Ο συγγραφέας Παναγιώτης Κουρούπης απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος του “Το δέντρο στο νοσοκομείο με τις μαριονέτες”.
- Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γκοβόστη το μυθιστόρημά σας «Το δέντρο στο νοσοκομείο με τις μαριονέτες». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Πρόκειται για μια ιστορία τοποθετημένη στην περίοδο του Μεσοπολέμου στον πυρήνα της, αρχίζει όμως λίγο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο. Ένα παιδί παθαίνει παράξενες κρίσεις και οι γιατροί απορούν, ωστόσο το ίδιο συνειδητοποιεί ότι δεν είναι άρρωστο, απλώς διαφορετικό. Έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να ζει μέσα από τη μουσική και αυτή η μουσική είναι που ξεσπάει όταν ο ήρωας έρχεται σε επαφή με την πρώτη του μαριονέτα. Σταδιακά συνειδητοποιεί ότι όλα τα πράγματα ενώνονται μέσα από το τραγούδι του, ότι τίποτε δεν είναι άψυχο κι ενώ αποφασίζει να γίνει κατασκευαστής μαριονετών, έρχεται ο πόλεμος και γίνεται ο πιο αταίριαστος στρατιώτης. Μετά το τραύμα του πολέμου και την επιστροφή του, ο ήρωας αποφασίζει -και καταφέρνει- μετά από κινδύνους και περιπέτειες να αναζητήσει στη Βενετία τους μάστορες του ξύλου που θα του επιτρέψουν να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Όμως, τον περιμένει η απογοήτευση ενός κόσμου ακριβώς στην αυγή του φασισμού, αλλά και η έκπληξη της αποκάλυψης μιας πραγματικότητας πέρα από εκείνη που φανταζόταν. Ένας στρατός από μαριονέτες, ένα μαύρο μαντολίνο από τα χέρια του Στραντιβάρι, όργανο άλλοτε του Βιβάλντι και του Παγκανίνι, μια μεγάλη σύγκρουση για το Καλό, είναι μερικά από τα νήματα της ιστορίας που μπλέκονται σε ένα παραμύθι μαγικού ρεαλισμού, παραμύθι για τη μουσική, για τα παράταιρα παιδιά και την ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ένα βιβλίο όχι συνηθισμένο στα ελληνικά εκδοτικά πράγματα, με προσανατολισμό ευρωπαϊκό και γραφή ιδιότυπη, που πιστεύω ότι φέρνει κάτι καινούριο και αξίζει την προσοχή του κοινού.
- Σκιαγραφήστε μας τους κεντρικούς ήρωες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Μπορώ να μιλήσω για τον κεντρικό ήρωα, μια φύση ειρηνική και απλοϊκή στην αρχή, που γίνεται πάντα ο στόχος της βίας, και που ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι είναι μέτοχος μιας άφατης δύναμης. Όμως η δύναμη δεν τον συγκινεί ούτε τον δελεάζει. Ως το τέλος αποφεύγει κάθε βία, και θα συγκρουστεί μόνο όταν δεν μένει καμία άλλη επιλογή. Μια ενσάρκωση του απόλυτου Καλού, που η ύπαρξή του ξεσκεπάζει ένα απλό γεγονός: ότι η βία είναι επιλογή, όχι νομοτέλεια.
Ο μαέστρος των μασκών, είναι ο δεύτερος μεγάλος ήρωας, μια φιγούρα ενός πραγματικού αναγεννησιακού homo universalis, που παρά την προχωρημένη ηλικία του τολμά να κυνηγήσει το τελευταίο όνειρο της ζωής του, ρισκάροντας τα πάντα και πληρώνοντας το τίμημα, αλεξίκακος ως το τέλος. Η δική του ιδιαιτερότητα είναι ότι, σε αντίθεση με τον κεντρικό ήρωα, γνωρίζει καλά τη διεφθαρμένη φύση των ανθρώπων, κι αυτό καθιστά τις πράξεις του αποδείξεις μιας συναρπαστικής γενναιότητας.
Το τρίγωνο του Καλού συμπληρώνει ο Κόκκινος Παλιάτσος, μια συναρπαστική προσωπικότητα, που αν ήταν άνθρωπος θα υπήρχαν πολλά βιβλία ιστορίας γραμμένα γι’ αυτόν. Κι αν η δικαιοσύνη είχε πρόσωπο θα ήταν το δικό του.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Αλίμονο, το έργο αυτό δεν είναι βιβλίο βιοσοφίας, ή ιστορική μελέτη, κι έτσι, αγαπητέ αναγνώστη, φοβάμαι ότι δεν θα αποκομίσετε τίποτε. Είναι όμως πιθανό -το έπαθα ο ίδιος διαβάζοντάς το και το δηλώνω- να ανακαλύψετε για τον εαυτό σας πράγματα ενδιαφέροντα που δεν τα είχατε υποψιαστεί. Ίσως ακόμα, κι αυτό δεν μπορεί παρά απλώς να το υποθέτω, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, να περάσει καιρός μέχρι να καταφέρετε να απαγκιστρωθείτε από τους παράξενους ήρωες και την περιδίνηση της ατμόσφαιρας του έργου, πράγμα που πρέπει ο ίδιος να αποφασίσετε αν μπορείτε να το υποφέρετε.
- Πώς επιλέξατε τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής, ένα είδος σουρεαλιστικού παραμυθιού, για να μιλήσετε για μια σειρά φιλοσοφικών, κι όχι μόνο, ζητημάτων;
Η αλήθεια είναι ότι με επέλεξε το έργο κι όχι το ανάποδο. Δεν είχα την παραμικρή εικόνα για το είδος του κειμένου που καταγραφόταν από τα δάχτυλά μου στην οθόνη, παρά μόνο αφού το έργο είχε προχωρήσει αρκετά και χρειάστηκε να σταθώ λίγο ξαφνιασμένος για να το σκεφτώ. Βρισκόταν ωστόσο σε προχωρημένο σημείο, και το υπόλοιπο λαθροβιούσε σε μια πτύχωση του ασυνείδητου, έτοιμο να ξεπεταχτεί. Δεν είχα σκοπό να μιλήσω για κάτι, δεν είμαι συγγραφέας «μηνυμάτων», δεν έχω ατζέντα. Έγραψα την ιστορία, τίποτε περισσότερο. Είναι μια βαθιά και πολυεπίπεδη ιστορία, αλλά θα είναι λάθος να υποθέσει κανείς ότι είναι προσωπική ιστορία, ή σχετίζεται με τον συγγραφέα κατά τον οποιονδήποτε τρόπο. Η ιστορία ανήκει στον εαυτό της και στους ήρωές της. Οι αναγνώστες της θα διαβάσουν ό,τι θέλουν, ό,τι μπορούν, ό,τι είναι έτοιμοι αυτή τη στιγμή να αντλήσουν από το κείμενο. Ήδη υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ τους. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι ένα νεκρό κείμενο, με προαποφασισμένη στόχευση.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Δύσκολο να το πω. Η συγγραφή με φόβιζε ως πρόσφατα. Έγραφα, αλλά δεν τολμούσα να φανταστώ τα γραπτά μου τυπωμένα. Είχα πάντα στο μυαλό μου τους μεγάλους συγγραφείς στον θρόνο τους, καθοσιωμένους, απρόσιτους. Τι είχα να αφηγηθώ εγώ; Μπορεί γι’ αυτό να περίμενα τη μεγάλη ιστορία, εκείνο το βιβλίο που άξιζε να γραφτεί. Πάντως, ήρθε μόνο του, απρόσκλητο, χωρίς να το προσπαθήσω ή να το προγραμματίσω. Δεν ήταν μια μεταφυσική, αλλά, έτσι νομίζω, μια οργανική ανάγκη. Έγινε όταν έγινε.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Για εμάς ως αναγνώστες, λογοτεχνία είναι η ευκαιρία να μη ζήσουμε σε έναν μονοδιάστατο κόσμο. Για τον συγγραφέα, λογοτεχνία είναι μια ξαφνική και γρήγορη βουτιά σ’ ένα ποτάμι οικουμενικών αφηγήσεων που κυλούν μέσα του, και η σπασμωδική ικανοποίηση λίγο πριν πνιγεί. Αν ακούστηκε κάπως ερωτικό το τελευταίο, τόσο το καλύτερο.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Δεν το γνωρίζω. Βρίσκω τέτοιες συγκρίσεις έξω εντελώς απ’ τον ορίζοντα των επιδιώξεων και των ενδιαφερόντων μου.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Λοιπόν, το αγνοώ επίσης. Μπορεί να υπήρξε μια περαστική μορφή της ανθρώπινης εμπειρίας που θα μας αφήσει χρόνους σύντομα, μπορεί όχι. Εκείνο που δεν θα αλλάξει κατά τη γνώμη μου είναι η αδήριτη ανάγκη των ανθρώπων να φτιάχνουν ιστορίες και η δίψα τους να τις καταναλώνουν. Ξέρετε, ο άνθρωπος έφτιαχνε stories πολύ πριν τα social media, και θα φτιάχνει, νομίζω, για όσο το είδος μας επιμένει να παρατείνει την αμετάλλακτη επιβίωσή του. Μπορεί να τις εκφράζει με βιντεοπαιχνίδια, ή τραγούδια, ή με κάποιο προγραμματισμένο περιβάλλον τεχνητής νοημοσύνης που θα προσιδιάζει στην αισθητή πραγματικότητα, αλλά οι ιστορίες μας είναι πιο ισχυρές και σίγουρα πιο ενδιαφέρουσες από εμάς, πιστεύω ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμα και μετά το τέλος του είδους μας.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Ο «Ηλίθιος», το «Μαγικό Βουνό», το «Σιλμαρίλιον», ο «Οδυσσέας», οι «Μεγάλες Προσδοκίες».
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Δεν πιστεύω σε τίποτε. Είμαστε μια αστεία απομίμηση της αστραπής, η συνειδητότητα αποτελεί μια ιδιοτροπία των ηλεκτροχημικών εκκενώσεων του εγκεφάλου μας. Δέχομαι αυτό που νιώθω, ξέροντας ότι δεν υπάρχει αλήθεια σε κανένα πεδίο – εκτός ίσως από το ηλεκτρικό.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού μπορεί να είναι η απάντηση στο ερώτημα: μισό-μισό, όπως όταν δεν ξέρεις τι γεύση παγωτό να διαλέξεις… Αστειεύομαι. Οι ζωές μας είναι ιδιωτική υπόθεση, βιώνονται ξεχωριστά, καταναλώνονται στην πικρή μοναξιά, καταλήγουν στην ανυπαρξία. Το Τίποτε είναι το Όλο· μας φτάνει και μας περισσεύει.