Ο μουσικός και συγγραφέας Δαμιανός Πάντας απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την έκδοση της νέας του συλλογής διηγημάτων “Μεταβολή”.
Κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων σας “Μεταβολή” από τον Μετρονόμο. Τι πραγματεύεται και γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο τίτλο;
Μεταβολή σημαίνει μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη. Όχι απαραίτητα πάντα προς το καλύτερο. Θα μπορούσε να είναι η «αθρόα μεταβολή από νίκης είς ήτταν». Και το ανάποδο. Η νίκη από την ήττα απέχουν ένα βλέμμα. Από ποια μεριά κοιτάζεις τα πράγματα και πότε ακριβώς επιλέγεις να στρέψεις το κεφάλι σου. Είτε προς την πλευρά του νικημένου, είτε του νικητή. Τότε τα βλέπεις όλα διαφορετικά. Αυτή η ιδέα με κινητοποίησε να γράψω αυτό το βιβλίο.
Σκιαγραφήστε μας τους χαρακτήρες του βιβλίου. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους, τα κίνητρα τους;
Πρόκειται για εννέα ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, με προτερήματα κι ελαττώματα όπως όλοι μας και που θα μπορούσαν να είναι οι γείτονες μας, οι φίλοι μας, εμείς, εσείς, ο καθένας μας. Μέχρι την στιγμή που στην φαινομενικά ήσυχη ζωή τους συμβαίνει ένα γεγονός, ασήμαντο ή σημαντικό – δεν έχει σημασία. Για πρώτη φορά καλούνται να επανεξετάσουν όλα όσα μέχρι τότε σχεδόν τυφλά κι άκριτα πίστευαν και ν’ αναμετρηθούν με τους κρυμμένους φόβους τους. Με τον έρωτα, την ιδεολογία, την ηθική, την ζωή και τον θάνατο, το διαφορετικό, το τέρας. Κυρίως όμως με τον εαυτό τους.
Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, ο αναγνώστης;
Αυτό είναι κάτι πολύ προσωπικό για τον κάθε αναγνώστη καθώς όταν διαβάζουμε κάτι, έχουμε την τάση και την εσωτερική ανάγκη να το προσαρμόσουμε στα δικά μας βιώματα, ακόμα και στην συναισθηματική κατάσταση που τυχαίνει να βρισκόμαστε εκείνη την περίοδο. Περισσότερο με ενδιαφέρει ο αναγνώστης να προβληματιστεί για το τί σημαίνει «αλλαγή» στην ζωή μας. Μια στιγμιαία απόφαση, ένα γύρισμα του κεφαλιού δεξιά ή αριστερά, μια ενστικτώδης στροφή για να το βάλουμε στα πόδια τρέχοντας ή για να ορθώσουμε το ανάστημα μας. Συναινείς ή αντιστέκεσαι; Την κρίσιμη στιγμή γινόμαστε συνένοχοι ή επαναστάτες; Το σημείο μηδέν που δεν καθορίζει μόνο την υπόλοιπη ζωή μας αλλά καθορίζει ποιοι πραγματικά είμαστε.
Υπάρχουν κοινά στοιχεία, ένας συνδετικός ιστός ανάμεσα στις ιστορίες;
Υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που αποκαλύπτεται στο τελευταίο διήγημα «Το βουητό».
Η μεταβολή εντός μας είναι η προσωπική μας στάση απέναντι στην κοινωνία. Αυτή η μεταβολή μόλις ολοκληρωθεί, φεύγει από εμάς. Γίνεται είδηση, πληροφορία, δηλαδή κοινωνικό παράδειγμα. Αυτό που έχει για εμένα ενδιαφέρον είναι πως μία πράξη ή απόφαση μας, η μεταβολή μας, μπορεί εν αγνοία μας να επηρεάσει ανθρώπους που ούτε τους ξέρουμε κι ούτε θα τους γνωρίσουμε ποτέ, ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μας ή ακόμα και στην άλλη άκρη του πλανήτη. Και μπορεί να επηρεάσει την ζωή τους, θετικά ή αρνητικά, όχι μόνο σήμερα ή αύριο, αλλά ακόμα και εκατό χρόνια μετά.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Τα ερεθίσματα είναι πολλά, ποτέ δεν είναι μόνο ένα. Καταρχήν, δεν γράφω βιωματικά. Δεν θεωρώ πως τα βιώματα μου είναι τόσο ενδιαφέροντα ώστε να αφορούν κανέναν. Γράφω με τη φαντασία και την κριτική μου σκέψη. Υπάρχουν ζητήματα που με απασχολούν και νιώθω την εσωτερική ανάγκη να μιλήσω για αυτά. Μέσα στο βιβλίο, υπάρχουν εννέα διηγήματα όπου το καθένα διαπραγματεύεται ιδέες. Εννέα διαφορετικές ιδέες. Η πλοκή κι οι πρωταγωνιστές είναι απλώς το μέσο ώστε η ιδέα της ιστορίας να αναδειχθεί και να φτάσει στον αναγνώστη. Αυτό θεωρώ πως ήταν το κύριο κίνητρο αλλά και πρόκληση για εμένα.
Τι αποτελεί λογοτεχνία, για εσάς;
Ο γραπτός λόγος που είτε διεγείρει είτε ανυψώνει το πνεύμα.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Η ψηφιακή επανάσταση έχει φέρει την εμφάνιση των ηλεκτρονικών βιβλίων καθώς και των ακουστικών, με το επιχείρημα ή πρόσχημα πως η ανάγνωση καθίσταται πιο προσιτή και φιλική προς το περιβάλλον. Ακόμα και στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όλα τα ακαδημαϊκά βιβλία διδάσκονται σε ηλεκτρονική μορφή. Μεγάλωσα σε άλλη εποχή και μάλλον έχω μείνει νοσταλγός που όταν ήμουν πιτσιρικάς στο Δημοτικό πήγαινα με τα πόδια στο βιβλιοπωλείο της Πρωτοπορίας στα Εξάρχεια ή στην Πολιτεία, γεμάτος παιδική λαχτάρα να ξεφυλλίσω βιβλία και να ανακαλύψω νέους κόσμους μέσα από αυτά. Μπορεί να έχουμε πια την δυνατότητα να έχουμε μέσα στο κινητό μας ή το τάμπλετ μας αποθηκευμένα εκατό βιβλία ώστε να μην χρειάζεται να τα κουβαλάμε στην φυσική τους μορφή, μπορεί πια, δυστυχώς, ο ρόλος του βιβλίου να είναι μόνο ένα ωραίο δώρο ή ένα συλλεκτικό αντικείμενο, αλλά για εμένα η μαγεία του βιβλίου όταν το κρατάς στα χέρια σου και μόλις το ανοίγεις να γεύεσαι την μυρωδιά του χαρτιού, αυτή η μαγεία δεν πρόκειται να αντικατασταθεί ποτέ.
Γιατί οι Έλληνες, παρά την πλούσια λογοτεχνική ιστορία τους, είναι από τους λαούς που διαβάζουν λιγότερο;
Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς απόλυτα σε αυτήν την ερώτηση, καθώς υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τη συνήθεια της ανάγνωσης σε ένα λαό. Η οικονομική κρίση που έχει πλήξει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του πληθυσμού και, συνεπώς, σε μείωση των αγορών βιβλίων. Το βιβλίο σε μια πτωχευμένη και φτωχοποιημένη χώρα δεν είναι πια πνευματικό αγαθό αλλά πολυτέλεια. Επίσης, έχει διαστρεβλωθεί η κοινωνική κουλτούρα μας. Για τον Έλληνα είναι πιο σημαντικός πλέον ο αθλητισμός, ο οπαδισμός, η τηλεόραση και τα ριάλιτι, τα κουτσομπολίστικα άρθρα από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Η λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας είναι αφάνταστα πλούσια και σημαντική για τον πολιτισμό και την ιστορία του παγκόσμιου βιβλίου. Πάντα η Ελλάδα ήταν η χώρα του φωτός, και με τη λέξη αυτή εννοώ την σπουδαία ποίηση και λογοτεχνία που γέννησε η χώρα μας. Εάν οι νέες γενιές δεν ξέρουν τον Όμηρο, τους αρχαίους τραγικούς, τον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζάκη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο και τον Σεφέρη (και τόσους άλλους), μήπως αντί να νίπτουμε τας χείρας μας στα νέα παιδιά ή να τους κουνάμε το δάχτυλο, είναι προτιμότερο να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να τους μεταλαμπαδεύσουμε αυτό τον πνευματικό πλούτο;
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Επειδή διαβάζω πολύ γρήγορα, δεν νομίζω πως μόνο πέντε βιβλία θα μου αρκούσαν σε ένα μήνα καραντίνας. Για να σας απαντήσω όμως στο πλαίσιο της ερώτησης σας, θα διάλεγα σίγουρα την «Ασκητική» του Καζαντζάκη, την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, «Το υπόγειο» και τους « Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι και τον « Μύθο του Σίσυφου» του Καμύ.
Έχετε μια πλούσια συνθετική πορεία. Πόσο επηρεάζει ο μουσικός τον λογοτέχνη και αντίστροφα;
Θα σας απαντήσω υποκειμενικά καθώς μόνο για εμένα μπορώ να μιλήσω. Επεδίωξα ο γραπτός μου λόγος να έχει έντονο το στοιχείο της μουσικότητας και μάλιστα χρησιμοποίησα κάποιες τεχνικές μουσικής σύνθεσης στον γραπτό λόγο. Πρώτα από όλα, θέλησα να αποδώσω τον μουσικό ρυθμό σε κάθε διήγημα. Στο πρώτο διήγημα, στην «Χειμωνιάτικη ιστορία» ο ρυθμός γραφής παραπέμπει σε ένα μουσικό Grave, δηλαδή, όπως λέμε στην μουσική, ένας ρυθμός αργός και πένθιμος. Αντίστοιχα, θα παρατηρήσετε το ίδιο και στα υπόλοιπα διηγήματα όπου ο ρυθμός γραφής εναλλάσσεται σε αντίστοιχους μουσικούς ρυθμούς όπως Presto ( γρήγορος), Allegro ( εύθυμος ) , Con anima ( με πνευματική ζωηράδα) κλπ. Ένα άλλο μουσικό τέχνασμα που χρησιμοποίησα είναι το light motive. Δηλαδή μια ξεχωριστή μελωδική φράση που συνοδεύει την επανεμφάνιση μιας ιδέας, ενός προσώπου ή μιας κατάστασης, μιας τεχνικής που πρώτος ο Βάγκνερ έφερε μέσα από τις όπερες του. Για εμένα, αυτό το light motive που επανέρχεται διακριτικά μέσα σε κάθε διήγημα, είναι οι έννοιες της ζωής και του θανάτου και κυρίως πώς τις κατανοούν οι πρωταγωνιστές των ιστοριών.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Δεν πιστεύω πως οι ζωή μας πάσχει από την έλλειψη ρομαντισμού ή ρεαλισμού. Τα έχουμε ανάγκη και τα δύο κι αποτελούν την αυτοάμυνα της ανθρώπινης φύσης μας. Το πρόβλημα ξεκινάει από το πότε επιλέγουμε να βλέπουμε τα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο. Δεν μπορείς, ας πούμε, μια δολοφονία ή μια μαζική απόλυση ενός κλάδου να την βλέπεις ρομαντικά, ούτε και τον έρωτα ή την γέννηση ενός παιδιού, δύο γεγονότα τουλάχιστον υπερβατικά, να τα αντιμετωπίζεις με ψυχρό ρεαλισμό. Αυτό που χρειαζόμαστε ως λαός είναι η ενότητα. Να καταλάβουμε τους μηχανισμούς που οδηγούν τεχνηέντως στον διχασμό μας και να αντισταθούμε σε αυτούς. Όχι μόνο να τους αγνοήσουμε, να τους συντρίψουμε. Μόνο εάν είμαστε ενωμένοι σαν μια γροθιά μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο σε κάτι καλύτερο. Κι όπως έγραψε ο σπουδαίος Τάσος Λειβαδίτης:
«Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
και να μοχτούν τόσο αντρίκια
φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη
φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
μας φοβούνται αγάπη μου κι όταν μας σκοτώνουν
νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.»