/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Θεόδωρο Π. Ζαφειρίου

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Θεόδωρο Π. Ζαφειρίου

Ο ποιητής Θεόδωρος Π. Ζαφειρίου απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ποιητικής συλλογής “Λύπη” από τις εκδόσεις Andy’s Publishers.

Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά την ποιητική σας συλλογή «Λύπη»;

Ως νοερό αποχαιρετισμό φίλων και αγαπημένων συγγενών, που ξενιτεύτηκαν ανεπιστρεπτί χωρίς ρεαλιστική προσδοκία να τους ξανασυναντήσω στην δική μου απο-εκ-δημία. Το κάθε ποίημα κι ένα μαντήλι, για όσο θα το κουνάει ο αέρας της συγκίνησης, όπως εκείνα τα χιλιάδες στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες στον Πειραιά  του ΄60, όχι όμως προς ένα υπερωκεάνιο, αλλά προς μία βάρκα ξηράς,  που βυθίζεται στο μαύρο φόντο μιας χρονολογίας χωρίς λογική σειρά, μ΄ έναν κάθε φορά επιβάτη.

Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, ο αναγνώστης;

Την ταύτιση με κάθε δικό του πένθος για τους αγαπημένους του κεκοιμημένους. Αυτό το πένθος που είναι στην πραγματικότητα η φλόγα  της οριστικής αγάπης, εκείνης δηλαδή, που δυνάμωσε και φούντωσε η υλική απώλεια του προσώπου αναφοράς της. Και που συμβολίζεται και συντηρείται, πολύ περισσότερο από το περιορισμένης διάρκειας αναμμένο κερί στο μνήμα, με την επιμονή  της μνήμης.

Η ματαιότητα της ύπαρξης και ο θρήνος μπρος στην απώλεια της, θα παραμένει ένα άλυτο μυστήριο για τον άνθρωπο;

Τί να σας πω, εξαρτάται από τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Για εμένα, ναι. Αλλά βλέπετε, αι θρησκείαι πάσαι βεβαιώνουν με απόλυτο τρόπο και περιγράφουν λεπτομερώς τί μέλλει γενέσθαι και μετά θάνατον. Μακάριοι λοιπόν οι πιστοί. (Αν και φοβάμαι, πολλοί από τους συνανθρώπους μας, λογικά σκεπτόμενοι, μάλλον δεν θα εύχονται μετά θάνατον ζωή καθότι αυτή σημαίνει και κρίση των εν ζωή πεπραγμένων τους.) Προς τί λοιπόν ο γόος και κοπετός; Γιατί εγώ δεν συνάντησα κανέναν ευτυχή και γελαστό μπροστά στην υλική έστω απώλεια.  Αυτό παραμένει για εμένα επίσης ένα  άλυτο μυστήριο. Πρέπει παρά ταύτα να παραδεχτώ την ανάγκη της ελπίδας, που εναποθέτουν οι άνθρωποι (εκτός από τις πολλά υποσχόμενες ιδεολογίες που αργά ή γρήγορα μεταβάλλονται και αυτές σε θρησκείες) στον Θεό, με οποιαδήποτε μορφή και όνομα, κατά βάση, για να ακυρώσουν την ματαιότητα της ύπαρξης. Και στις δύσκολες στιγμές τους με την επίκλησή Του προς βοήθεια δια της λυτρωτικής προσευχής. Δεν μπορώ λοιπόν να αμφισβητήσω τα ευεργετικά και θεραπευτικά αποτελέσματα της πίστης,  τα οποία καθιστούν ακόμη και την επιστημονική, ή επιστημονικοφανή, αν θέλετε, ερμηνεία, περί αυθυποβολής, χωρίς νόημα. Άλλωστε η συγκλονιστική εικόνα ανθρώπων, που  ανεβαίνουν στα γόνατα έναν αντίθετο Γολγοθά, από το λιμάνι της Τήνου προς τον Ναό της Παναγίας και η ακράδαντη πεποίθησή τους στο Θαύμα, ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί, προκαλεί τουλάχιστον τον καθόλου μυστηριώδη για το μυστήριο της πίστης θαυμασμό.

Ποιες είναι γενικότερα οι πηγές έμπνευσης των έργων σας;

Εν δυνάμει τα πάντα. Αν και ως άνθρωπος της πόλης (και μάλιστα μεγαλουπόλεων και δη της Αθήνας) αδυνατώ, όχι επειδή δεν με συγκινεί η φύση, αλλά λόγω άγνοιας ακόμη και του λεξιλογίου, που την περιγράφει, αισθάνομαι δηλαδή παντελώς ανίκανος να ανταποκριθώ στην ποιητική της κλήση. Αναπληρώνω βέβαια αυτό το ποιητικό κενό ως αναγνώστης. Έτσι απολαμβάνω τις Κυκλάδες του Ελύτη. Την Μονεμβασία του Ρίτσου. Τους θρηνητικούς στίχους του Σεφέρη για τον χαμένο παιδικό μικρασιατικό παράδεισο. Ακόμα και τους σαρκαστικούς του Καρυωτάκη για το φυσικό περιβάλλον της Πρέβεζας, όπου σε αντίθεση με την χλωρίδα, από την πανίδα μόνο οι κάργες μνημονεύονται προκειμένου να εκφράσουν και να επιτείνουν την καταθλιπτική ατμόσφαιρα της μίζερης επαρχίας και των στενόμυαλων ανθρώπων της. Αλλά εγώ την ποιητική συγγένειά μου την βρίσκω στα  οικεία μου αλλά χαμένα πια Αθηναϊκά καπηλειά του Λειβαδίτη και στα μακρινά Αλεξανδρινά του Καβάφη.

Πώς κρίνετε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση; Υπάρχει μεγάλος όγκος εκδόσεων. Συμβαδίζει όμως με την ποιότητα;

Όχι. Και να ‘ταν μόνον οι έντυπες εκδόσεις; Το διαδίκτυο επιτείνει την σύγχυση, μολονότι προσφέρει την δημοκρατική δυνατότητα όλων ανεξαιρέτως  να δημοσιοποιήσουν τα πονήματά τους. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει αμείλικτο και αφορά στη σχέση της Δημοκρατίας με την Τέχνη.  Το απαντά όμως μόνον η παιδεία και η ευαισθησία, δηλαδή η επάρκεια των αναγνωστών. Η ικανότητά τους να ξεχωρίσουν την ήρα απ’ το στάρι. Την έχουν, πόσοι και σε ποιο βαθμό; Ομολογώ, ότι εγώ τουλάχιστον επηρεάζομαι συχνά από το χειρότερο εις βάρος του καλύτερου, (ίσως από την κακή διάθεση που με συνοδεύει στο πέρασμα από το ένα στο άλλο) παρά την επαγγελματική ας πούμε διαστροφή μου να αντιλαμβάνομαι από τις πρώτες κιόλας σειρές ενός έργου περί τίνος πρόκειται. Ασφαλώς όλες οι γνώμες και αποτιμήσεις υποκύπτουν στο υποκειμενικό κριτήριο. Αυτό όμως εξαντλείται όταν προσκρούει στο αντικειμενικό, πάνω δηλαδή στην διαχωριστική γραμμή, που ορίζεται από την στοιχειώδη αναγνωστική επάρκεια.

Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;

Θα απαντήσω με στίχους από το τρίστροφό μου «Μοιρασιά»: Κοινή είναι η μοίρα-Να μοιράζεται το κλάμα / Όλα τα νεογέννητα-Το μοιράζονται μαζί / Μαζί κι οι μελλοθάνατοι-Που συνοδεύουν τους νεκρούς (Deliveries, 2018). Αλλά μέχρι να αναλάβει το έργο της η μοίρα, η τύχη παίζει τον ρόλο της, συχνά μοιραίο. Ως προς την ποίηση, ο Ελύτης ταξινομεί την τύχη στο τέλος των τριών Τ της επιτυχίας: Ταλέντο-Τόλμη-Τύχη. Δεν θα διαφωνούσα ως προς τα τρία Τ. Θα άλλαζα όμως την σειρά. Τύχη (να γεννηθείς με) Ταλέντο, και έπεται η Τόλμη.

Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την συγγραφή και γιατί επιλέξατε την ποίηση ως μέσο έκφρασης;

Τα ραδιοφωνικά θεατρικά έργα του ΄60, που μου εξήπταν την φαντασία και η Διάπλαση των Παίδων, που έδινε την ευκαιρία στα παιδιά από την είσοδο μέχρι την έξοδο της εφηβείας να εκφραστούν λογοτεχνικά. Ξεκινώντας με μικρά πεζά γρήγορα κατάλαβα, ότι ακόμη και ιστοριούλες μπορούσα να τις πω με συμπυκνωμένους στίχους. Αργότερα με παραβολές και υπαινικτική σιωπή. Και πολύ αργότερα με κρυπτικό τρόπο αξιοποιώντας την αμφισημία, το εννοιολογικό πολυεπίπεδο των λέξεων  και όλα τα μέσα που διαθέτει ο ποιητικός λόγος για να συνεπάρει τον αποδέκτη του. Έτσι κατέφυγα συχνά και στα μέτρα και στις ομοιοκαταληξίες, τα κλασσικά μέσα, που ακόμα κι αν δεν υπακούουν στην παραδοσιακή στιχουργική δομή και συμπλέκονται  με ελεύθερους στίχους μπορούν νομίζω να μπολιασθούν εκατέρωθεν και να λειτουργήσουν ως ένα ομοιογενές σύνολο, υπό την προϋπόθεση ότι παράγουν μουσικό ήχο. Αρκεί να ξεφεύγουν από πολυφορεμένα έως φθαρμένα σχήματα, να διαθέτουν την πρωτοτυπία εκείνη, που δεν εξαντλείται μόνο στην τεχνική ευρηματικότητα, αλλά συνδέεται οργανικά (ζυμώνεται) με την εκπορευόμενη απ’ την ιδιοσυγκρασία του κάθε ποιητή θεματική ουσία. Έτσι νομίζω ο κάθε ποιητής σχεδιάζει την αρχιτεκτονική και κτίζει το κάθε ποιητικό του οικοδόμημα. Επιλέγοντας τα υλικά, είτε από την κλασσική καλολογία είτε από ένα νοηματικό ορυχείο, που εκείνος πρώτος θα ανακαλύψει και θα αξιοποιήσει. Και έτσι σφραγίζει την ποιητική του ταυτότητα. Με τα δεδομένα της αισθητικής ποιότητας, με την οποία και μόνον ταυτίζεται η ποιητική ηθική. Προκειμένου βέβαια να θεμελιώσει το δικό του έργο κάθε ποιητής, προηγουμένως κατεδαφίζει, ακόμα κι απ’ τα δικά του σχεδιάσματα επιρροές, που δεν ταιριάζουν πραγματικά στην δική του ιδιοσυγκρασία. Αλλά η αποδοχή και δικαίωση του έργου του δεν εξαρτάται μόνον από τις προθέσεις του (από αυτές μάλλον καθόλου) και τις επιλογές του, αλλά και από συγκυρίες και συγκρίσεις και προτιμήσεις, των οποίων άγνωστοι εν πολλοίς αι βουλαί. Εξυπακούεται ότι για την δική μου δουλειά, η κρίση δεν είναι δική μου δουλειά.

Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο, στη συγγραφή ενός βιβλίου;

Είτε η έμπνευση είναι μια στιγμιαία πνευματική ηδονή και ψυχική ευφορία, που παράγεται από την σύλληψη μιας ικανο-ποιητικής ιδέας, η οποία αποτελεί και πρόκληση για την ποιητική της ανάπτυξη, είτε έμπνευση είναι και η απόλαυση μιας κατάστασης, στην οποία περιέρχεται ο ποιητής από διάφορους λόγους, της νοσταλγίας φερ’ ειπείν της παιδικής του ηλικίας ή ενός νεανικού έρωτος, βιώματα, που τού θύμισε άξαφνα μια μυρωδιά συνδεδεμένη μαζί τους, η έμπνευση ναι, παίζει σημαντικό ρόλο στην συγγραφή ενός βιβλίου, αλλά όχι τον σημαντικότερο. Ούτε η σκληρή δουλειά όμως παίζει τον σημαντικότερο. Αυτή η τελευταία μάλιστα μπορεί να αποβεί και καταστροφική για το έργο, αν κατά την συνεχή αναθεώρηση της γραφής και τις επανειλημμένες διορθώσεις αλλοιώνεται η γνησιότητα, δηλαδή η άμεση αντανάκλαση του εξωτερικού ή εσωτερικού κόσμου του  συγγραφέα στην αρχική πηγαία γραφή του. Όχι ότι και αυτή είναι η ιδανική. Νομίζω η ψύχραιμη μεταγραφή εξασφαλίζει κατά κανόνα την καλύτερη δυνατή επεξεργασία και δίνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Βέβαια μιλώ περισσότερο για το ποίημα. Για τον πεζό λόγο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά, αρκούμαι στον λόγο πολλών πεζογράφων που ονομάζουν τον συγγραφέα εαυτό τους γραφιά, δηλαδή κάποιον, που από ένα σημείο και πέρα επιτελεί σχεδόν σκληρή χειρονακτική εργασία.

Ένας μήνας «καραντίνα». Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Κώστας Καρυωτάκης, Οδυσσέας Ελύτης, Τάσος Λειβαδίτης, «΄Απαντα τα ποιήματα». Μ.Καραγάτσης, «Η μεγάλη χίμαιρα», ΄Αρης Αλεξάνδρου, «Το κιβώτιο».

Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Μαζί με τα ονόματα που ήδη ανέφερα, τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Τηλέμαχο Κώτσια.

Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;

-Ρομαντισμός, αλλά πάνω σε ρεαλιστικές βάσεις.