Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Διαφωνεί κανείς στο ότι τόσο εξέχουσες προσωπικότητες, όπως η Μαρία Κάλλας θα πρέπει να τιμώνται από τους επίσημους φορείς όσο τους αξίζει; Ποιος δεν επιθυμεί να αναδεικνύονται σε όλο τους το μεγαλείο μέσα από δραστηριότητες και σχετικές εκδηλώσεις, κορυφαίοι άνθρωποι του πολιτισμού που δόξασαν την Ελλάδα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αφήνοντας διαχρονικό, παγκόσμιο, καλλιτεχνικό αποτύπωμα; Προφανώς ουδείς;
Ένα άγαλμα, μια προτομή, οτιδήποτε αποτυπώνει ένα τέτοιο μυθικό πρόσωπο και κάνει την εικόνα του καθημερινά προσιτή στην κοινωνία, είναι μια τιμή και ταυτόχρονα η εκπλήρωση μιας συλλογικής υποχρέωσης απέναντι σε όσους μας τιμούν με το έργο τους.
Οπότε, καλοδεχούμενη η, έστω και καθυστερημένη, τοποθέτηση ενός αγάλματος της Κάλλας στο κέντρο της Αθήνας.
Βέβαια λόγω της πολυετούς αναμονής, περιμέναμε κάτι πιο εντυπωσιακό. Από τον χώρο τοποθέτησης που, αν και πλησίον του Ηρωδείου, θα μπορούσε να αποτελεί ένα ακόμη καλύτερο και πιο προβεβλημένο σημείο. Έως την παρουσίαση και προβολή του γεγονότος που έμεινε σε μια τυπική, ανούσια τελετή που πέρασε στα ψιλά της δημοσιότητας.
Κι ως κερασάκι στην τούρτα, η αποκάλυψη του γλυπτικού έργου, άφησε τους πάντες άφωνους. Αντί για ένα στιβαρό, αντιπροσωπευτικό έργο που θα αναδεικνύει ταυτόχρονα τον συναισθηματισμό και τον δυναμισμό της Μαρίας Κάλλας, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα άνισο δημιούργημα.
Με υλικά που δεν επιτρέπουν, ούτε κατά διάνοια, την λεπτομερή καταγραφή της ψυχοσύνθεσης μιας τόσο πολυσχιδούς γυναίκας. Με σωματική δομή που παραπέμπει περισσότερο σε ατυχή απομίμηση του αγαλματιδίου των Όσκαρ παρά στην εικόνα μιας, επί σκηνής, ντίβας.
Μια ανέκφραστη τεχνική άποψη που όσο κι αν επιχειρήσεις να την αποδώσεις στην ιδιαίτερη έμπνευση του καλλιτέχνη, δεν δικαιολογεί το ρόλο της και φυσικά δεν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο υποτίθεται ότι αποφασίστηκε η δημιουργία της.
Η περίπτωση της Κάλλας και η καθυστερημένη και ατυχής προσέγγιση απόδειξης της συλλογικής εκτίμησης, δεν είναι μεμονωμένη.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις κορυφαίων Ελλήνων που ποτέ δεν τους αποδόθηκαν οι πρέπουσες τιμές, δεν αναδείχθηκε ανάλογα η προσφορά τους και καταλήξαμε να παριστάνουμε ότι αναγνωρίζουμε το μέγεθος τους με αποσπασματικές κινήσεις που δεν προσδίδουν κύρος μάλλον αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας.
Μάλλον, είναι καιρός να ξανασκεφτούμε το πλαίσιο μέσα από το οποίο αναδεικνύουμε στις πραγματικότητες του διαστάσεις και με τον προσήκοντα σεβασμό τους σπουδαίους αυτής της χώρας. Να μάθουμε πώς προωθούμε την ουσία του πολιτιστικού μας θησαυρού, ώστε να αποτελεί παράδειγμα και οδηγό για τις νέες γενιές.