/Τα ποιήματα “Τείχη” και “Ας φρόντιζαν” του Κωνσταντίνου Καβάφη

Τα ποιήματα “Τείχη” και “Ας φρόντιζαν” του Κωνσταντίνου Καβάφη

Γράφει η Βαρβάρα Ηλιοπούλου, Πολιτισμολόγος – Κοιν. Επιστήμονας

Τα πρώτα ποιήματα του Καβάφη είναι έντονα επηρεασμένα από τον αθηναϊκό ρομαντισμό. Τα αριστουργήματα της καβαφικής ποίησης, όμως, δημιουργούνται από το 1891 και εξής. Στην πρώιμη περίοδο, στην οποία ανήκει το ποίημα Τείχη, γράφει κάτω από την επιρροή του Παρνασσισμού. Το ποίημα είναι επηρεασμένο, επίσης, από τον γαλλικό συμβολισμό, καθώς η απομόνωση του ατόμου συμβολίζεται εδώ με ένα τείχος που το περικλείει. Λόγω αυτής της τεχνοτροπίας, καταφέρνει με επιγραμματική λιτότητα να διευρύνει την εννοιολογική του ευρύτητα, αφού ο δημιουργός χρησιμοποιώντας ως σύμβολο της ανθρώπινης καταπίεσης τα τείχη αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να δώσει τη δική του εκδοχή.

Ο ποιητής με παραστατικό τρόπο περιγράφει τον βίαιο και ασφυκτικό περιορισμό της ζωής του:

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Όμως είναι βέβαιο, πως αν και γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, δεν αποτελεί μόνο μια προσωπική εξομολόγηση του ποιητή, αλλά αφορά όλους τους ανθρώπους, αφού τα άτομα ποτέ δεν είμαστε απόλυτα ελεύθερα, καθώς ακολουθούμε τις επικρατούσες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής μας. Η άσχημη κατάσταση που του επιβλήθηκε τον απελπίζει, γιατί αισθάνεται πως είχε να κάνει πολλά πράγματα έξω από τα τείχη. Δηλώνει την ανικανότητά του να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Νιώθει πως θα ζούσε εντονότερα, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι περιορισμοί, που τον κρατούν μακριά από την πραγμάτωση των επιθυμιών.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Ο ποιητής αναφέρει ότι δεν κατάλαβε πότε κι από ποιους χτίστηκε το τείχος:
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον

Ίσως ο ποιητής δεν άκουσε τον κρότο, γιατί τα τείχη πάντα υπήρχαν. Τώρα απλώς συνειδητοποιεί πως η ελευθερία δεν είναι δεδομένη και πως δεν είναι εύκολο ο καθένας μας να θέσει από μόνος του τα όριά του.

Από το 1900 και έπειτα ο Καβάφης αρχίζει σταδιακά να απαγκιστρώνεται από τον παρνασσισμό και το συμβολισμό και να κατακτά μια νέα ρεαλιστική φωνή, διατυπώνοντας με μεγαλύτερη τόλμη την πολιτική του κριτική. Το ποίημα Ας φρόντιζαν κινείται στο πεδίο της ιστορίας, καθώς εμπλέκονται πραγματικά πρόσωπα ηγεμόνων, και έχει έντονο πολιτικό και ειρωνικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα ψευδοιστορικό ποίημα, στο οποίο ο ήρωας είναι φανταστικό πρόσωπο και τοποθετείται στην ελληνιστική εποχή. Σε αυτό, όμως, το παρελθόν ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις της σύγχρονης ιστορίας.

Στο ποίημα παρουσιάζεται η παρακμή και ο εκφυλισμός της πολιτικής συνείδησης των ατόμων. Ο ήρωας είναι έτοιμος να υπηρετήσει οποιονδήποτε από τους τρεις ανήθικους πολιτικούς άνδρες, κυνηγώντας το προσωπικό του κέρδος. Δηλώνει, μάλιστα, αθώος για το αψήφιστο της επιλογής του, καθώς κανένας υποψήφιος δεν είναι καλός για την πατρίδα:

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο
Ας φρόντιζαν λοιπόν οι θεοί να είχαν δημιουργήσει έναν τέταρτο καλό κι εκείνος δε θα αναγκαζόταν να δουλέψει για έναν από τους διεφθαρμένους διεκδικητές της εξουσίας:
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν

Δείγμα της καβαφικής ειρωνείας είναι πως παρουσιάζει μια νοσηρή κατάσταση της κοινωνίας που συνεχίζει να εμφανίζεται διαχρονικά. Οι πολίτες συχνά αδιαφορούν για την ασυδοσία των ηγετών, αφήνοντάς τους να πράττουν χωρίς έλεγχο. Όπου, όμως, οι ηγέτες είναι διεφθαρμένοι και αδιάφοροι για το κοινό καλό, συμβαίνει και οι πολίτες να υιοθετούν την αντίστοιχη συμπεριφορά και συνεπώς να ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους συμφέρον. Βασική τεχνική στο ποίημα είναι το προσωπείο ή μάσκα του αφηγητή- πρωταγωνιστή, που ενσαρκώνει την αντίληψη του ποιητή για την πολιτική αναλγησία της εποχής. Παρατηρούμε πως στο Ας φρόντιζαν, η καβαφική ειρωνεία χάνει τον άμεσο διδακτισμό της, γίνεται ατμοσφαιρική και πιο φιλοσοφική. Στα Τείχη, η σύγκρουση ανάμεσα στη βαθύτερη επιθυμία της ελευθερίας και στη πραγματικότητα του εγκλωβισμού, πραγματώνει την καβαφική ειρωνεία.