/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Ηλία Τζιτζικάκη

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Ηλία Τζιτζικάκη

Ο συγγραφέας Ηλίας Τζιτιζκάκης * απέναντι στις 10+1 Ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα και του Αλέξανδρου Κριτσίκη.

  1. Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά το τελευταίο σας αστυνομικό μυθιστόρημα “Φυγή” (εκδόσεις Πηγή);

Θα το χαρακτήριζα ως ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα μυθιστόρημα αγωνίας και ανατροπών. Σε καμιά περίπτωση δεν θα το κατέτασσα στα στερεοτυπικά αστυνομικά μυθιστορήματα, εκείνα όπου ο αστυνομικός επιθεωρητής με την προβληματική προσωπική ζωή ή τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, ανακαλύπτει τον δολοφόνο μέσω μιας γόπας από τσιγάρο ή κάποιου ίχνους στο ντουλαπάκι του μπάνιου… Στη «ΦΥΓΗ», το καλό και το κακό δεν είναι τόσο ξεκάθαρα και όλα μοιάζουν να ακροβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία.

Δεν είναι αληθινή ιστορία, γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε σε εκείνο το τόσο παράξενο και ανεξερεύνητο τμήμα του εγκεφάλου, από το οποίο πηγάζει αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «έμπνευση» ή «φαντασία». Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες συνθήκες του βιβλίου εμπεριέχουν αλήθειες, έχουν ξανασυμβεί με κάποιο τρόπο, όπως και ορισμένα από τα πρόσωπα, μοιάζουν με χαρακτήρες που έχω συναντήσει και συναναστραφεί.

  1. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του βασικού ήρωα, του αστυνόμου Φωκά;

Πρόκειται για άνθρωπο που λόγω του επαγγέλματός του έχει βιώσει και γι’αυτό γνωρίζει πολύ καλά, τη μικρότητα και ταυτόχρονα το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Είναι απαισιόδοξος με τους ανθρώπους, γιατί γνωρίζει ότι είναι ικανοί για κάθε κακό. «Homo homini lupus», μονολογεί σε κάποια στιγμή, «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος». Από την άλλη δεν παύει να είναι και ιδεαλιστής, αφού βαθιά μέσα του πιστεύει πως το Καλό μπορεί, ακόμα και σ’αυτές τις συνθήκες, να καταφέρει να επικρατήσει.

  1. Τι θέλετε να αποκομίσει, ως κεντρικό μήνυμα, ο αναγνώστης;

Σε κανένα από τα μυθιστορήματά μου δεν είχα ως σκοπό να στείλω οποιοδήποτε μήνυμα, δεν συμπαθώ διόλου τον διδακτισμό στη λογοτεχνία, ούτε την υποτιθέμενη «απόλυτη αλήθεια» του συγγραφέα. Στη «ΦΥΓΗ», πολλές φορές θα συναντήσει ο αναγνώστης να διατυπώνονται από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος δύο αντίθετες μεταξύ τους απόψεις, καθεμία με εξίσου πειστικά επιχειρήματα. Αυτό είναι κάτι που θέλησα να δείξω, ότι το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, η αλήθεια και το ψέμα, ακόμη και το πραγματικό και το φανταστικό, συχνά καθορίζονται από τις υποκειμενικές θεωρήσεις. Η βεβαιότητα, σε βαθμό θέσφατου του συγγραφέα, που συναντώ σε κάποια βιβλία, πραγματικά με απωθεί. Ο αναγνώστης μου επιθυμώ να είναι σκεπτόμενος, να μπορεί να αμφισβητεί και να κρίνει ο ίδιος. 

  1. Σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται η αύξηση του ενδιαφέροντος για την αστυνομική λογοτεχνία;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για καιρό στους λογοτεχνικούς κύκλους η λεγόμενη αστυνομική λογοτεχνία, δεν θεωρούνταν λογοτεχνικό είδος. Αν δείτε τα βιβλία ιστορίας της λογοτεχνίας, σπάνια έως καθόλου συμπεριλαμβάνουν συγγραφείς όπως η Αγκάθα Κρίστι, ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο Ζωρζ Σιμενόν, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Ντάσιελ Χάμετ ή στην Ελλάδα ο Γιάννης Μαρής και τόσοι άλλοι σπουδαίοι αστυνομικοί συγγραφείς. Παρ’ όλα αυτά, τα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν διαχρονικά πουλήσει και διαβαστεί συντριπτικά περισσότερο από πολλά άλλα λογοτεχνικά είδη. Πιστεύω πως η αστυνομική λογοτεχνία δεν έπαψε ποτέ να προξενεί το ενδιαφέρον του κοινού, απλώς τα τελευταία χρόνια μοιάζει να αναβαθμίστηκε στη συνείδηση των αναγνωστών από απλοϊκό «λαϊκό ανάγνωσμα», σε λογοτεχνικό είδος. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα άρχισαν πια να διαβάζονται και από περισσότερο απαιτητικούς θα έλεγα, αναγνώστες. 

  1. Το σύγχρονο αστυνομικό ελληνικό μυθιστόρημα αποτυπώνει την εγχώρια πραγματικότητα ή απλώς αναπαράγει εισαγόμενα πρότυπα;

Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Κάθε δημιουργός έχει τις επιρροές του, κάθε συγγραφέας, θέλοντας και μη, επηρεάζεται από, τουλάχιστον ορισμένα, έργα που έχει διαβάσει. Συνεπώς, θα έλεγα ότι και το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα έχει υποστεί σημαντικές επιδράσεις από την ξένη αστυνομική λογοτεχνία. Θυμίζω και πάλι τον χαρακτηριστικό τύπο του ιδιόρρυθμου επιθεωρητή που ως δια μαγείας λύνει όλα τα μυστήρια, κληρονομιά των παλαιότερων σπουδαίων αστυνομικών συγγραφέων, τον οποίο συναντάμε με διάφορες παραλλαγές και στα περισσότερα σύγχρονα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα. Από την άλλη, η ελληνική πραγματικότητα, με την έννοια των κοινωνικών, οικονομικών κλπ. συνθηκών που επικρατούν, δεν μπορεί παρά να είναι παρούσα, και στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Δείτε για παράδειγμα τα έργα του Πέτρου Μάρκαρη, που περιγράφουν την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης κλπ.

  1. Να περιμένουμε σύντομα το επόμενο βιβλίο κι αν ναι, με τι θεματολογία;

Έχω ξεκινήσει ένα νέο μυθιστόρημα, που όμως δείχνει να θέλει ακόμη το χρόνο του για να ολοκληρωθεί. Βασίζεται σε μια ιδέα που γεννήθηκε τις μέρες της καραντίνας και μάλλον θα πρόκειται για ένα δυστοπικό μυθιστόρημα. Στα …διαλείμματα, με αφορμή κάποιες άλλες ιδέες που γεννιούνται από περιστατικά της καθημερινότητας, γράφω διηγήματα, περισσότερο για να κρατήσω ζωντανές αυτές τις ιδέες, αλλά και για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στις μικρές ιστορίες, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το μυθιστόρημα.

  1. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την συγγραφή;

Η ανάγκη για να γράψω μοιάζει σαν να ξεπήδησε ξαφνικά από μέσα μου, σαν να διέρρηξε την πόρτα του δωματίου που μέχρι τότε ήταν κλεισμένη και να βγήκε στην επιφάνεια του μυαλού. Όταν ξεκίνησα να γράφω εντατικά, κάπου κοντά στα πενήντα μου χρόνια, το πρώτο πράγμα που είπα μέσα μου ήταν «τι έχανα τόσα χρόνια»! Από τότε, ειλικρινά δεν έχει περάσει μέρα που να μην γράψω ή έστω να μην σκεφτώ είτε μια καινούργια ιστορία, είτε τη συνέχεια κάποιας που ήδη έχω αρχίσει.

  1. Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο, στη συγγραφή ενός βιβλίου;

Κανένα από τα δύο δεν αρκεί από μόνο του. Ασφαλώς, το πρώτο πράγμα που χρειάζεται για να γραφτεί ένα λογοτεχνικό βιβλίο, είναι η έμπνευση, μια καλή ιστορία πάνω στην οποία θα στηριχτεί. Από κει και πέρα είναι που αρχίζει η σκληρή δουλειά και εκεί είναι που ο συγγραφέας αναμετριέται με τον εαυτό του, που παλεύει σκληρά για να επιβληθεί στη φυγοπονία και την αναβλητικότητα, που κάποιες φορές μοιάζουν σαν να είναι ανυπέρβλητες. Όπως γράφει ο Στίβεν Πρέσφιλντ, στο βιβλίο του «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ», η δημιουργία είναι ένας διαρκής πόλεμος απέναντι στα εμπόδια που μας βάζει ο ίδιος μας ο εαυτός.

  1. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Το διάβασμα είναι για μένα ζωτική ανάγκη, είναι ένα κομμάτι από το νόημα της ζωής. Όπως λέει και ένας χαρακτήρας σε μυθιστόρημά μου, «όταν μιλάς μαθαίνουν οι άλλοι, όταν ακούς, μαθαίνεις εσύ». Έτσι και με το διάβασμα, «ακούς» τους άλλους, μαθαίνεις διαρκώς, είναι σαν να ανακαλύπτεις κάθε φορά καινούργιους θησαυρούς. Συμμετέχεις στην πανανθρώπινη γνώση, με κάθε καλό βιβλίο γίνεται δικό σου ένα κομμάτι της ανθρώπινης σοφίας. Σκεφτείτε πόσο μαγευτικό είναι να στέκεσαι μέσα στο σπήλαιο των ιδεών του Πλάτωνα, να παλεύεις με τα κύματα πλάι στον Οδυσσέα, να αντικρίζεις τον Δον Κιχώτη καθώς πολεμά τους ανεμόμυλους, να αναζητάς τον δολοφόνο μαζί με τον Ηρακλή Πουαρό, να περιδιαβαίνεις τους δρόμους της Νέας Υόρκης του μεσοπολέμου με τον Υπέροχο Γκάτσμπι ή αυτούς του Δουβλίνου με τον κ. Μπλουμ, να χορεύεις σε μια παραλία της Κρήτης μαζί με το Ζορμπά και τόσα άλλα. Μου είναι πραγματικά αδιανόητο να περάσει κάποιος από αυτή τη ζωή, χωρίς να διαβάσει όσο περισσότερο μπορεί. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι μου είναι πολύ δύσκολο να επιλέξω μόνο πέντε βιβλία, όμως αν έπρεπε να ξεχωρίσω θα ήταν  η «ΙΛΙΑΔΑ» και η «ΟΔΥΣΣΕΙΑ» του Ομήρου (επιτρέψτε μου να τα θεωρήσω ως ένα), «ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ» του Τόμας Μαν, το «ΣΑΠΙΕΝΣ» του Χαράρι, «ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ» του Μάρκου Αυρήλιου, το «Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΩΝ» του Τόλκιν.

  1. Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Τον Μίλαν Κούντερα για να συζητάμε για λογοτεχνία. Τον Μιγκέλ Ντε Θερβάντες, για να διηγείται τις απίστευτες περιπέτειές του. Τον Ρέιμοντ Τσάντλερ για να πλάθουμε αστυνομικές ιστορίες και να μιλάμε για την πάντα ανεξερεύνητη ανθρώπινη φύση. Τον Έρνεστ Χέμινγουέι για να πίνουμε παρέα και να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την καθημερινή συμπεριφορά και τις σχέσεις των ανθρώπων. 

  1. Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;

Κάποτε οι άνθρωποι πίστευαν βαθιά σε Ιδέες και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν γι’αυτές. Θυμηθείτε τον Βέρθερο, τον νεαρό ήρωα του Γκαίτε, που πέθανε από έρωτα ή τους επαναστάτες που έδωσαν τη ζωή τους για τον καλύτερο κόσμο στον οποίο πίστευαν ή τους πιστούς για την θρησκευτική τουε πίστη. Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πια ιδανικά (εκτός ίσως από τον καταναλωτισμό και το φαίνεσθαι!), οι άνθρωποι έχουμε γίνει πραγματιστές και ωφελιμιστές. Από την άλλη η γνώση, που στις μέρες μας προσφέρεται άπλετα, είναι ικανή να διαλύει αυταπάτες και μην ξεχνάμε πως οι Ιδέες, συχνά στηρίζονται στην αυταπάτη. Συνεπώς, εκείνο που χρειάζεται είναι και η πίστη σε ιδανικά, γιατί χωρίς αυτά η ζωή μοιάζει χωρίς νόημα και ο κόσμος δεν μπορεί να γίνει καλύτερος, αλλά ταυτόχρονα και η γνώση και συναίσθηση της πραγματικότητας, γιατί διαφορετικά θα απομείνουμε να ζούμε μέσα σε αυταπάτες.

  • Ο Ηλίας Τζιτζικάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και δημοσιογραφία και σήμερα εργάζεται ως δικηγόρος στον Πειραιά.