/Τα διοικητικά συστήματα της Βυζαντινής και της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας κατά τον 9ο αιώνα

Τα διοικητικά συστήματα της Βυζαντινής και της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας κατά τον 9ο αιώνα

Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης

Αναμφίβολα το λυκαυγές του 8ου αιώνα βρήκε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία να αντιμετωπίζει εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της σύνορα καθώς λόγω της αραβικής επέλασης είχε απολέσει σχεδόν το σύνολο των κτήσεων της.

Όμως η εδαφική συρρίκνωση επέδρασε θετικά ως προς το ζήτημα της επιβίωσης της Αυτοκρατορίας καθώς την απάλλαξε από την αυτονόητη μέχρι εκείνη την εποχή προστασία εκτεταμένων συνόρων και εδαφών ενώ παράλληλα ενίσχυσε την πολιτική, εθνολογική, δημογραφική και θρησκευτική της συνοχή καθώς η επικράτεια της περιορίστηκε σε εδάφη που το ελληνικό στοιχείο παρέμενε δημογραφικά ισχυρό και οικονομικά ακμαίο.

Σ΄αυτήν ακριβώς την ιστορική συγκυρία ολοκληρώνεται η μακρά περίοδος της μετεξέλιξης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε μία αμιγώς ελληνική ή εξελληνισμένη μεσαιωνική κρατική οντότητα.

Στην ίδια περίπου ιστορική συγκυρία εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο η φράγκικη αυτοκρατορία με ηγέτη τον Αυτοκράτορα Καρλομάγνο και ως μία απόπειρα κάλυψης του πολιτικού κενού που για μακρά περίοδο δημιούργησε η κατάρρευση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισήγε ένα ιδιαίτερο διοικητικό μοντέλο με κύριο άξονα τους φεουδάρχες και τις φεουδαρχικές σχέσεις.

Βυζαντινή διοίκηση και διακυβέρνηση

Μέχρι την εποχή εκείνη διατηρούνταν σχεδόν αναλλοίωτες οι δομές που είχαν κληρονομηθεί από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όμως οι νέες απειλές που εμφανίστηκαν και έθεταν σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας και οδήγησαν σε ριζική αναδιάρθρωση το μοντέλο διοίκησης. Η ιστορική ανάλυση άλλωστε έχει καταδείξει πως το γεγονός ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατόρθωσε να επιβιώσει σ’ αυτήν την εξαιρετικά δυσχερή ιστορική συγκυρία, χάρη στην διοίκηση της καθώς ελάχιστες κρατικές οντότητες είχαν την ικανότητα να προσαρμόζονται στις ανάγκες της εκάστοτε εποχής.

Είναι προφανές πως η Βυζαντινή διοίκηση δεν διαμορφώθηκε θεσμικά από την μία στιγμή στην άλλη. Ούτε βέβαια   σχεδιάστηκε σε μία ιστορική συγκυρία αλλά αντίθετα υπήρξε μετεξέλιξη του ρωμαϊκού μοντέλου που συχνά αναπροσαρμοζόταν και αναθεωρούνταν ώστε να ανταποκρίνεται στον στρατηγικό ρόλο της Αυτοκρατορίας εξετάζοντας τις δυνατότητες αλλά και τους κινδύνους που παρουσιαζόταν στο απαιτητικό και επικίνδυνο περιβάλλον της.

Άλλωστε το συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας που στην κορυφή της πυραμίδας του είχε τον Αυτοκράτορα, η ευέλικτη και ταυτόχρονα αποτελεσματική διοίκηση που στελεχωνόταν από εξαιρετικά μορφωμένους αξιωματούχους, η διοικητική ομοιογένεια, σε συνδυασμό με την διπλωματική ικανότητα, την χρήση της πλέον προηγμένης για την εποχή τεχνολογίας, την πολιτισμική επιρροή , την ισχυρή και πολυδιάστατη οικονομία και πάνω απ’ όλα η στρατιωτική ισχύ κατέστησαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία την μεγαλύτερη δύναμη της μεσαιωνικής περιόδου.

Ο ρόλος του Αυτοκράτορα    

Στην κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας βρισκόταν ο Αυτοκράτορας ο οποίος συνεχίζοντας την Ρωμαϊκή παράδοση θεωρούνταν εκπρόσωπος του Θεού και διατηρούσε πλήρεις νομοθετικές αρμοδιότητες. Είχε το δικαίωμα να απονείμει τίτλους, τιμές και αξιώματα και να ορίζει τις πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες βασιζόμενος στο σύνολο της κρατικής μηχανής και του προσωπικού της είτε αυτό προερχόταν από την δημόσια διοίκηση και την τάξη των συγκλητικών, είτε από τον κλήρο ή το στράτευμα.

Διοικητική διάρθρωση – θέματα

Προσδιορίζοντας ως βασικό στόχο την αναχαίτιση των εξωτερικών εχθρών, των Αράβων στα νότια και νοτιοανατολικά και των Βουλγάρων και Σλάβων στα βόρεια και βορειοδυτικά, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενοποίησε τις έννοιες της άμυνας, της ασφάλειας και της διοίκησης.

Η νέα αμυντική οργάνωση βασίστηκε στην στρατολόγηση αγροτών, στρατολογημένων από τον εθνικό στρατό που στρατολογούνταν, εκπαιδευόταν και στρατοπέδευαν στους τόπους ή κοντά στους τόπους καταγωγής τους και αμειβόταν κυρίως με την παραχώρηση γαιών από το κράτος προς αυτούς.

Ταυτόχρονα η επικράτεια της Αυτοκρατορίας διαιρέθηκε σε στρατιωτικές περιφέρειες που ονομάστηκαν και αυτές θέματα και αποτελούσαν τις περιφέρειες της επαρχιακής διοίκησης. Το θέμα ως ενιαία γεωγραφική ενότητα και ως στρατιωτικό σώμα και ως διοικητική περιφέρεια τέθηκε κάτω από την διοίκηση ενός ανώτατου στρατιωτικού που έφερε τον τίτλο του στρατηγού που λειτουργούσε ως τοποτηρητής του Αυτοκράτορα, είχε απόλυτες στρατιωτικές και πολιτικές αρμοδιότητες και ήταν πλαισιωμένος από ένα στρατιωτικό επιτελείο και μια σύνθετη μορφή διοίκησης αποτελούμενη από πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους, εφοριακούς και δικαστικούς.

Η διοικητική οργάνωση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας  

O Kαργλομάγνος γιος και διάδοχος του Φράγκου βασιλιά Πιπίνου του βραχύ, με αδιάκοπους πολέμους κατόρθωσε να επεκτείνει το Φράγκικο βασίλειο και να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο χριστιανικό κράτος , το πρώτο που εμφανίστηκε μετά την κατάρρευση της Ρώμης στην δυτική Ευρώπη. Επέδειξε σημαντικές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες και επέβαλε ένα πρωτόγνωρο για την δυτική Ευρώπη σύστημα διοίκησης, βασιζόμενος κυρίως στην φράγκικη Αριστοκρατία από την οποία προερχόταν και ο ίδιος. Με τεράστιες παραχωρήσεις καλλιεργήσιμων εκτάσεων τόσο στα εδάφη του Φράγκικου βασιλείου και κυρίως στα εδάφη που κατόρθωσε να θέσει κάτω από τον έλεγχο του με τους αλλεπάλληλους επεκτατικούς πολέμους, προώθησε περεταίρω το πρότυπο του πολέμαρχου-γαιοκτήμονα συσπείρωσε γύρω του το σύνολο σχεδόν των φεουδαρχών.

Παρότι λόγω των συνεχόμενων πολεμικών αναμετρήσεων συνέχισε την Φράγκικη παράδοση του μονίμως εκστρατεύοντα βασιλιά πολεμιστή, όρισε ως έδρα της μέχρι τότε περιοδεύουσας αυλής του το Αιξ-λα- Σαπέλ σημερινό Ααχεν, συγκροτώντας την πρώτη μορφή κεντρικής διοίκησης. Η βασιλική αυλή αναδείχτηκε στον κυριότερο πόλο της βασιλικής εξουσίας, εξέλιξη που επηρέασε την βασιλική διακυβέρνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη στους αιώνες που ακολούθησαν.

Είναι προφανές πως εκείνη την εποχή δεν είχε θεσμοθετηθεί με τρόπο σαφή ο διαχωρισμός ανάμεσα σε δημόσιες και ιδιωτικές αρμοδιότητες, ο αριθμός των αξιωματούχων της αυλής αυξήθηκε, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η παρουσία και η βαρύτητα των κληρικών της αυλής της επονομαζόμενης cappela που είχαν αναλάβει την ευθύνη των εκκλησιαστικών δημοσιεύσεων, την αποστολή της επίσημης αλληλογραφίας και την έκδοση των βασιλικών διπλωμάτων και διαταγμάτων.

Την περίοδο της βασιλείας του Καρλομάγνου σημαντική πρόοδος καταγράφηκε στους τομείς της τήρησης των δημοσίων αρχείων και της γραμματειακής υποστήριξης της βασιλικής εξουσίας. Η γραμματεία του Καρλομάγνου εξέδιδε διατάγματα τα οποία ονομάστηκαν καπιτουλάρια επειδή ήταν αρθρωμένα σε κεφάλαια (capitula). O αρχιγραμματέας της αυλής ονομάστηκε καγκελάριος, τίτλος που διασώζεται μέχρι τις μέρες μας και στο πρόσωπο του συγκεντρωνόταν πολλές αρμοδιότητες που ανέδειξαν τον ρόλο του.

Θέτοντας ως στόχο της καθιέρωση ενός αποτελεσματικού συστήματος στρατολόγησης για το σύνολο των υπηκόων του, προχώρησε στην πλήρη καταγραφή των γαιών καθορίζοντας τον αριθμό των πεζών και των εφίππων στρατιωτών σε συνάρτηση με το μέγεθος της γαιοκτησίας. Παράλληλα επέβαλε   ειδική εισφορά για όσους αδυνατούσαν να καλύψουν το κόστος του στρατιωτικού εξοπλισμού και της θητείας.

Ταυτόχρονα ο Καρλομάγνος θεσμοθέτησε ένα μοντέλο τοπικής διοίκησης το οποίο ήταν απαραίτητο για να διοικηθεί μία τόσο μεγάλη σε έκταση κρατική οντότητα. Πυρήνας του νέου διοικητικού μοντέλου ήταν η κομητεία. Το βασίλειο του Καρλομάγνου διαιρέθηκε σε 250 κομητείες. Ο διοικητής της κάθε Κομητείας έφερε τον τίτλο του Κόμη διοριζόταν από τον βασιλιά και σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων προερχόταν από την φράγκικη αριστοκρατία και συνήθως ήταν ο μεγαλογαιοκτήμονας ή ο κυριότερος πολιτικός, στρατιωτικός ή οικονομικός παράγοντας της περιοχής.

Ο Κόμης λειτουργούσε εξ΄ονόματος του βασιλιά, προήδρευε του τοπικού δικαστηρίου, ενώ συγκέντρωνε τον στρατό της Κομητείας και ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη της εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας κρατώντας ως αμοιβή ένα ποσοστό των προστίμων.

Ο ρόλος της εκκλησίας στην Βυζαντινή και την Καρολίγγεια Αυτοκρατορία

Όπως όλες σχεδόν οι θρησκείες έτσι και η ορθόδοξη χριστιανοσύνη είχε αποκαλυπτικό περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο επηρέασε όχι μόνο την θρησκευτική πίστη αλλά και την καθημερινότητα και την ιδεολογία των Βυζαντινών. Για τους Βυζαντινούς η Αυτοκρατορία τους υπήρξε ο γεωγραφικός χώρος όπου είναι απαραίτητο να ολοκληρωθεί το σωτηριολογικό σχέδιο με βάση την ορθή χριστιανική πίστη, δηλαδή την ορθοδοξία. Τόσο το κράτος όσο και η εκκλησία είχαν αναλάβει το έργο της ολοκλήρωσης του, με αποτέλεσμα οι οργανικές και λειτουργικές σχέσεις κράτους εκκλησίας που είναι προφανές πως είχαν βαθιές ιστορικές ρίζες που επεκτάθηκαν σε κάθε πτυχής της καθημερινότητας και αποτελούν ουσιαστικά το βασικό χαρακτηριστικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή την παράλληλη αλλά αυτόνομη παρουσία της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας.

Ως συνέχεια της Ρωμαϊκής παράδοσης παρέμεινε η ιερότητα του προσώπου του Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης ο οποίος συνέχισε να θεωρείται σ’ ολόκληρη την υπερχιλιετή Βυζαντινή πορεία ως εκλεκτός του Θεού και υπόγραφε ως <<Χριστός του Θεού πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων>> και βάση αυτών των ιδιοτήτων ήταν υποχρεωμένος να διοικεί την Αυτοκρατορία με βάση τις αρχές της αμερόληπτης δικαιοσύνης, της ευεργεσίας, της αγαθότητας έχοντας επίσης και την ιερή υποχρέωση να προστατεύει την ορθοδοξία.

Αυτονόητα ο Αυτοκράτορας θεωρήθηκε εκπρόσωπος του Θεού για τα κοσμικά ζητήματα και ο πατριάρχης για τα θρησκευτικά. Όμως η βούληση του Αυτοκράτορα ήταν σαφώς ισχυρότερη από την αντίστοιχη του πατριάρχη ακόμα και σε αμιγώς θρησκειολογικά ή εκκλησιαστικά ζητήματα. Ενδεικτικό είναι άλλωστε πως εκείνος συγκαλούσε τις οικουμενικές συνόδους που διευθετούσαν δογματικά ζητήματα. Ο ίδιος ο πατριάρχης ουσιαστικά διοριζόταν από τον Αυτοκράτορα. Αυτό προφανώς σήμανε πως η εκκλησία είχε δευτερεύοντα ρόλο στον βυζαντινό κόσμο, ειδικά από τον 10ο αιώνα που η ιστοριογραφία υπερτονίζει με τρόπο εμφατικό την ισότιμη συνεργασία και των δύο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πως από την εποχή εκείνη Αυτοκράτορας και πατριάρχης προχωρούσαν από κοινού σε δημόσιο προσκύνημα.

Καθήκον του Αυτοκράτορα λοιπόν ήταν η διασφάλιση της ενότητας και της ομαλής λειτουργίας της εκκλησίας καθώς η ίδια η εκκλησία ήταν στην πραγματικότητα μία κρατική εκκλησία συνδεμένη με το κράτος και τις κρατικές δομές.

Είναι προφανές πως η ισχύς της εκκλησίας απέρρεε σε μεγάλο βαθμό από την υποχρέωση του Αυτοκράτορα να τηρεί τους νόμους. Παρόλα αυτά πηγή της πραγματικής της δύναμης ήταν η έλξη της διδασκαλίας της, που έλυνε τα οξύτατα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, με την οργάνωση της αλλά και την οργάνωση του μοναχικού βίου και τέλος με την περιουσία της και την φιλανθρωπική της δράση.

Αντίθετα στην δύση η απουσία συγκροτημένης πολιτείας και θεσμών έδωσε δύναμη στους πάπες και η εκκλησιαστική οργάνωση της εμποτίστηκε με τις παραδόσεις του τύπου. Οι ιστορικές συνθήκες εκεί της επέτρεψαν να αναλάβει σε μεγάλο βαθμό και την κοσμική εξουσία.

Καθώς ήδη από την εποχή του πρώιμου μεσαίωνα οι αντιθέσεις που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στην Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη ήταν αγεφύρωτες, τόσο ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας όσο και ο οικουμενικός πατριάρχης ουδέποτε αναγνώρισαν με τρόπο σαφή τα πρωτεία του Πάπα, ενώ από την άλλη πλευρά οι Πάπες και το σύστημα εξουσίας γύρω τους ουδέποτε αποδέχτηκαν να ακολουθήσουν τις νόρμες μιας αυτοκρατορίας που αποδυνάμωνε την χριστιανική οικουμενικότητα του παπισμού που άλλωστε ήταν και η κύρια πηγή της δύναμης του.

Αυτονόητα λοιπόν η παπική εκκλησία ήταν προσανατολισμένη προς την δύση και ειδικότερα στους Φράγκους βασιλείς. Η εγκαθίδρυση της δυναστείας των Πεπινίδων στα μέσα περίπου του 7ου αιώνα οριοθέτησε την στενή πλέον συνεργασία της Ρώμης με τους Φράγκους βασιλείς.

Οι σχέσεις φθοράς και διαρκούς τριβής που συχνά είχαν χαρακτήρα ανοιχτής σύγκρουσης οριστικοποιήθηκε επίσημα όταν η ρωμαιοκαθολική εκκλησία έθεσε τέλος σε κάθε μορφή ιεραρχικής και πολιτικής εξάρτησης με την Κωνσταντινούπολη το 800 μ.Χ όταν ο Πάπας Λεόντιος ο Γ   αναγόρευσε και έχρισε τον Καρλομάγνο Αυτοκράτορα και Αύγουστο των Ρωμαίων. Η στόχευση του ήταν διττή, καθώς αποσκοπούσε σε μία μοναρχία με ξεκάθαρα θεοκρατικό χαρακτήρα και προκαθορισμένους ρόλους. Ο Φράγκος Αυτοκράτορας θα ήταν αδιαφιλονίκητος πολιτικός ηγέτης σε ολόκληρη την γεωγραφική έκταση που άλλοτε κάλυπτε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Πάπας αδιαμφισβήτητος θρησκευτικός ηγέτης ολόκληρης της χριστιανοσύνης που θα όριζε τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην Κωνσταντινούπολη που στην ουσία ο Αυτοκράτορας διόριζε τον Πατριάρχη.

Η στέψη όχι τυχαία έγινε την μέρα των Χριστουγέννων του 800 μ.Χ γεγονός που υπήρξε αφετηρία της διαμάχης μεταξύ της δύσης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθώς οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τον μόνο νόμιμο συνεχιστή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η στέψη του Φράγκου ηγεμόνα Καρλομάγνου από τον πάπα ως Αυτοκράτορα αντιμετωπίστηκε με έντονη αντίδραση και αποδοκιμασία από τους Βυζαντινούς και ουδέποτε αναγνωρίστηκε από την Κωνσταντινούπολη εξέλιξη που οριστικοποίησε και οριοθέτησε τόσο στον πολιτικό όσο και στον θρησκευτικό τομέα τον διχασμό δύσης και ανατολής στην Ευρώπη..

Συμπεράσματα

Είναι προφανές πως στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία η εκκλησία βρισκόταν κάτω από τον Αυτοκρατορικό έλεγχο καθώς ακόμα και ο ίδιος ο πατριάρχης διοριζόταν από τον Αυτοκράτορα.

Αντίθετα στην δυτική Ευρώπη ο διαχωρισμός μεταξύ της κρατικής εξουσίας και εκκλησίας ήταν ξεκάθαρος. Καθώς η απουσία για μεγάλα χρονικά διαστήματα της πολιτικής εξουσίας ενίσχυσε τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό σημείο διαφοροποίησης ήταν η κοινωνική θέση των κληρικών καθώς στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία η απόσταση μεταξύ κλήρου και λαού ήταν ελάχιστη καθώς ο οποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει μοναχός ή μέλος του κατώτερου κλήρου, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις λαϊκών ανθρώπων που κατέλαβαν ανώτερα ή ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα, ενώ οι κατώτεροι κληρικοί είχαν το δικαίωμα να νυμφεύονται σε αντίθεση με την δύση που απαγορευόταν, ενώ ο δυτικός κλήρος είχε τα χαρακτηριστικά μίας στρατευμένης ελίτ που ασκούσε μεγάλη επιρροή στην πολιτική εξουσία.