Ο Δημήτρης Βασιλειάδης, ιδιοκτήτης του Βιβλιοπωλείου Παίδευσις Βασιλειάδης μιλά για τον κόσμο του βιβλίου στη Μαρία Γκολγκάκη.
1.Είσαστε ο ιδιοκτήτης του Βιβλιοπωλείο Παίδευσις Βασιλειάδης που βρίσκεται στα Γιαννιτσά του νομού Πέλλας. Θέλετε να μας πείτε πως ένας τελειόφοιτος της ΑΒΣΘ αποφάσισε να ανοίξει βιβλιοπωλείο;
Είμαι τελειόφοιτος της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Το μαγαζί το άνοιξε ο κυρ-Στάθης το 1972 κι εγώ το πήρα στα χέρια μου το 1986. Ο πατέρας μου ήταν καφετζής αλλά από παράδοση βιβλιόφιλος. Έτσι όταν αποφάσισε να κλείσει το καφενείο (η κούραση ήταν υπερβολική κι ο ίδιος έπασχε από καρδιά) ήξερε τι δουλειά θα έκανε. Εγώ ήθελα να ασχοληθώ με τη λαογραφία, την ιστορία, και γενικότερα με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, φλερτάριζα και με τη φιλοσοφική σχολή. Τη σχολή μου την αγάπησα αλλά ο νους μου και η καρδιά μου ήταν αλλού. Έτσι το βιβλιοπωλείο με κρατούσε κατά κάποιο τρόπο κοντά σε όσα αγαπούσα.
2.Να υποθέσω δηλαδή πως καταπιαστήκατε να διαβάζετε πάνω σε όλα αυτά;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που να «καταπιάστηκα», με την έννοια πως διαβάζω πολλά και διάφορα. Έχω βέβαια μια ιδιαίτερη αδυναμία σε βιβλία λαογραφίας, ιστορίας, (ιδιαίτερα Βυζαντινή που είναι η μεγάλη μου αγάπη) μελέτες, δοκίμια κ.α.
3.Πως πήρε το όνομα του το βιβλιοπωλείο σας;
Η ονομασία ”Παίδευσις” προέρχεται από μια έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που λέει: ”Παίδευσις… των παρ΄ημίν αγαθών είναι το πρώτον.” Και η οποία σημαίνει: «η παιδεία από όλα τα αγαθά που έχουμε είναι το πρώτο»
4. Είσαστε από τις περιπτώσεις ανθρώπων όπου το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω από εμπόρευμα. Θέλετε να μας πείτε κάτι για αυτό;
Το βιβλίο δεν είναι res, δεν είναι πράμα δηλαδή, ένα αντικείμενο απλά προς πώληση. Είναι πρωτίστως ένα προϊόν πολιτισμού. Κι αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους τους συντελεστές που εμπλέκονται, από την δημιουργία του, μέχρι την κατάληξή του στα χέρια του βιβλιόφιλου. Ο λόγος, που κατά τη γνώμη μου η βιβλιοφιλία στην πατρίδα είναι καχεκτική, βρίσκεται στο γεγονός ότι οι συντελεστές που προανέφερα δεν έχουν αντιληφθεί το θεμελιώδες. Ότι δηλαδή το βιβλίο είναι πρωτίστως προϊόν πολιτισμού.
5. Φέτος κλείνετε τα 50 χρόνια λειτουργίας. Φαντάζομαι έχετε φιλοξενήσει άπειρα βιβλία στα ράφια σας. Θέλετε να μας αναφέρετε κάποιους αγαπημένους σας λογοτέχνες;
Ο μεγαλύτερος ξένος λογοτέχνης εν ζωή, με διαφορά για μένα, είναι ο Ουελμπέκ. Υπάρχουν κι άλλοι που μου αρέσουν όπως π.χ. ο Ροθ, αλλά ο Ουελμπέκ είναι το κάτι άλλο. Ο Ντοστογιέφσκι της Δύσης όπως μου αρέσει να τον αποκαλώ. Τώρα, γενικά, από την ξένη λογοτεχνία είμαι λάτρης των Ρώσων κλασσικών, και των μεγάλων Γάλλων επίσης. Ο μεγαλύτερος Έλληνας πεζογράφος, και σύμφωνα με ειδικούς και μελετητές του έργου του, ένας από τους τρείς μεγαλύτερους διηγηματογράφους του κόσμου μαζί με τον Τσέχωφ και τον Γκυ ντε Μωπασάν, η μεγάλη μου λατρεία, είναι ο Παπαδιαμάντης και μετά ο Μακρυγιάννης. Αλλά αυτός που με μύησε στη μοντέρνα λογοτεχνία, άρα ο δάσκαλός μου, είναι ο Θεοτοκάς. Είναι αυτός που με έμπασε στο μεγαλύτερο, κατά τη γνώμη μου, πολιτιστικό φαινόμενο της σύγχρονης ιστορίας του λαού μας, την γενιά του ΄30. Και άρα στον Σεφέρη, στον Ελύτη, στον Ρίτσο, στον Εγγονόπουλο, στον Εμπειρίκο, στον Βενέζη, στον Κόντογλου, τον Γκάτσο, τον Καραγάτση τον Τσαρούχη, τον Μάνο τον Χατζηδάκι, στον Ζ. Λορεντζάτο, στον Πικιώνη κ.α., που στάθηκαν δάσκαλοί μου στη ζωή. Όχι μόνο ως προς την τέχνη, αλλά και ως στάση ζωής. Πάντοτε, ακόμα και στην Τέχνη, εν προκειμένω στην λογοτεχνία, το ζητούμενο για μένα ήταν και είναι η αναζήτηση της ‘’ρίζας’’ μου. Όλοι αυτοί οι λογοτέχνες με τους οποίους είμαι παθιασμένος ήσαν οι οδηγοί μου σε αυτήν την αναζήτηση.
6. Τι εννοείτε όταν λέτε Τέχνη, πως την ορίζετε στο μυαλό σας, εάν και εφόσον ορίζεται με κανόνες.
Ένας αγαπημένος ορισμός για την τέχνη, γεμάτος μυστήριο, που σε βάζει να σκεφτείς, είναι αυτός ο στίχος του Ρίτσου, ‘’Η σημασία της τέχνης -είπε- ίσως να βρίσκεται σε αυτό που παραλείπουμε, θελημένα ή αθέλητα’’. Αν όντως είναι έτσι, και ό,τι έχει δημιουργηθεί στον πολιτισμό είναι προϊόν ‘’θελημένων ή αθέλητων παραλείψεων’’, τότε, όλα τα μεγάλα έργα της Τέχνης του ανθρώπου είναι ό,τι αφόρισε, και ό,τι αγάπησε και μίσησε βαθειά. Όταν όμως μιλάω για Τέχνη, μιλάω γι αυτήν και στην διαχρονία της. Δεν νοείται π.χ. να θες να λέγεσαι έλληνας ποιητής και να μην έχει διαβάσει Σαπφώ, Όμηρο ή ”Άσμα-ασμάτων, κι ας ανήκει θεωρητικά σε άλλον λαό, στους Εβραίους. Το γεγονός ότι ανήκει στα ιερά βιβλία της πίστης μας το κάνει τόσο ελληνικό. Δεν μπορεί να μη έχεις διαβάσει Πτωχοπρόδρομο ή την παραδοσιακή ποίηση του λαού μας. Και δεν σου μιλάω για Σολωμό ή Κάλβο. Αλλιώς για μια ζωή ”αλλού θα αρμενίζεις”. Δεν νοείται να λες πως είσαι πεζογράφος και να μην έχεις διαβάσει αρχαία τραγωδία. Δηλαδή να μην έχεις μια αφετηρία, να μην έχεις ορίσει το ‘’αρχέτυπό’’ σου, το πρωτεϊκό σου. Τέλος ένας ακόμα ορισμός, ας το πούμε κι έτσι, για την Τέχνη, βρίσκεται σ΄ αυτό που είπε ο Νίτσε: ‘’Να κοιτάζεις την Επιστήμη με τα μάτια της Τέχνης και την Τέχνη με τα μάτια της Ζωής’’. Άρα, τα πάντα είναι Τέχνη.
7. Θεωρείτε πως η Ελλάδα θα ξαναβγάλει ανθρώπους σαν τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και όλα τα ιερά τέρατα.
Ναι, πιστεύω πως ναι. Υπάρχει όμως εδώ ένα ζήτημα. Ενώ έχουμε φανταστικούς ποιητές, έχω την εντύπωση πως η ποίησή και η λογοτεχνία μας γενικότερα δεν έχει βρει τον βηματισμό της, τουλάχιστον εκείνον της γενιάς του΄30 ή του ΄40. Και όταν λέω ‘’βηματισμό’’ εννοώ το εξής: Η Γενιά του ΄30 για παράδειγμα θέλησε να ‘’δει’’ την Ελλάδα αλλιώς. Θέλησε μιαν Ελλάδα ενεργό κομμάτι αυτού του παγκόσμιου πολιτισμικού αλισιβερισιού, μιαν Τέχνη που να δείχνει στους άλλους ποιοι είμαστε και τι είμαστε κι εμείς (οι Έλληνες). Σ΄ αυτό που λέω δεν υπάρχουν εθνικιστικά προτάγματα. Καθόλου. Υπήρχε η ανάγκη μιας γενιάς να προσφέρει σε όλο τον κόσμο το μερίδιο της Ελλάδας στον πολιτισμό. Υπήρχε η ανάγκη για μιαν Ελλάδα μεστή πολιτισμικά κι όχι μια Ελλάδα ζήτουλας κι αντιγραφέας της κάθε ξένης κουλτούρας. Ε, όλα αυτά που ανέφερα, νομίζω πως απουσιάζουν, ως στοιχεία πολιτισμικής ταυτότητας, από τους ειλικρινά ταλαντούχους νέους τεχνίτες μας.
8. Μπορείτε να μου δώσετε έναν ορισμό της λογοτεχνίας;
Νομίζω πως ο ορισμός βρίσκεται ακριβώς στην ίδια την λέξη. Να δίνεις στον κόσμο αυτό που θες να πεις, όχι όπως θα το έλεγες συνήθως, αλλά φανερώνοντας και προσδίδοντάς το οπτικές και νοήματα που ‘’θελημένα ή αθέλητα παραλείπεις’’.
9. Τι κάνει ένα βιβλίο αυτό που λέμε «καλό»;
Ένα βιβλίο είναι όμορφο ή παίζει εν πάσει περιπτώσει σωστά τον ρόλο του, όταν σου αποκαλύπτει τον εαυτό σου πρωτίστως και ταυτόχρονα τον κόσμο. όταν βρίσκεις κομμάτια του εαυτού σου μέσα του. Κι ας ανήκει το βιβλίο σε μπασκλασαρία λογοτεχνία (εδώ σημασία έχει πως ξεκίνησες να διαβάζεις. Πρόσεξε όμως. Μην μείνεις εκεί, μην στέκεις αυτάρεσκα νοιώθοντας πλήρης σαν να έφθασες με αυτά στους ‘’Παρνασσούς’’ της λογοτεχνίας. Ο δρόμος είναι μακρύς και η αναζήτηση μεγάλη, αλλά τόσο γοητευτική)
10. Ευχόμαστε το βιβλιοπωλείο σας να συνεχίσει να είναι φάρος γνώσης για πολλά ακόμη χρόνια.
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Χάρηκα πολύ που με φιλοξενήσατε.