης και δημιουργίας που ανήκει αποκλειστικά στη φωτογραφία (και όχι στις πληροφορίες που περικλείει) θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως την καλλιτεχνική της διάσταση. Η φωτογραφία αυτή δεν μπορεί (και αυτή) παρά να περιγράφει με ακρίβεια ένα κομμάτι χώρου και χρόνου, αλλά καλείται να αξιοποιεί τις πληροφορίες και τις γνώσεις που έχει ο φωτογράφος και να τις μεταφέρει στον θεατή όχι όμως ως άμεση και ευθεία αναφορά, αλλά ως έμμεση παραπομπή σε αυτές. Ο φωτογραφικός λόγος, όπως και κάθε καλλιτεχνικός λόγος, δεν μπορεί να είναι αποδεικτικός, αλλά ποιητικός και μεταφορικός. Η συγκίνηση που προκαλεί ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (αναμνηστική φωτογραφία) και η έκπληξη που προκαλεί ένα συγκεκριμένο γεγονός (δημοσιογραφική φωτογραφία) πρέπει να καταφέρουν να γίνουν σημεία αναφοράς ώστε να γεννηθούν συγκινήσεις μέσα από το ίδιο το φωτογραφικό γεγονός και όχι από αυτό που μόνον εν μέρει μπορεί να απεικονίζει. Έτσι, η απεικόνιση μιας γυναίκας και ενός παιδιού δεν αποδεικνύει συγγένεια ή συναισθηματική σχέση, αλλά μπορεί να παραπέμπει σε αυτήν. Και μια σύσπαση προσώπου από πιθανό ξέσπασμα γέλιου μπορεί να παραπέμπει σε κραυγή, ή σπαρακτικό κλάμα. Ο φωτογράφος ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αποφεύγει την ακριβή περιγραφή, αφού αυτή είναι ο λόγος ύπαρξης μιας φωτογραφίας, αλλά η επιλογή από τον ίδιο τον φωτογράφο του κομματιού χρόνου και χώρου θα βασίζεται σε όσα αποκλείστηκαν με δική του πρωτοβουλία από τη φωτογραφία, δηλαδή στην ύπαρξη των τεσσάρων πλευρών της φωτογραφίας, με άλλα λόγια στο «κάδρο», το οποίο δίνει εν τέλει τη σημασία στις ελάχιστες πληροφορίες που περικλείονται σε αυτήν. Όσο πιο εντυπωσιακές, χτυπητές, συγκεκριμένες και αναγνωρίσιμες είναι οι πληροφορίες που περικλείονται, τόσο πιο δύσκολο είναι για τον φωτογράφο να κατορθώσει να αντλήσει συγκίνηση και να γεννήσει ενδιαφέρον παραπέμποντας και όχι δείχνοντας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά σπάνιο μια φωτογραφία να σχετίζεται με τη διάπραξη εγκλήματος και να γεννά ενδιαφέρον έστω από την παραπομπή σε αυτό. Και τούτο πρώτον διότι οι πράξεις (προπαρασκευαστικές ή εκτελεστικές) ενός εγκλήματος απαιτούν τη δυνατότητα όχι απλής περιγραφής, αλλά αφήγησης (έστω μυθοπλασίας), κάτι δηλαδή που βρίσκεται στο πλαίσιο της ιδιότητας και των δυνατοτήτων του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας, ή της δυνατότητας μεταμόρφωσης και ενδεχομένως εξιδανίκευσης, που είναι χώρος της ζωγραφικής. Κατά δεύτερο επίσης λόγο η συνείδηση ότι η φωτογραφική περιγραφή συνιστά μια σιωπηλή και κατά συνθήκη αποδοχή της «αλήθειας» που απεικονίζεται καταλήγει, είτε να πιστέψουμε πλήρως την αλήθεια των εικονιζόμενων (πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με επίκληση εξωφωτογραφικών πληροφοριών), είτε να μην πιστέψουμε στην αλήθεια της περιγραφής και να χάσουμε την «αλήθεια» του φωτογράφου, δηλαδή της δημιουργικής του παρουσίας.
Ο λόγος περί τη φωτογραφία μοιάζει συνεχώς (και είναι λογικό) να διψάει για φωτογραφικά παραδείγματα. Αλλά και πάλι, τα παραδείγματα αυτά κινδυνεύουν να υπεραπλουστεύσουν την πολυπλοκότητα των προβλημάτων και τον άκρως σύνθετο ρόλο που παίζει η φωτογραφία στον πολιτισμό του αιώνα μας ως ανάμνηση ή ως ντοκουμέντο, αλλά παράλληλα και ως πηγή συγκίνησης και αναφοράς.
Διαβάστε τη συνέχεια στο art & crime