/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Γεώργιο Σπηλιωτόπουλο

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Γεώργιο Σπηλιωτόπουλο

Ο ποιητής Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος δίνει ξεχωριστές απαντήσεις στις 10+1 Ερωτήσεις του CulturePoint.gr.

1. Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά παίζει τον σημαντικότερο ρόλο για ένα επιτυχημένο έργο;

Στην ερώτηση πρέπει να απαντήσω χωρίς επιφυλάξεις: «Και τα δύο.» Όμοια όπως θα απαντούσαμε και στην ερώτηση του Καββαδία στο Kuro Siwo: «O μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» Η έμπνευση είναι η σπίθα που ανάβει τη φωτιά της δημιουργίας. Είναι το άστρο που, όπως θα έλεγαν μερικοί, δίνει ένα προβάδισμα κάποτε αναγκαίο για τη διάκριση και την επιτυχία. Όμως, ακόμη και το ταλέντο δίχως άσκηση και επιμονή καταντά κάτι το φθηνό, με σύντομη και μικρή αξία. Ο έρωτας του σπουδαίου ποιήματος σχεδόν ποτέ δεν έρχεται με την πρώτη ματιά. Ο P. Valéry γράφει ότι “ο στοχασμός πρέπει να είναι κρυμμένος μέσα στους στίχους όπως η θρεπτική ιδιότητα μέσα σ’ ένα καρπό”. Και για τον δύσκολο αυτό άθλο (όπως π.χ. για να γραφτεί το Θαλασσινό κοιμητήρι του) είναι απαραίτητη η σκληρή δουλειά. Το ίδιο και στη ζωγραφική: όπως εύστοχα έθεσε ο Γκωγκέν, το «άσχημο» μπορεί να γίνει κάποτε υπέροχο, ενώ το «χαριτωμένο» ποτέ. Ο χρόνος και η επιμονή μετατρέπουν υπομονετικά το κάρβουνο σε διαμάντι.

2. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Ο Borges γράφει στο Άλεφ ότι «Όταν ήμουν μικρός, απορούσα που τα γράμματα ενός κλειστού βιβλίου δε χάνονταν τη νύχτα και δεν ανακατεύονταν μεταξύ τους.» Πλέον ζούμε στα ιλιγγιώδη ψηφιακά χρόνια όπου ο άνθρωπος βρίσκεται στο διαδίκτυο πολύ και διαβάζει λίγο, κάνει τον ειδικό για τα πάντα, δίχως να γνωρίζει σε βάθος σχεδόν τίποτα. Αυτό γιατί η γνώση και η πληροφορία είναι πλέον προσβάσιμες σε όλους με το πάτημα ενός κουμπιού, χωρίς να απαιτείται ο κόπος και ο χρόνος που χρειαζόταν στο παρελθόν για την αναζήτησή τους. Αυτό είναι και ένα από τα μεγαλύτερα εκπαιδευτικά προβλήματα του πολιτισμού μας: επιδιώκεται η ποσότητα, όχι η ποιότητα της γνώσης. Η πληροφορία και η γνώση, όμως, διαφέρουν από τη σοφία. Αυτή τη σοφία, αργά και υπομονετικά, μπορεί να προσφέρει στην ψηφιακή εποχή μας απλόχερα το καλό βιβλίο.

3. Με ποιον λογοτεχνικό χαρακτήρα ταυτίζεστε και ποιον αντιπαθείτε;

Δεν αντιπαθώ κάποιον λογοτεχνικό χαρακτήρα, ταυτίζομαι όμως με τον λογοτεχνικό χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί στο πεζό του Borges, με τίτλο “Τα κυκλικά ερείπια”. Περιγράφει την ιστορία ενός μάγου, ο οποίος αποφασίζει να δημιουργήσει έναν άνθρωπο: τον ίδιο τον γιο του, και αυτό με το να τον ονειρεύεται. Αποφασίζει, λοιπόν, νύχτα τη νύχτα, να ονειρεύεται κομμάτι-κομμάτι, ακόμη και τρίχα-τρίχα τον γιο του, δημιουργώντας τον μέσα στα πύρινα όνειρά του και εν τέλει χαρίζοντάς του τη ζωή. Αυτός ο πόθος να πάρουν τα όνειρα ζωή νομίζω συνοψίζει καλύτερα από κάθε τι τον αγώνα του ανθρώπου.

4. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

1) Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί»
2) Γιώργος Σεφέρης «Κίχλη»
3) Νίκος Καζαντζάκης «Αναφορά στον Γκρέκο»
4) Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Μυθοπλασίες»
5) Τάσος Λειβαδίτης «Βιολί για μονόχειρα»

5. Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Θα ευχόμουν να είχα κοντά μου τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Καζαντζάκη και να είμαστε όλοι συνομήλικοι, κοντά στα τριάντα. Αν πρέπει να σκεφτώ και τοποθεσία της ολιγοήμερης απόδρασης, ας ήμασταν φιλοξενούμενοι του Σεφέρη στη Βίλα Γαλήνη στον Πόρο κατά τα μέσα του καλοκαιριού.

6. Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά την τελευταία σας δημιουργία;

Η «Λευκάμπελος» είναι ένα έργο δέκα και πλέον ετών, που αναμετριέται με πολλά διαφορετικά είδη γραφής, όπως έμμετρη πρόζα, ποίηση σε ελεύθερο στίχο, Χαϊκού και καρκινική γραφή. Τα τρία μέρη του βιβλίου, η ανάβαση, η πτώση και η κάθαρση, συνυφαίνονται χρησιμοποιώντας τα παραπάνω είδη γραφής, με θεματολογία που οδηγείται από το ένα τμήμα στο άλλο. Το έργο, ξεκινώντας από τη ζωή (ανάβαση), οδηγείται στον θάνατο (πτώση) και εν τέλει στην ανάσταση (κάθαρση). Η καρκινική γραφή, το δυσκολότερο εγχείρημα με το οποίο έχω καταπιαστεί στη ζωή μου, βρίσκεται στο τελευταίο κεφάλαιο, ως κατακλείδα του βιβλίου.

7. Ποια θεωρείτε την πιο χαρακτηριστική φράση από το βιβλίο σας;

«Ξεκίνησα να γράφω, γιατί δεν υπάρχουν λόγια
να φωνάξεις τ’ όνομά σου, μήπως πείσεις πως γεννήθηκες.»

Από τους καρκινικούς στίχους, που διαβάζονται και από το τέλος προς την αρχή:
«ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑΜΑ, ΤΟ ΜΟΝΟ ΝΟΜΟ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΝΕ.»

8. Με ποιο τραγούδι ή και άλμπουμ θα “ντύνατε” μουσικά ένα έργο σας;

Θα έντυνα μουσικά το βιβλίο με τον «Σταυρό του Νότου» του Καββαδία, το πιο αγαπημένο μου ελληνικό τραγούδι, σε μελοποίηση του αείμνηστου Θάνου Μικρούτσικου.

9. Αναγνωρίζετε γρήγορα τα λάθη σας και ποια συγχωρείτε ευκολότερα στους άλλους;

Είμαι πρόθυμος να συγχωρήσω και τα λάθη και τα «σωστά» που αργότερα αποδείχθηκαν λάθη. Το σημαντικότερο κριτήριο για εμένα είναι η πρόθεση του άλλου, η προαίρεση. Πάντοτε προσπαθώ όχι μόνο να αναγνωρίζω και να παραδέχομαι, αλλά και να διορθώνω τα λάθη μου. Συγχωρώ ευκολότερα τους άλλους από τον εαυτό μου και ιδιαίτερα τα λάθη που γίνονται χωρίς κακή προαίρεση. Ένας αγαπημένος καθηγητής στα σχολικά μου χρόνια έλεγε ότι «το πρώτο λάθος είναι φυσικός κανόνας, το δεύτερο συγχωρείται, το τρίτο είναι έγκλημα». Πιστεύω και εγώ, μετά από σειρά λαθών, ότι όλοι αξίζουν μία δεύτερη ευκαιρία, όχι όμως και τρίτη.

10. Αν για την καριέρα σας έπρεπε να απομακρυνθείτε σημαντικό διάστημα από την οικογένεια σας, θα το κάνατε;

Από το 2016 βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη, ολοκληρώνοντας τις διδακτορικές μου σπουδές στην Κλασική Φιλολογία και διδάσκοντας ως λέκτορας στο City University of New York. Η οικογένεια είναι μία από τις σημαντικότερες αξίες στη ζωή και αγαπά, ενθαρρύνει και υποστηρίζει την πρόοδο των μελών της. Για την πρόοδο συχνά απαιτούνται θυσίες, κάποιες από τις οποίες μας παίρνουν μακριά από την οικογένεια. Αλλά όπως θα έλεγε και ο Γ. Πατίλης στο «Ζεστό μεσημέρι» του: «Είναι η απόσταση που φέρνει τις συναντήσεις. / Κι ο άνθρωπος πάντα αγαπά / Αυτό που λιγότερο καταλαβαίνει. / Γιατί αυτό που καταλαβαίνει / Είναι λιγότερο από τον άνθρωπο. / Και δεν αξίζει να το αγαπά…»

11. Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;

Πιστεύω ότι χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός, να ομορφύνει τη ζωή μας, γιατί:
“Ένας άνθρωπος”, γράφει ο Μπόρχες στον Επίλογο του Ποιητή, “βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του”.

Αλλά χρειάζεται και ρεαλισμός στη ζωή μας, ως αντίδοτο του ρομαντισμού, διότι:
«Οι χαρές είναι πουλιά, είπε ένας Κινέζος σοφός, κι όσο πιο δυνατές είναι, τόσο πιο μακριά πετάνε. Οι λύπες είναι δέντρα κι όσο πιο μεγάλες είναι, τόσο πιο βαθιά ριζώνουν. Ο άνθρωπος είναι χώμα˙ βαθιά ριζώνουν μέσα του οι λύπες και βλέπει τις χαρές μακριά του να πετούν.» (Α. Χιόνης, “Ιστορίες μιας εποχής που πέρασε, χωρίς ποτέ να έχει έρθει”)

Εν τέλει πιστεύω πως η σωστή ισορροπία ρεαλισμού και ρομαντισμού μπορεί να μας διδάξει ότι υπέρτατος στόχος και επιβεβαίωση της ζωής μας είναι η αγάπη. Όπως λέει και ο Χ. Γιανναράς από το Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων: «Ζωή σημαίνει να παραιτείσαι από την απαίτηση της ζωής για χάρη της ζωής του Άλλου. Να ζεις, στο μέτρο που δίνεσαι για να δεχθείς την αυτοπροσφορά του Άλλου. Όχι να υπάρχεις και επιπλέον να αγαπάς. Αλλά να υπάρχεις μόνο επειδή αγαπάς, και στο μέτρο που αγαπάς.»

  • Ο Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος γεννήθηκε το 1990 και μεγάλωσε στη Χαλκίδα Ευβοίας. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 2016 είναι υποψήφιος διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας στο City University of New York και ζει στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ. Το 2019 του απονεμήθηκε δεύτερος μεταπτυχιακός τίτλος από το ίδιο πανεπιστήμιο. Από το 2017 είναι λέκτορας Κλασικής Φιλολογίας στο City University of New York. Η ποιητηική του συλλογή Λευκάμπελος κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιωλκός.