/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Δημήτρη Μαργαριτόπουλο

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στον Δημήτρη Μαργαριτόπουλο

O συγγραφέας Δημήτρης Μαργαριτόπουλος * απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος “Ο μπαλιούλιας”.

Κυκλοφορεί το νέο σας βιβλίο “Ο μπαλιούλιας” από τις εκδόσεις Αγγελάκη. Τι σημαίνει ο τίτλος και τι ακριβώς πραγματεύεται; 

Η λέξη Μπαλιούλιας είναι το παρανόμι (παρατσούκλι) του κεντρικού ήρωα, παραποίηση της λέξης φασούλια (φασόλια). Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, πρόκειται για μυθιστόρημα ενός αιώνα, καμβάς του οποίου είναι η Ελλάδα της αγροτιάς, της φτώχιας, της κοινωνικής ανισότητας, της προσφυγιάς, της κατοχής, του εμφυλίου, του μίσους για τα πολιτικά πιστεύω των αντιφρονούντων, αλλά κι η Δυτική Γερμανία, χώρα μετανάστευσης ενός σημαντικού μέρους του εργατικού της δυναμικού.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τους κεντρικούς ήρωες. Τι πρεσβεύουν και τι προσπαθούν να πετύχουν;

Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου, πρόσφυγες στην πλειοψηφία τους από τις «αλησμόνητες» πατρίδες, φτωχοί, αγράμματοι, ακόμα κι ακοινώνητοι, όμως άνθρωποι γνήσιοι, χωρίς συμπλέγματα κι εμμονές, που μάχονται για την επιβίωση σ’ έναν κοινωνικό περίγυρο με έντονα τα στοιχεία της ανισότητας, των πολιτικών παθών, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Η μετανάστευση στην τότε Δυτική Γερμανία ήταν γι’ αυτούς η μεγάλη ευκαιρία, ή το αναγκαίο κακό, για να ξεφύγουν από την ανέχεια και την οικονομική εξαθλίωση, εξέλιξη η οποία χαρακτηρίστηκε από τους τότε κυβερνώντες ως ευλογία Θεού. Ήρωες του βιβλίου είναι ακόμα Γερμανοί και Γερμανίδες της μεταπολεμικής Γερμανίας, που ζει το δικό της δράμα. Του διαμελισμού της σε Δυτική και Ανατολική.

Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, το κοινό;

Εξαρτάται από το αναγνωστικό κοινό. Όσοι αναγνώστες δεν ανήκουν οικονομικά, μορφωτικά και κοινωνικά στην κατηγορία των ηρώων του βιβλίου, μάλλον τίποτε ή ελάχιστα πράγματα. Όσοι έχουν παρόμοια βιώματα ή τις ίδιες καταβολές, το πιθανότερο είναι να ανακαλύψουν στις σελίδες του και τους εαυτούς τους, τους γονείς τους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, ή γνωστούς και φίλους τους.

Η ξενιτιά επανήλθε με ένταση τα τελευταία χρόνια. Η αντιπαραβολή του χθες με το σήμερα, μέσα από το βιβλίο μας, τι συσχετισμούς και τι διαφορές καταγράφει για το φαινόμενο; 

Αν αναφερόμαστε μόνο στον ξενιτεμό των Ελλήνων κι όχι ως παγκόσμιο φαινόμενο -αν και οι λόγοι του ξενιτεμού είναι λίγο πολύ παντού οι ίδιοι-,   μπορούμε να πούμε ότι η ένταση της ξενιτιάς δεν έχει πάρει ακόμα την μορφή της χιονοστιβάδας που είχε πάρει τα χρόνια στα οποία διαδραματίζεται η υπόθεση του βιβλίου -δεκαετία του 1960-, κι υπάρχει ουσιαστική διαφορά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τότε και των τωρινών ξενιτεμένων. Η συντριπτική πλειοψηφία των τότε ήταν αυτοί που περιγράφονται στις απαντήσεις των ερωτήσεων 1 και 2, δηλαδή άνθρωποι χαμηλού μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου, που προορίζονταν να γίνουν ανειδίκευτοι βιομηχανικοί εργάτες, ενώ οι σημερινοί στην πλειοψηφία τους είναι επιστήμονες και άτομα με ικανοποιητικό, έως υψηλό μορφωτικό επίπεδο κι εξειδικευμένες επαγγελματικές γνώσεις, που μπορούν να σταδιοδρομήσουν, ακόμα και να διαπρέψουν, σε διάφορα επαγγέλματα ή σε συγκεκριμένους τομείς τους. Κοινό χαρακτηριστικό και των δυο ρευμάτων η αναζήτηση εργασίας, η δυνατότητα εξάσκησης του επαγγέλματος-λειτουργήματός τους με καλύτερες  αμοιβές -π. χ γιατροί-, ή η αντιμετώπισή τους ως απλών εργατών από ένα σύστημα καπιταλιστικής διακυβέρνησης δικαιότερο και λιγότερο καταπιεστικό.

Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μουτζουρώνω χαρτιά. Άλλοτε με αφορμή τον έρωτά μου για μια δασκάλα του δημοτικού σχολείου, τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, την γέννηση ενός άλλου, το ξύλο που έτρωγα με αξιοθαύμαστη συχνότητα από τον δάσκαλό μου -«δέρνε το δάσκαλε για να μάθει»-, τα διάφορα χουνέρια που μου επιφύλασσε η ζωή, ή κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός που με ταρακουνούσε. Δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα, «τώρα θα ασχοληθώ με την συγγραφή». Είναι κάτι που προέκυψε ως ανάγκη να εξωτερικεύσω πράγματα που με καταδυνάστευαν κι αποζητούσαν διέξοδο.

Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Δεν είμαι ο καταλληλότερος να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Ωστόσο θεωρώ ότι το ψηφιακό βιβλίο δεν αποτελεί, προς το παρόν τουλάχιστον, σοβαρό κίνδυνο για το έντυπο. Του λείπουν τα ακατανίκητα πλεονεκτήματα του έντυπου βιβλίου, που είναι η δυνατότητα της αφής και του χαϊδέματος των σελίδων του, κι η μυρουδιά του χαρτιού, έστω και με τον σημερινό της ξεπεσμό. Κατά τα άλλα θεωρώ ότι η ψηφιακή εποχή βοηθάει σημαντικά το έντυπο βιβλίο. Τόσο στην διαδικασία έκδοσής του, όσο και στην διακίνησή του μέσω των ηλεκτρονικών βιβλιοπωλείων και της διαφήμισής του στο διαδίκτυο.

Με τη συγγραφική σας εμπειρία, τι θα συμβουλεύατε κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία; 

Αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί με την λογοτεχνία πρέπει να το θέλει και κυρίως να το εννοεί. Έχοντας υπ’ όψη του ότι ενασχόληση με την λογοτεχνία σημαίνει απομόνωση, μοναξιά (είναι διαφορετικά πράγματα), και άπειρες ώρες σκληρής δουλειάς. Η λογοτεχνία είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να την ασκήσει ως πάρεργο ή για να περνάει την ώρα του. Εκτός κι αν θέλει να ασχοληθεί με την παραλογοτεχνία, η οποία επί των ημερών μας ζει την χρυσή εποχή της κι έχει αναγάγει σε διασημότητες αρκετές μετριότητες. Εκεί υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν, κι έχει κάθε δικαίωμα να συμπεριληφθεί στη σωρό αυτών που δολοφονούν μια από τις κορυφαίες μορφές των τεχνών, και να αφήσει την λογοτεχνία σ’ αυτούς που την διακονούν με ανυστερόβουλη αφοσίωση.

Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

«Η Ιλιάδα» του Ομήρου, «Ο τελευταίος πειρασμός» του Ν. Καζαντζάκη, «Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο» του Έριχ-Μαρία Ρέμαρκ, «Το ανθρώπινο στίγμα» του Φίλιπ Ροθ, και «Το τραγούδι του Σόλομον» της Τόνι Μόρισον.

Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Μάλλον κανέναν. Θα προτιμούσα έναν αγρότη, έναν εργάτη, έναν πρόσφυγα -κατά προτίμηση Αφρικανό-, έναν άστεγο, έναν διασωθέντα από ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, κι οπωσδήποτε ένα σκυλί. Αν μου επέβαλαν να επιλέξω κάποιους, θα επέλεγα τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, τον Τζον Στάινμπεκ, τον Χάινριχ Μπελ, τον Ούβε Τιμμ, και τον συμπατριώτη μου Αντώνη Σουρούνη.

Πιστεύετε στη μοίρα ή στη τύχη;

Ούτε στην μοίρα, ούτε στην τύχη. Στο τυχαίο.

Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;

Περισσότερο ρεαλισμό με την απαραίτητη δόση ρομαντισμού.

* Βιογραφικό

Ο Δημήτρης Μαργαριτόπουλος γεννήθηκε το 1941 στον Βαπτιστή Κιλκίς. Ζει και δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Hohenheim (Χόενχαϊμ) της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Το παρόν μυθιστόρημα είναι το ένατο βιβλίο του.

Προηγήθηκαν:
Ένα πηλήκιο άγριες φράουλες, 2001, μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη.
Οι τελευταίοι της μεγάλης τρέλας, 2003, ιστορικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη.
Ακρόπολις εξπρές, 2004, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Κοχλίας (Σαββάλας).
Σκοτσέζικο ντους, 2005, συλλογή διηγημάτων, εκδόσεις Κοχλίας (Σαββάλας).
Αχ Θράκη μου, 2011, ιστορικό μυθιστόρημα, εκδόσεις ΑΛΔΕ.
Οι απέναντι, 2013 μυθιστόρημα, εκδόσεις ΑΛΔΕ.
Φλογισμένες θάλασσες, ιστορικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Historical Quest.
Φαίδρα, η εγγονή του μακεδονομάχου, μυθιστόρημα, εκδόσεις ΑΛΔΕ.

Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σ’ εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Είχε ουσιαστική συμμετοχή στα γυρίσματα των ντοκιμαντέρ Τα χρόνια της μετανάστευσης και Το όνειρο της φυγής του σκηνοθέτη Άρη Καραϊσκάκη για λογαριασμό της ΕΡΤ3, καθώς και στο ντοκιμαντέρ Ιστορίες στις ράγιες της Κατερίνας Λοτσοπούλου-Ρενιέρη, επίσης για λογαριασμό της ΕΡΤ3.