/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Μίκη Αναστασίου

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Μίκη Αναστασίου

Ο συγγραφέας Μίκης Αναστασίαου, μας συστήνεται λογοτεχνικά, με το πρώτο του μυθιστόρημα “Ο λογιστής” από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Ο Κωνσταντίνος Μανίκας τον “ανακρίνει” για το CulturePoint.gr, μέσα από τις 10+1 Ερωτήσεις του 

  1. Κυκλοφορεί το νέο σας μυθιστόρημα με τίτλο “Ο λογιστής”. Τι πραγματεύεται;

«Ο Λογιστής» πραγματεύεται το τι σημαίνει να ζει –άρα και να πεθαίνει– κανείς μέσα στις μεγάλες, απρόσωπες  πόλεις του σύγχρονου μετανεωτερικού κόσμου. Ενός κόσμου εξατομικευμένου, που έχει απολέσει (ή απορρίψει) το οντολογικό του κέντρο, δηλαδή τις απολύτως δεσμευτικές νοηματοδοτικές αρχές.  Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, ο άνθρωπος, θεοποιώντας την επιτυχία και τη δύναμη, καταλήγει στην εσωτερική αδυναμία και την ευτέλεια. Με αυτήν την αδυναμία του ανθρώπου προσπαθεί να καταπιαστεί το μυθιστόρημα (όπως και κάθε μυθιστόρημα, εδώ που τα λέμε) δηλαδή με τις επιθυμίες του, με τα πάθη του, με τα (σημαντικά ή ασήμαντα) βάσανά του, με τη νοσταλγία του.

  1. Σκιαγραφήστε μας τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου. Τι πρεσβεύει και τι προσπαθεί να πετύχει;

Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας μικρός, συνηθισμένος άνθρωπος, λογιστής στο επάγγελμα, που με αρωγό το αλκοόλ  προσπαθεί μέσα στο ιδιωτικό του ναυάγιο να πιαστεί από οπουδήποτε, συχνά από την πρώτη γυναίκα που θα βρεθεί στο διάβα του, σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του ή από τα μαλλιά του διπλανού πνιγμένου. Μην μπορώντας να συμβιβαστεί με τη μειονεξία του, θαυμάζοντας και συνάμα φθονώντας τον καλύτερό του φίλο, παλινδρομεί ανάμεσα σε όνειρα παντοδυναμίας και σε μια πικρόχολη παραίτηση μπροστά στο βέβαιο του θανάτου που γελοιοποιεί κάθε προσπάθεια και κάθε ελπίδα.  

  1. Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, ο αναγνώστης;

 Ο αναγνώστης – ευτυχώς για όλους μας – είναι άλογο ξεκαπίστρωτο. Αλλού του δείχνεις, αλλού κοιτάζει, και υπερπηδάει αδιάφορος τα όρια που προσπαθεί να του θέσει ο συγγραφέας. Μόνο έτσι αβγατίζει το έργο, όχι με τον χάρακα και το μοιρογνωμόνιο. Το αν θα αποκομίσει, όμως, οτιδήποτε εξαρτάται από το αν το έργο μπορεί να τον πείσει, όχι ως διδαχή και ρητορεία, αλλά ως καλλιτεχνική μορφή.

  1. Η συγγραφική πλοκή χρειάζεται να προσφέρει κάποιου είδους λύτρωση για τους ήρωες της;

Κινδυνεύοντας να γίνω αφόρητα σχηματικός, θα πω ότι η λογοτεχνία πριν τον 20ο αιώνα χρειαζόταν τη λύτρωση ή την καταστροφή του ήρωα (και πολύ συχνά τη λύτρωση μέσω της καταστροφής) προκειμένου να επιτευχθεί η λύτρωση του αναγνώστη. Εννοώ την ανακουφιστική αίσθηση ότι το έργο, εναρμονίζοντας τις αντίρροπες δυνάμεις και τη χαοτική τυχαιότητα του κόσμου, δίνει τελικά νόημα στον κόσμο και παρηγοριά στον άνθρωπο. Ο μοντερνισμός του 20ου αιώνα στάθηκε καχύποπτος  απέναντι στη δυνατότητα της όποιας παραμυθίας και καταδίκασε τον ήρωα –και συνάμα τον αναγνώστη– σε  έναν ατέρμονο κύκλο, σε αυτό που προσφυώς ονομάστηκε «λογοτεχνία καταδικασμένη στο ατελεύτητο». Ωστόσο, είτε λυτρωμένος είτε αλύτρωτος, ο ήρωας (δηλαδή η λογοτεχνία) δεν θα πάψει ποτέ να μας προσφέρει τη μόνη παρηγοριά που γνωρίζει: τη μετουσίωση του παράλογου κόσμου σε αισθητική μορφή. 

  1. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Οι δρόμοι μέσα από τους οποίους οδηγείται κανείς όπου τον τραβάει η τύχη ή η ατυχία του είναι σκοτεινοί και εν πολλοίς αδιάγνωστοι. Επειδή όμως οι άνθρωποι, παρά τη μοναδικότητά τους, τελικά δεν διαφέρουν και  πολύ μεταξύ τους, νομίζω πως τα ερεθίσματα που οδηγούν στο γράψιμο είναι λίγο-πολύ κοινά για όλους: Η αγάπη για το διάβασμα (και η παρηγοριά που προσφέρει), τα προσωπικά βάσανα  και τα κουσούρια που υπεραναπληρώνονται μέσα στο πεδίο του πλασματικού και η ματαιόδοξη ελπίδα ότι μπορείς κι εσύ να βάλεις το λιθαράκι σου στο μεγαλοπρεπές οικοδόμημα της ανθρώπινης έκφρασης. Η ανθρώπινη ατέλεια, κοντολογίς, αφού ένας τέλειος άνθρωπος (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) δεν θα είχε καμία ανάγκη να φορτωθεί στους αναγνώστες. Είναι άλλωστε γνωστό ότι το πρότυπο του σοφού, ο Σωκράτης, και το πρότυπο του ανθρώπου, ο Χριστός, δεν καταδέχτηκαν να γράψουν ούτε μία γραμμή.

  1. Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά παίζει τον σημαντικότερο ρόλο στη συγγραφή ενός βιβλίου;

Νομίζω πως το ένα δεν μπορεί να κάνει χωρίς το άλλο. Η έμπνευση χωρίς τη σκληρή δουλειά είναι μάταιη, εγκλωβίζεται στον κύκλο της αυτοπάθειάς της και δεν μπορεί να φτάσει στον άλλον, δηλαδή στο σκοπούμενο της συγγραφής. Αλλά και η ίδια είναι αποτέλεσμα δουλειάς, αφού συνήθως για να λάμψει η έμπνευση και να παρασύρει τον δημιουργό, απαιτείται η επώδυνη προπαρασκευή που τον ετοιμάζει μυστικά και συνήθως ερήμην του. Από την άλλη, η σκληρή δουλειά χωρίς την έμπνευση (πιο σωστά χωρίς αυτό το απροσδιόριστο κάτι που ενσαρκώνουν οι ευνοημένοι της ζωής) μοιάζει με σκάψιμο σε χέρσο χωράφι. Όσο κι αν ιδροκοπάς, οι πέτρες δεν καρπίζουν.

  1. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Παρά την ψηφιακή επέλαση, σήμερα γράφονται, εκδίδονται και μεταφράζονται βιβλία σε αριθμούς αδιανόητους για άλλες εποχές. Αυτό από μόνο του δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό, καθώς το ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί (μόνο) με ποσοτικούς όρους. Σημασία δεν έχει μόνο το πόσο διαβάζουμε, αλλά και το τι διαβάζουμε και το πώς διαβάζουμε. Η βουλιμική κατανάλωση βιβλίων (και δη βιβλίων που σήμερα διαβάζονται και αύριο ξεχνιούνται) μπορεί να διασκεδάζει τον αναγνώστη, να τον βοηθάει να γεμίσει τον χρόνο του –που πρέπει οπωσδήποτε με κάτι να γεμίσει– κι αυτό έχει την αξία που έχει. Αλλά αν τα βιβλία είναι είδος πρώτης ανάγκης και όχι πολυτέλεια (όπως υποστηρίζουν, λίγο αυτάρεσκα, οι μορφωμένοι) δεν είναι επειδή μας διασκεδάζουν, ούτε επειδή μας φορτώνουν με –αχρείαστες συχνά–  γνώσεις, αλλά επειδή μπορούν, με τη βοήθεια της τύχης και της ικανότητας του καθενός, να κλονίσουν συθέμελα τον άνθρωπο, σαν αποκαλυπτικό βίωμα, και να τον βοηθήσουν να ανακαλύψει διαφορετικά τον εαυτό του και τον κόσμο. Αυτό όμως απαιτεί συγκέντρωση και υπομονή, δηλαδή βραδύτητα. Και η ψηφιακή εποχή μας, με την επιπόλαιη επικοινωνία, τη μανιακή εξωστρέφεια και το άτακτο τσιμπολόγημα επί της οθόνης, δεν προσφέρει συνθήκες βραδείας καύσης.

  1. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Ο Οδυσσέας του Τζαίημς Τζόυς, επειδή έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που το διάβασα και χρειάζομαι επανάληψη, η Παλαιά Διαθήκη, επειδή, εκτός των άλλων, είναι από τα πιο απολαυστικά αναγνώσματα που μπορεί να διαβάσει κανείς, η Καινή Διαθήκη, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, επειδή όσο το διαβάζεις τόσο πιο όμορφο γίνεται, και Οι Δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκι, επειδή είναι Οι Δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκι. Ελπίζω, λοιπόν, να κρατήσει τουλάχιστον ένα τρίμηνο η καραντίνα, ώστε να τα διαβάσω όπως τους αξίζει, χωρίς να βιάζομαι. 

  1. Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Τους λογοτέχνες είναι ίσως πιο φρόνιμο να μην τους γνωρίζει κανείς προσωπικά, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος, μαζί με το πρόσωπο, να απομυθοποιηθεί και το έργο. Τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής  δικτύωσης, που ενώνουν ολόκληρη την ανθρωπότητα σε μια παρέα «φίλων», μας εθίζουν στην ιδέα ότι η προσωπική, καθημερινή επαφή με τους πάντες είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και δημοκρατικό δικαίωμα (και υποχρέωση) του καθενός. Αλλά αφού με τη φαντασία μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να κινδυνεύουμε άμεσα, θα διάλεγα για παρέα μου  τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Μόνο που δεν θα τολμούσα να  του ζητήσω να με συνοδεύσει στην απόδρασή μου, αλλά θα τον ακολουθούσα εγώ, όπου αποφάσιζε να κρυφτεί, μπας και καταλάβω λίγο καλύτερα ποιος είμαι και ποιος είναι ο τόπος πάνω στον οποίο φθείρουμε τη ζωή μας. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι θα τον έχανα στον δρόμο.

  1. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν οι ζωές μας είναι αρχειοθετημένες σε κάποιο υπουργείο του ουρανού. Αν, όμως, λέγοντας «μοίρα» εννοούμε όλα τα θεμελιώδη που καθορίζουν δεσμευτικά αυτό που είμαστε και διαγράφουν τα όρια εντός των οποίων θα κινηθούμε (έστω κι αν δεν το γνωρίζουμε από πριν), όλα αυτά δηλαδή που δεν τα επιλέγουμε αλλά τα λουζόμαστε θέλοντας και μη (κληρονομικότητα, περιβάλλον,  ιδιοσυγκρασία, ικανότητες, την ίδια μας τη φάτσα), τότε είμαι αναγκασμένος να πω ότι, ακόμα κι αν δεν πιστεύω εγώ στη μοίρα, πιστεύει αυτή σε μένα.

Αλλά, ευτυχώς για μας, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει ο εαυτός μας στο μέλλον, ίσως ούτε και στο παρόν. Πιστεύουμε, λοιπόν, και στην τύχη και έχουμε δίκιο, γιατί είμαστε ατελή όντα. Ο γνωστός μας Παντογνώστης και Παντεπόπτης υποθέτω πως δεν πιστεύει στην τύχη, αφού τα βλέπει και τα προβλέπει όλα.  

  1. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;

Δεν νιώθω ικανός να δώσω συμβουλές σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό μου – αν και ούτε αυτός με παίρνει στα σοβαρά. Ας περιοριστούμε, λοιπόν, στο αυτονόητο: Χωρίς ρεαλισμό κινδυνεύουμε να πέσουμε στη φωτιά, χωρίς ρομαντισμό κινδυνεύουμε να πνιγούμε από τον καπνό.