Ο Νικηφόρος Βυζαντινός (κατά κόσμον Πάνος Χατζηγεωργιάδης), απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα, με αφορμή την έκδοση της νέας του ποιητικής συλλογής “Ανάμεσα σε δυο πολέμους”.
1. Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά τη νέα σας ποιητική συλλογή “Ανάμεσα σε δυο πολέμους”;
Καταρχάς σας ευχαριστώ για το βήμα από της εξαιρετικής προσπάθειας σας για τον Πολιτισμό, το culturepoint.gr
Η ενασχόληση μου όλα αυτά τα χρόνια ως αναγνώστης εν προκειμένω πρωτίστως, με έφερε σε επαφή με διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα και προσωπικότητες αλλά και εποχές όπου αναπτύχθηκαν αυτά μέσα στην ελληνική κοινωνία κυρίως που μας αφορά πρωτίστως.
Το «Ανάμεσα σε δύο πολέμους», είναι μία προσπάθεια να έρθει και πάλι στο προσκήνιο των νεοελληνικών μας γραμμάτων, το έμμετρο ύφος του μεσοπολέμου, μίας εποχής εις την οποίαν αρέσκομαι εξαιρετικά, μιάς “πολυφίλητης” εποχής όπως κάποτε ελέχθη για έναν απο τους κεντρικούς εκπροσώπους της γενιάς του 20, του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη.
Δεν μπορώ επίσης να λησμονήσω τις θερμές μου ευχαριστίες προς τον φύσει και θέσει εκτιμητέο κ. Γεράσιμο Ζώρα εν ενεργεία καθηγητή του Πανεπιστημίου των Αθηνών, Πρόεδρο της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών (Με πρώτο πρόεδρο τον Κώστα Ουράνη και κατόπιν ανάμεσα σε πολλούς άλλους τον εξαιρετικό Στράτη Μυριβήλη, ιδρυθήσα εκ του τ. ΠΤΔ Κωνσταντίνου Τσάτσου με ιδρυτικόν μέλος τον επίσης τ. ΠΤΔ Μιχαήλ Στασινόπουλο) αλλά και αντιπρόεδρο του αρχαιότερου Φιλολογικού Συλλόγου της χώρας απο ιδρύσεως Ελληνικού κράτους του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, της πρώτης Ακαδημίας Αθηνών (ετ. ιδρύσεως 1865) για το εξαίρετο προλογικό του σημείωμα επί του έργου. Ένας εξαιρετικά σημαντικός άνθρωπος των γραμμάτων μας ο οποίος με τιμά με την ειλικρινή εκτίμηση προς το έργο μου και τον ευχαριστώ δημοσίως για αυτό.
2. Τι το ιδιαίτερο διαθέτει η ποίηση του μεσοπολέμου που σας έλκει περισσότερο από άλλες περιόδους;
Η ποίηση του μεσοπολέμου για την οποία έχω αρθρογραφήσει σχετικά, διακρίνεται από την στροφή στο εγώ ως αντίμετρο, ως προσπάθεια εκείνης της γενιάς να αντιπαλέψει την συντριβή των Εθνικών και κοινωνικών οραμάτων που αντιμετώπισε.
Κράτησε ως κεντρικά σχήματα τον νεοσυμβολισμό που στην Ελλάδα λαμβάνει την τελική του μορφή εκείνη την εποχή εκατό χρόνια πίσω αλλά και στοιχεία του ρομαντισμού του 19ου αιώνα όπως το δίπολο έρως – θάνατος. Επίσης στην πλειοψηφία της κράτησε το έμμετρο ύφος σε σχέση με την γενιά του 30 και εντεύθεν όπου σχεδόν ο καλός έμμετρος στίχος, ο πλήρους νοήματος αλλά και άψογα τεχνικός έχει εκλείψει ή τουλάχιστον από το 1920 ως το 1950 πέφτει σε μαρασμό και παρακμή.
3. Ποιες προσωπικότητες εκείνης της εποχής σάς έχουν επηρεάσει πιο πολύ;
Ο κύριος εκπρόσωπος της γενιάς αυτής θεωρείται από πολλούς ο Κώστας Καρυωτάκης. Ο πεσιμισμός που διέκρινε την ποίηση του είναι η αίσθηση εκείνη της συντριβής του ατόμου εμπρός στις γενικές συνθήκες ως προανέφερα ως λογοτεχνικό χαρακτηριστικό εκείνης της γενιάς, η βαθύτατη εκείνη αίσθηση πως τίποτε δεν μπορεί να συμβεί προς το καλύτερο και πως δεν βλέπει κανείς προοπτική σε τίποτε.
Για εμένα ο ποιητής που με έχει επηρεάσει από εκείνην την εποχή, είναι ο σαφώς λυρικότερος Λαπαθιώτης, ο “Όσκαρ Ουάιλντ της Ελλάδος”, ο οποίος με τον όψιμο αισθητισμό που φέρνει από την επαφή του με τα Ευρωπαϊκά γράμματα στην Ελλάδα θεωρώ πως έδωσε νέα πνοή και νέο νόημα στο όλο κίνημα του νεοσμβολισμού του 1920.
Επίσης η Πολυδούρη, μιά εξαιρετική λυρική ποιήτρια με ενδιαφέρει αρκετά. Γενικά η γενιά του 1920 θεωρώ πως υπήρξε μία εντελώς γόνιμη γενιά για τα νεοελληνικά μας γράμματα με πλήθος λυρικών ποιητών κυρίως και όσων ποιητριών τόλμησαν να γράψουν, την ώρα που το γυναικείο φύλο στην Ελλάδα δεν μπορούσε καλά καλά να διαβάσει.
4. Τι θέλετε να αποκομίσει ο αναγνώστης μέσα από αυτό το έργο σας;
Πιστεύω πως το έργο αυτό έρχεται ως κάτι διαφορετικό υφολογικά από ότι συνήθως. Αναφέρεται στον έρωτα ή στον θάνατο που είναι το κύριο δίπολο και αυτού του έργου. Αυτό που θα ήθελα να κρατήσει ο αναγνώστης αυτής της συλλογής και η προσπάθεια μου πάντα σε ότι δημοσιεύω, είναι πως στην τέχνη δεν υπάρχει παλαιό και νέο, υπάρχει αξιόλογο και μη. Ο ρομαντισμός υπάρχει ακόμη και σήμερα, τα γιασεμιά επίσης, ο έρως και τα πάντα, διαμέσου αυτών των ποιημάτων παρελαύνουν και πάλι, μόνο που αυτό γίνεται με ρεμβασμό και χαμηλούς ρυθμούς, ενάντια σε μία εντελώς υλιστική εποχή με γρήγορους ρυθμούς όπου τίποτε σχεδόν δεν προλαβαίνει να εκτιμηθεί δεόντως. Ως μία πράξη λοιπόν “πνευματικής αντίστασης” ας εκλάβει κανείς το συγκεκριμένο βιβλίο, ενάντια σε ότι γίνεται γύρω και στον ξεπεσμό της κορωνίδος των λογοτεχνικών ειδών, της ποίησης.
5. Διαβάζει πλέον ο Έλληνας ποίηση ή την θεωρεί μια δυσνόητη τέχνη που δεν τον αφορά;
Η άποψη μου είναι πως γράφουν πολλοί αλλά κανείς σχεδόν δεν διαβάζει. Και δεν διαβάζει ο κόσμος ποίηση (η οποία με αφορά πρωτίστως ως αποκλειστικά ασχολούμενος με αυτήν), διότι το παραγόμενο έργο είναι συνήθως πολύ κακό. Θα αγοράζατε κάτι για να το καταναλώσετε από κάποιο κατάστημα το οποίο σας έχει εμπαίξει πολλές φορές σχετικά με τα προϊόντα του;
Κάπως έτσι λειτουργεί το γιατί ο Έλληνας δεν διαβάζει, την ώρα που παράγονται χιλιάδες βιβλία. Σε αυτό έχει παίξει τον καθοριστικό του ρόλο και το πως οι εκδότες αντιμετωπίζουν τα έργα και ο νοών νοείτω. Ένα βιβλίο οφείλει να έχει και ένα κοινωνικό μήνυμα, συμβουλεύω λοιπόν όποιον αποφασίσει να γράψει, να διαβάσει αρκετά πριν να εκτεθεί και να μην ακούσει ποτέ τις εκδοτικές σειρήνες που στον βωμό του στυγνού κέρδους έχουν κατακλύσει την αγορά του βιβλίου με ότι επουσιώδες.
Επίσης σημαντικός παράγοντας στην αντίδραση του κοινού, είναι το γεγονός πως γράφονται πάρα πολλά βιβλία που θα τα χαρακτήρισα ως “εσωτερικής καύσεως”. Η θεματολογία τους δεν αγγίζει σχεδόν κανέναν, μοιράζονται δωρεάν σε φίλους και γνωστούς και τελικά όλοι οι εμπλεκόμενοι, αυτοαπαξιώνουν το βιβλίο το ίδιο.
Η ποίηση (και ιδιαιτέρως για εμέ η έμμετρη ποίηση που αποκαλύπτει την στιχουργική δεινότητα του ποιητή), είναι η κορωνίς του λογοτεχνικού λόγου, διότι σε εντελώς ελάχιστο χώρο, ο ποιητής καλείται να πραγματευθεί με ένα ζήτημα τόσο άρτια ώστε να συγκινήσει.
Είναι σαν να έχεις ένα λεπτό προκειμένου να γνωριστείς με κάποιον, να τον πείσεις ότι αξίζεις και τελικά να γίνεσαι φίλος του, αυτό το στιγμιαίο συναίσθημα ή τουλάχιστον ένα εξ αυτών είναι το χαρακτηριστικό της καλής ποίησης. Επίσης ο κόσμος αλλά και οι εκδότες (κάτι που πρέπει να σταματήσει επιτέλους) ενδιαφέρονται περισσότερο για το ποιός γράφει κάτι παρά για το τι γράφει.
6. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την συγγραφή;
Θα σας πώ. Είμαι γενικώς καλλιτεχνική φύση και κατά κύριο λόγο μουσικοσυνθέτης. Η τρομερή αφορμή ώστε να αρχίσω να γράφω υπήρξε ο χαμός της μητέρας. Έτσι ξεκίνησα να γράφω δύο ημέρες πριν φύγει στο νοσοκομείο, από την αδυναμία μου να εκφράσω τον συναισθηματικό μου κόσμο διαμέσου της μουσικής. Είχαμε λοιπόν έναν θάνατο και μία γέννηση κατά το αρχαιοελληνικό “Ουδέν κακόν αμιγές καλού”. Την γέννηση του λογοτεχνικού άλτερ έγκο, του Νικηφόρου Βυζαντινού.
7. Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο, στη συγγραφή ενός καλού βιβλίου ;
Θεωρώ πως πρόκειται για συγκερασμό πραγμάτων και δυνάμεων. Πρωτίστως για εμένα η έμπνευση η οποία έγκειται στο να μπορείς να αφουγκραστείς την εσωτερική σου φωνή η οποία γεννά έπειτα από καιρό ερεθισμάτων εκείνη την αλληλουχία από λέξεις που θα έρθει στον κόσμο της ύλης και θα συγκινήσει, θα κάνει εσένα πρωτίστως να κλάψεις, να ερωτευθείς το ίδιο σου το δημιούργημα ως άλλος Πυγμαλίων, να συγκινηθείς γενικώς, να χορδιστεί εντός σου εκείνη η σειρά των συναισθημάτων που θα σπρώξουν τα χέρια σου να γράψουν.
Έπειτα έρχεται η δουλειά. Καμιά φορά πολύ σκληρή, επίπονη, πολύμηνη. Δεν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε μανιέρα για ένα αληθινό έργο. Η επιλογή των λέξεων, ο ρυθμός εν προκειμένω του κάθε ποιήματος, το ύφος, η γενικότερη αύρα του κειμένου που χτυπά πρωτίστως εσένα κατά πρόσωπον και τέλος η τόλμη να καταγράψεις εσένα τον ίδιο όπως ακριβώς είσαι γυμνός εμπρός στους άλλους.
Η ανάγκη σου να καταγράψεις για εσένα ως ένα προσωπικό ημερολόγιο αλλά και για τους άλλους ό,τι βίωσες, ό,τι ένιωσες εσύ ο πεπερασμένος εμπρός στο αιώνιο που μπορεί να είναι από μία καταιγίδα ως κάτι φασματικό ως ο έρως. Έμπνευση – Δουλειά επάνω στο κείμενο – Τόλμη να υπηρετείς την αλήθεια και να εκτεθείς με αιτία. Αυτά θεωρώ πως είναι τα συστατικά κάθε πετυχημένου βιβλίου.
8. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
1. «1984» του Όργουελ
2. «Ο Κατήφορος», ηθογραφία του Ξενόπουλου (Λατρεμένη συναναστροφή τα καλοκαίρια)
3. «Όσα παίρνει ο άνεμος» της Μίτσελ
4. «Η Κυρία με τας καμελίας» του Δουμά υιού
5. Το «Nέον πνεύμα», Περικλή Γιαννόπουλου
9. Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;
Ω, είναι πολλοί. Τον Λαπαθιώτη, τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Τίμο Μωραΐτίνη, τον Ξενόπουλο που τον λατρεύω για τις άρτια δοσμένες ηθογραφίες του, τον Δροσίνη σαφώς με το ύφος που τον διέκρινε στην ποίηση (όνομα και πράγμα ο Δροσίνης αναφορικά με το ύφος του), τον Σουρή, τον Ουράνη, επίσης να σφίξω το χέρι εκείνο το άγιο του Παλαμά. Απο γυναίκες θα ήθελα να περιπατήσω με την Πολυδούρη που αγαπώ, την εξαιρετική Μυρτιώτισσα, την τρυφερή Λάμαρη που μας την θυμίζει μόλις ο Καρυωτάκης στο ποίημα του «Τάφοι» ( Και μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη —έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Άδης— νά η Λάμαρη, ποιήτρια ξεχασμένη.)
10. Πιστεύετε στη μοίρα ή την τύχη;
Στην μοίρα σαφώς. Οτιδήποτε είναι να συμβεί έχει δύο προοπτικές είτε θα συμβεί είτε όχι. Η τύχη είναι μία ακόμα έκφραση της μοίρας κατανοητή από τις αισθήσεις. Τυχαίον δεν υπάρχει.
11. Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;
Αρκετά με τον ρεαλισμό. Παντού πόνος, φόβος, αρρώστια. Τα μοντέλα μας στις τηλεοπτικές διαφημίσεις είναι άρρωστα πρόσωπα. Υπήρχε κάποτε μία διαφήμιση που έλεγε “εσύ πόσα πορτοκάλια έφαγες σήμερα ;” κάτι που έχει αντικατασταθεί με το “εσύ πόσα χάπια ήπίες σήμερα ;”.
Ζούμε σε βαριά ασθενικούς καιρούς σωματικά και ψυχικά. Πάντοτε γίνονταν πόλεμοι, όμως σήμερα η εκμετάλλευση της φτώχιας, της προσφυγιάς, του φόβου για το επερχόμενο κακό έχει υπερβεί κάθε όριο.
Ρομαντισμός λοιπόν. Ρομαντισμός και εξιδανίκευση που θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Για το καλύτερο, το ανώτερο εγώ μέσα σε μία δοτική κοινωνία αγωνίζομαι. Μα πριν να θελήσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, ας αλλάξουμε το πως βλέπουμε εμείς τον κόσμο. Τα πάντα είναι εδώ ως προείπα, η ομορφιά είναι εδώ. Δείτε την, αγαπήστε περισσότερο τον εαυτό σας πρωτίστως πριν ξεκινήσετε να αγαπάτε σε πολλά εισαγωγικά τους άλλους. Διαβάστε, μην φοβάστε το διάβασμα είναι ο πιο καλός και δωρεάν τρόπος να ταξιδέψει κανείς μακριά από την σκληρή πραγματικότητα και να εμπνευστεί ένα καλύτερο κόσμο όταν επιτρέψει από τις ονειροπολήσεις που προσφέρει αφειδώς ένα καλό βιβλίο.
Ό,τι αξίζει στην ζωή μας, δεν κοστίζει απαραίτητα και το γεγονός πως έχουμε απεμπολήσει τον ρομαντισμό στην δική μας σκληρή εποχή, τους καλούς τρόπους, την καθαρεύουσα, τον πληθυντικό ευγενείας (άλλο τεράστιο ζήτημα για το οποίο έχω αρθρογραφήσει, η επαναφορά του “γλωσσικού” ζητήματος όπως συνέβη στις απαρχές του προτεραίου αιώνος, με αρκετή αποδοχή κάτι που δείχνει πως αρκετοί προβληματίζονται ενδεχομένως), γενικά τους τρόπους μιάς άλλης εποχής.
Και πάντα να θυμάστε πως όλες οι μέρες είναι ίδιες και πως ο άνθρωπος γράφει την ιστορία είτε με την παρουσία του, μα πιότερο με την απουσία του, την μη συμμετοχή.
Σας ευχαριστώ και πάλι για τον χρόνο σας και το βήμα που μου δόθηκε επί τη ευκαιρία του νέου μου βιβλίου της ποιητικής συλλογής «Ανάμεσα σε δύο πολέμους». Με συγχωρείτε επίσης άπαντες, δια το εκτενές. Δεν δίνεται βήμα συχνά σε όσους ενδεχομένως έχουν κάτι να πούν. Ίσως και αυτός να είναι ένας από τους βασικούς αν όχι ο μοναδικός, λόγος που γράφουμε…
Για επικοινωνία με τον συγγραφέα και παραγγελίες στο εμαίλ
mailto:panoschatzigeorgiadis@gmail.com
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Νικηφόρος Βυζαντινός (κατά κόσμον Πάνος Χατζηγεωργιάδης) γεννήθηκε στα 1976.
Είναι μουσικοσυνθέτης μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου
Λογοτέχνης, μέλος Τακτικόν και ένας απο τους κοσμήτορες Σχολών του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ και μέλος Τακτικόν της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών, καθώς και Δημοσιογράφος.