/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Κωστή Αγγελάκη

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Κωστή Αγγελάκη

Ο Κωστής Αγγελάκης *, συγγραφέας του μυθιστορήματος “Αναρρούσα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή, απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα για το CulturePoint.gr

Προτού ξεκινήσουμε τη συνομιλία μας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία και την τιμή που μου κάνατε να στρέψετε το βλέμμα σας στο πόνημά μου.

1. Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά αυτή την πρώτη δημιουργία σας;

Μια περιδιάβαση στην τραγικότητα της ύπαρξης, μια ιχνηλάτηση της διαδρομής από το σκοτεινό βάραθρο όπου βυθίζει η συμφορά πίσω στο φως. Μια απόπειρα απάντησης στο ερώτημα αν έχει νόημα η επιστροφή σε μια ζωή, όπου όσα της έδιναν ουσία και περιεχόμενο έχουν ανεπιστρεπτί χαθεί.

2. Πού μπαίνουν τα όρια ανάμεσα στην ατομική και στη συλλογική ευθύνη, για την εγκληματικότητα;

Ατομική και συλλογική ευθύνη συνυφαίνονται, έχουν δηλαδή, κατά την άποψή μου, αιτιώδη σχέση και επομένως είναι ορθότερο να μιλάμε για το βαθμό αλληλεξάρτησής τους. Αν ξεκινήσουμε από το αντικειμενικά δεδομένο, ότι εκείνος ο οποίος τελεί την εγκληματική πράξη φέρει την κατ’ αρχὴν ευθύνη, απομένει να εξετάσουμε κατά πόσο υπό διαφορετικές συμπεριφορικές συνθήκες του περιγύρου του θα προέβαινε στη συγκεκριμένη πράξη, ή αν το κοινωνικό περιβάλλον ευνοεί ή και ενθαρρύνει συμπεριφορές που στιγματίζουν και οδηγούν σε κοινωνικό αποκλεισμό ενισχύοντας το αίσθημα αδικίας που ενδεχομένως να νιώθει ο δράστης, επιταχύνοντας τελικά τήν τέλεση του εγκλήματος. Κάθε περίπτωση βέβαια είναι διαφορετική και το πλήθος των παραγόντων ποὺ υπεισέρχονται και την επηρεάζουν είναι μεγάλο. Κατ’ εμέ, όσο περισσότερο τιμωρητική και λιγότερο σωφρονιστική, απογυμνωμένη από κάθε προσπάθεια κατανόησης των αιτίων, είναι η αντιμετώπιση των αντικοινωνικών συμπεριφορών, τὸσο μεγαλύτερος και ο βαθμός συμμετοχής της συλλογικής ευθύνης στη διάπραξη μιας εγκληματικής πράξης.

3. Εργασιομανείς πρωταγωνιστές. Η ευδαιμονία έγινε αυτοσκοπός αφήνοντας στην άκρη την ίδια τη χαρά;

Όταν η αντίληψή μας περί ευδαιμονίας περιορίζεται στην εξασφάλιση των μέσων που οδηγουν στην κοινωνική ανέλιξη μέσω της οικονομικής ευμάρειας, είναι αναπόφευκτο να μη συνειδητοποιούμε το κενό που δημιουργείται μέσα μας. Όσα θυσιάζονται στον βωμό επίτευξης τέτοιων στόχων –η ουσιαστική επαφή με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, οι μικρές απολαύσεις της ζωής, η συνομιλία με τον εσώτερο εαυτό μας– δημιουργούν με τον καιρό ένα κενό, το οποίο όταν το αντιληφθούμε ίσως να είναι πολύ αργά για να το αναπληρώσουμε. Από τη γέννησή μας έχουμε τον χρόνο που μας αναλογεί στα χέρια μας, αλλά και την ευθύνη της διαχείρισής του. Ένα θέμα το οποίο βρήκε τη θέση του στις σελίδες του μυθιστορήματός μου, με την οδυνηρή διαπίστωση εκείνου που κυνηγώντας το ανώφελο άφησε τη ζωή του να γυρνά γύρω από τα ασήμαντα, να αποτυπώνεται στα όλο απογοήτευση λόγια: «Ο χρόνος όμως αυτός ξαφνικά έπαψε να υπάρχει – δεν μας τον υποσχέθηκαν και κανείς δεν μας τον χρωστάει. Τον είχαμε στα χέρια μας, κι εγώ τον σπατάλησα χωρίς μέτρο. Πόσο επιπόλαιος φάνηκα…»

4. Ποιο ήταν το κίνητρο για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Η ανάγκη να βρουν διέξοδο πνευματικές ἀναζητήσεις και προβληματισμοί με οδήγησαν σε συνομιλίες με τον εαυτό μου, κι αυτές με τη σειρά τους βρήκαν την έκφρασή τους στον γραπτό λόγο. Πότε με τον στίχο και πότε με πυκνογραμμένες αράδες σε σκόρπια χαρτιά, χωρίς τάξη, ικανοποιούσα για καιρό αυτή την ανάγκη. Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ περισσότερο συστηματικά με τη συγγραφή και να δημιουργήσω ένα ολοκληρωμένο έργο, δεν συνηδειτοποιούσα τη μεγάλη αλλαγή που επιχειρούσα στη ζωή μου. Όταν κράτησα στα χέρια μου το πρώτο τελειωμένο έργο, το μυθιστόρημα «Αναρρούσα», ένιωσα να αγγίζω πρωτόγνωρα συναισθήματα πληρότητας. Από εκείνη τη στιγμή βαδίζω τον δρόμο που ανοίχτηκε μπροστά μου με αποφασιστικότητα, επιμονή και μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον εαυτό μου. Ελπίζω οι καρποί αυτής της προσπάθειας να βρουν σύντομα το δρόμο τους προς το αναγνωστικό κοινό.

5. Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο, στη συγγραφή ενός βιβλίου;

Χωρίς δεύτερη σκέψη, και τα δύο επιβάλλεται να συμμετέχουν ισότιμα στη συγγραφική πορεία. Το διαπίστωσα κατ’ αρχήν από την προσωπική μου εμπειρία. Η πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματός μου υπολείπεται κατά πολύ εκείνης που κρατά ο αναγνώστης σήμερα στα χέρια του. Η εμπνευση είναι ισχυρή και παρούσα στο πρωτόλειο, μα όλα τα υπόλοιπα – πειστικά πλασμένοι χαρακτήρες, προσεκτικά δομημένη πλοκή ώστε η αφήγηση να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, κατάλληλος χειρισμός του γλωσσικού εργαλείου και τόσα άλλα – απαίτησαν σκληρή και επίπονη δουλειά για να αποκτήσει το μυθιστόρημα την τελική, ολοκληρωμένη μορφή του. Στην ίδια διαπίστωση έχω οδηγηθεί διαβάζοντας και έργα συγγραφέων πραγματικά ευρηματικά ως ιδέα, που όμως το αξιοπρόσεκτο της αρχικής έμπνευσης αδικείται από το αποτέλεσμα. Πότε ο βιαστικά δουλεμένος λόγος και το φτωχό λεξιλόγιο, πότε η ρηχή προσέγγιση των θεμάτων που πραγματεύονται, πότε η χωρίς συνοχή πλοκή και η πλαδαρότητα του ύφους, το καταδικάζουν στη μετριότητα. Αν η έμπνευση δημιουργεί υποσχέσεις για μια συναρπαστική συγγραφική διαδρομή και ένα αξιοζήλευτο έργο, η σκληρή δουλειά είναι εκείνη που θα οδηγήσει στην εκπλήρωση του στόχου.

6. Με ποιον λογοτεχνικό χαρακτήρα ταυτίζεστε και ποιον αντιπαθείτε;

Στα μέχρι σήμερα αναγνώσματά μου, δύο πρόσωπα είναι εκείνα τα οποία πληρούν τους χαρακτηρισμούς του πιο αγαπητού και του πιο απεχθούς λογοτεχνικού χαρακτήρα.

Ο Ντέμιαν από το φερώνυμο έργο του Έρμαν Έσσε, κρατάει σταθερά μέχρι σήμερα τη θέση τού μέχρι ταυτίσεως αγαπημένου χαρακτήρα, ίσως και για τον λόγο ότι τον γνώρισα στην πιο κατάλληλη ηλικία, εκείνη των είκοσι ενός χρόνων. Τότε, που καθένας μας εισέρχεται στην επίπονη και για πολλούς οδυνηρή φάση της ενηλικίωσης. Έγινε από τότε ο φάρος και οδηγός μου στην προσπάθεια να βρω τον δρόμο μου στη ζωή μέσα από τον εαυτό μου και μόνο. Μου μίλησε για την περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και με προειδοποίησε, ότι κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του. Ωστόσo, επεσήμανε, αξίζει να αγωνιστεί καθένας για να το πετύχει στον βαθμό που έχει τη δύναμη να το καταφέρει.

Πόσο απεχθής, αντίθετα, αυτός ο γέρο Λαδάς από το μυθιστόρημα του Νικου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο άθλιος φιλάργυρος, που και η δυστυχία του άλλου αποκτά αγοραία αξία, όφελος που με κάθε τρόπο πρέπει να καρπωθεί. Ακόμη και στον θάνατο της νεαρής μονάκριβης θυγατέρας του βρίσκει όφελος, καθώς λογαριάζει τα έξοδα του γάμου που γλύτωσε.

7. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο», Αλμπέρ Καμύ «Ο Ξένος», Χένρυ Μίλλερ «Ο τροπικός του Αιγόκερω», Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», Άλλεν Γκίνσμπεργκ «Το ουρλιαχτό».

8. Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Ανδρέα Εμπειρίκο, Αλμπέρ Καμύ, Τζακ Κέρουακ, Φιόντορ Ντοστογέφσκυ, Όμηρο.

9. Ποια θεωρείτε την πιο χαρακτηριστική φράση από το βιβλίο σας;

«Χανόμαστε όταν την τελευταία μας πνοή την παρασέρνει ο παγερός άνεμος της λήθης, όταν το τελευταίο ψυχορράγημά μας σβήνει στη σιωπή της μοναξιάς, όταν τίποτα δεν αφήνουμε φεύγοντας που να θυμίζει το πέρασμά μας από τη ζωή.»

10. Με ποιο τραγούδι ή και άλμπουμ θα “ντύνατε” μουσικά ένα έργο σας;

Η μουσική που γράφτηκε από τους Philip Glass και Foday Musa Suso για τη θεατρική παράσταση του έργου του Jean Genet “The Screens” – ανέβηκε το Νοέμβριο του 1989 στο θέατρο Guthrie της Minneapolis από τη σκηνοθέτη και σύζυγο του Philip Glass JoAnne Akalaitis – άσκησε τέτοια επίδραση πάνω μου από το πρώτο άκουσμά της, που την ένιωσα να αυτονομείται από το έργο για το οποίο γράφτηκε, και να μου μιλά με γλώσσα τόσο οικεία και κατανοητή, που θα μπορούσε κάλλιστα να σταθεί έμπνευση και ιδανική μουσική υπόκρουση για κάποιο έργο μου.

11. Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;

Αν και φύσει συναισθηματικός ως χαρακτήρας, παραδέχομαι ότι ο υπερβολικός συναισθηματισμός, η τάση εξιδανίκευσης, η φαντασία και η ονειροπόληση δεν βοηθούν να αντιμετωπίσουμε όσα σημαντικά βάζει η ζωή μπροστά μας. Προσωπικά προσπαθώ να βάζω στην άκρη το συναίσθημα όταν βρίσκομαι μπροστά σε κρίσιμες καταστάσεις που απαιτούν αποφάσεις, και, πιστέψτε με, δεν μου είναι καθόλου εύκολο. Από την άλλη, είναι αναγκαίο να μην αφήνουμε την ψυχή μας να στεγνώνει από συναισθήματα και να σκύβουμε με ευαισθησία πάνω στα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής. Το ιδανικό θα ήταν να βγάζουμε ρεαλιστικά συμπεράσματα και να τα θέτουμε στη δοκιμασία του συναισθήματος προτού πάρουμε αποφάσεις.

  • Ο Κωστής Αγγελάκης γεννήθηκε το 1962 στον Μέρωνα Ρεθύμνης και από το 1971 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά. Το μυθιστόρημα «Αναρρούσα» είναι το πρώτο έργο που αποφάσισε να μοιραστεί με ένα ευρύτερο κοινό και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.