/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Φίλιππο Περιστέρη

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Φίλιππο Περιστέρη

Ο συνθέτης Φίλιππος Περιστέρης συνομιλεί με τον Κωνσταντίνο Μανίκα με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του δίσκου “Επύλλια 3”.

Κυκλοφορεί, αυτές τις μέρες ο δίσκος σας “Επύλλια 3”. Τι γέννησε την ανάγκη για μια τρίτη συνέχεια αυτής της σειράς δημιουργιών;

Όταν το 2008 κυκλοφόρησαν σε CD τα “Επύλλια” ονειρευόμουν αλλά όχι φανταζόμουν ότι θα υπήρχε μια κάποια συνέχεια. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι μόνο αν τελικά αποδεικνυόταν ότι αυτός ο δίσκος είχε προκαλέσει κάτι πράγματι αξιοσημείωτο θα συνέχιζα αυτή τη σειρά. Φυσικά, το τι σημαίνει αξιοσημείωτο είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα. Δεν περίμενα φυσικά κάποια μεγάλα νούμερα αναπαραγωγών των κομματιών από τους «μεγάλους» ραδιοσταθμούς καθώς εδώ και 20 χρόνια διατηρούμε εκατέρωθεν αποστάσεις, εγώ ως προς το ηθικό κομμάτι και εκείνοι ως προς το οικονομικό. Ωστόσο ούτε οι πωλήσεις ήταν λίγες, οι κριτικές θα έλεγα επαινετικές και το συνολικό αντίκρισμα θα έλεγα ότι εύκολα θα μπορούσε σύντομα να οδηγήσει στα δεύτερα Επύλλια. Ωστόσο, ήθελα κάτι ακόμα το οποίο δεν είχα ακόμη εκλάβει.

Τέτοιες εργασίες όμως μοιάζουν με βραδυφλεγείς βόμβες. Έτσι πέντε, έξι ή εφτά χρόνια μετά άρχισα να νιώθω ότι αυτό το έργο είχε ακουστεί περισσότερο από όσο νόμιζα και είχε εκτιμηθεί ακόμη περισσότερο. Μάλιστα πολλοί από τους συμμετέχοντες οι οποίοι έκαναν τις παρθενικές τους ηχογραφήσεις μέσα σε αυτό το δίσκο άρχισαν να κάνουν μεγάλες και αξιοζήλευτες καριέρες ενώ ακόμη και ποιητές που είχα μελοποιήσει (όπως ο αείμνηστος Μάνος Ελευθερίου) μου ζητούσαν να επανεκδώσω κομμάτια του δίσκου ή να συνεχίσω με επόμενο. Το ίδιο συνέβη με πολλούς ακροατές άγνωστους σε μένα οι οποίοι μέσα από τα λόγια τους μου έδιναν να καταλάβω ότι τα σημάδια που περίμενα για να συνεχίσω ήταν ήδη μπροστά μου. Μετά τα Επύλλια 2 (2019) η τρίτη συνέχεια ήταν απλά θέμα χρόνου.

Πώς επιλέγετε τα ποιήματα προς μελοποίηση; Υπάρχει κάποια εννοιολογική ή άλλη συνάφεια μεταξύ τους;

Στα πρώτα Επύλλια αναφέρω στο σημείωμα ότι η επιλογή των ποιημάτων εκκινεί από τον πρωτομάστορα Σολωμό ως τις μέρες μας, καθώς πιστεύω ότι η νεοελληνική ποίηση και μουσική είναι σε παγκόσμιο επίπεδο από τον Κάλβο ως σήμερα ίσως το μεγαλύτερο και καλύτερο δείγμα πολιτισμού και κουλτούρας που έχει προσφέρει η Ελλάδα στον κόσμο από τη δημιουργία του κράτους ως σήμερα. Με μια τέτοια λοιπόν κληρονομιά και το προνόμιο να μπορεί κανείς να μετέχει αυτής, και μάλιστα στη μητρική του γλώσσα, θεώρησα δώρο τη δυνατότητα μελοποίησης μερικών από τις άπειρες επιλογές που προσφέρει η βιβλιογραφία. Πέρα από όλα αυτά η επιλογή γίνεται πάντα με καθαρά συναισθηματικά κριτήρια απόλυτα ανάλογα με το φορτίο που μου γεννά η ανάγνωση του κάθε έργου.

Υπάρχουν διαφορετικά μουσικά είδη σε αυτή τη δουλειά. Το απαιτούν τα ίδια τα ποιήματα ή είναι και μια δική σας διάθεση για πειραματισμούς;

Στα πρώτα Επύλλια αναφέρω ότι «…μελοποιώ ή επενδύω μουσικά ποιήματα από τον Σολωμό ως τις μέρες μας με μουσική που είναι ή πολιτογραφήθηκε ελληνική, σε αυτό το θολό τοπίο που σήμερα ονομάζεται έντεχνο και ως εναλλακτική ονομασία του / επανάχρηση του όρου». Στα δεύτερα και πολύ περισσότερο στα τρίτα Επύλλια νομίζω ότι έχω προχωρήσει τη σκέψη και τη δημιουργία πέρα από το επίπεδο των ορισμών. Κινούμενος περισσότερο από την διαίσθηση και τη διάθεση για πειραματισμό έχω την αίσθηση ότι κάτι τέτοιο είχε ανάγκη ή έστω λόγο ύπαρξης.

Ποιες ήταν οι βασικές οδηγίες που δώσατε στους ερμηνευτές, ώστε να προσεγγίσουν όσο πιο πειστικά γίνεται τα τραγούδια;

Σχεδόν με όλους τους συμμετέχοντες είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν τόσο σε επίπεδο δισκογραφίας όσο και σε αυτό των ζωντανών συνυπάρξεων (συναυλίες, τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά κλπ). Ως εκ τούτου γνώριζαν καλά ποια είναι η αισθητική και η «λογική» μου και εγώ με τη σειρά μου ήξερα τι να περιμένω από εκείνους. Η επιλογή μου και η δική τους θετική ανταπόκριση άλλωστε απαιτεί μια επικοινωνία που προϋποθέτει μια μεγάλη σύγκλιση. Στο ερμηνευτικό μέρος, αυτό που κυρίως ζητώ όμως είναι «στεγνές» ερμηνείες οι οποίες θα φωτίσουν τον λόγο ακριβώς επειδή δεν θα τον κατευθύνουν συναισθηματικά, ενώ όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσε να τα κάνει η μουσική και η ενορχήστρωση.

Γιατί επιλέξατε να υπάρχουν εμβόλιμα και απαγγελίες ποιημάτων που συνοδεύονται από μελωδία;

Έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν ποιήματα που είναι καλύτερα να μην μελοποιούνται. Ο λόγος για αυτό δεν είναι φυσικά ότι δεν γίνεται να μελοποιηθούν αλλά ότι συχνά ο ποιητικός λόγος έχει ένα ρυθμό ή ένα εύρος το οποίο αποδίδεται καλύτερα μέσα από μια ανάγνωση/ερμηνεία κάποιου ηθοποιού σε αντιδιαστολή με την απόλυτα δεσμευτική οδό που μοιραία επιβάλλει στο μέτρο και το τονικό ύψος των συλλαβών μια οποιαδήποτε μελοποίηση. Τέτοια έργα λοιπόν προτίμησα απλά να τα επενδύσω με πρωτότυπη μουσική και να ακολουθήσω το κλίμα που περιείχαν. Πιστεύω ότι αυτά τα στοιχεία τα απέδωσαν άρτια όλοι οι ηθοποιοί.

Έχει παραμεριστεί η μελοποίηση της ποίησης σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες;

Ξέρω αρκετούς συνθέτες και συνθέτριες που συνεχίζουν να αγρεύουν μελωδίες και ιδέες μέσα από την κλασική και την σύγχρονη ποίηση. Βέβαια αυτοί οι δημιουργοί αποτελούσαν και πολύ περισσότερο σήμερα συνεχίζουν να αποτελούν εξαιρέσεις. Έτσι κι αλλιώς όμως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Λειβαδίτης, ο Ρίτσος, ο Λευκάδος Χερν και όλοι αυτοί οι τιτάνες του λόγου ήταν εξαιρέσεις. Με αυτές τις εξαιρέσεις μάθαμε τη γλώσσα μας, με αυτές τις εξαιρέσεις κατανοήσαμε τον κόσμο και τον εαυτό μας και με τις ίδιες εξαιρέσεις συνεχίζεται η τέχνη σε κάθε εποχή και γωνιά αυτού του πλανήτη. Καλώς ή «κακώς» τα έργα αυτά αθροίζονται και τελικά είναι πάρα πολλά γιατί είναι μοναδικά σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τα οποία μοιάζουν απείρως περισσότερα στην εποχή τους αλλά με το πέρασμα του χρόνου επανέρχονται στη μάζα από την οποία προέρχονται και τελικά «σκουπίζονται» το ίδιο μαζικά από την ίδια την ιστορία η οποία συνήθως τα απορρίπτει.

Πώς βλέπετε το μέλλον της μουσικής στην ψηφιακή εποχή, με την κυριαρχία του YouTube;

Η ψηφιακή εποχή ξεκίνησε στη μουσική από τη στιγμή που ο δίσκος που αγοράζαμε ήταν δεδομένα, δηλαδή από το CD και μετά. Το να φτάσουμε στο σήμερα ήταν θέμα χρόνου, καθώς το μόνο που απέμενε ήταν ένα γρηγορότερο και πιο διαδεδομένο διαδίκτυο. Μετά τις πρώτες σπασμωδικές κινήσεις άρχισε σιγά σιγά να βρίσκεται ένα modus vivendi το οποίο είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Έτσι κι αλλιώς η μουσική πάντα ήταν στην αιχμή του δόρατος της τεχνολογίας κάθε εποχής και αυτή η εποχή δεν αποτελεί εξαίρεση. Για μένα και για συναδέλφους γύρω ή άνω των πενήντα τα να γεννιέσαι (μουσικά) σε τεράστια στούντιο με μπομπίνες και τεράστιες κονσόλες και 25 χρόνια αργότερα να βρίσκεσαι εδώ που είμαστε τώρα δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα. Παρολαυτά από παρόμοιες διαδικασίες πέρασαν κι άλλες γενιές έστω και σε άλλους ρυθμούς.

Προσωπικά μετά τον πρώτο σχετικό αιφνιδιασμό άρχισα να βλέπω ότι η μουσική μετά από ένα μικρό πέρασμα, (σε σχέση με την εκατονταχιλιετή παρουσία της στον κόσμο), περίπου 100 χρόνων, επανήλθε στην άυλη μορφή που είχε πάντα. Φυσικά και θα μου λείψουν τα ένθετα του βινυλίου και οι απολαυστικές εικαστικές εκδόσεις αλλά το μέλλον συχνά έχει διαφορετικά σχέδια από τις δικές μας απολαύσεις. Ωστόσο το θέμα είναι σε αυτό το τοπίο είναι να μπορέσει ο σημερινός και κυρίως ο μελλοντικός δημιουργός, να μην απωλέσει τον προορισμό του και τα όποια κέρδη μπορεί να του αποφέρει το έργο του.

Στη νέα αυτή ψηφιακή βιομηχανία υπάρχουν πολλά νέα στοιχεία τα οποία χωρίς μεθόδευση και προορατικότητα μπορεί να οδηγήσουν τους δημιουργούς σε ένα ζοφερό τοπίο. Το στοιχείο της παραγωγής και πώλησης τραγουδιών και μουσικής χωρίς σχεδόν καμία συνεργασία μεταξύ του καλλιτέχνη και των εταιριών και η ανεξέλεγκτη πορεία τους στη συνέχεια είναι μόνο δύο από τα πολλά αυτά στοιχεία. Ελπίζω στα επόμενα χρόνια τα θεσμοθετημένα όργανα διαχείρισης και οι εταιρίες αυτές να λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε ο εκάστοτε καλλιτέχνης να εξασφαλίζει τα όποια προνόμια προκύπτουν από το έργο του.

Ποια είναι η άποψη σας για τα μουσικά reality shows;

Νομίζω ότι είναι κατά κάθε τρόπο υποχρεωμένα να ευθυγραμμίζονται με τα αισθητικά πρότυπα των περισσότερων καναλιών. Ως εκ τούτου αυτό που ενδιαφέρει είναι τα «πυροτεχνήματα» και τα «δυνατά γέλια». Από προσωπική πείρα οι δυο – τρεις άνθρωποι που γνώρισα και είχαν συμμετάσχει (ο ένας μάλιστα είχε κερδίσει) μάλλον δεν συνάντησαν κάτι που να είχε πολύ κοντινή σχέση με την τέχνη, αν και κάποιοι είναι απόλυτα συνειδητοποιημένοι και το μόνο που περιμένουν είναι μια κάποια αναγνωρισιμότητα με ότι μπορεί να σημαίνει ή να συνεπάγεται αυτό.

Ένας μήνας καραντίνα. Ποιους πέντε δίσκους θα επιλέγατε να έχετε μαζί σας;

Θα έπαιρνα οπωσδήποτε έναν του Debussy (Claire de lune, La mer κλπ), έναν του Shostakovich (κουαρτέτα εγχόρδων πιθανότατα) και έναν του Morricone με επιλογές. Οι υπόλοιποι δύο μάλλον θα ήταν κάποιος του Χατζηδάκι και του Piovani.

Διαλέγετε την ιδανική παρέα. Ποιους καλλιτέχνες, ανεξαρτήτου περιόδου, θα συμπεριλαμβάνατε σε αυτή;

Σε ένα απόλυτα φανταστικό και ίσως ετερόκλητο τραπέζι θα ήθελα να βρίσκομαι ανάμεσα στον Da Vinci, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Θεοτοκόπουλο, τον Monet, τον Εγγονόπουλο, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Χατζηδάκι, τον Μάντζαρο, τον Σουρρή τον Σεφέρη και τον Ελύτη και να μπορούσα να παρακολουθήσω την όποια συζήτηση για το οποιοδήποτε θέμα.

Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στην εποχή μας;

Νομίζω ότι ο ρομαντισμός είναι η ρεαλιστική πλευρά των ευαίσθητων ανθρώπων. Δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη η οποία προκύπτει από εσωτερικές δυνάμεις που ακολουθούνται αναπόδραστα.