Ο συγγραφέας Αλέξης Μοστριός, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του CulturePoint.gr κι απαντά με θάρρος στις 10+1 Ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα που του προώθησε ο συνεργάτης μας Νίκος Ναούμης.
1. Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά παίζει τον σημαντικότερο ρόλο για ένα επιτυχημένο έργο;
Ξεκινώντας, η έμπνευση είναι πολύ σημαντική. Θέτει τις βάσεις για ένα στρωτό και καλογραμμένο έργο, που θα ευχαριστήσει τον αναγνώστη και θα οδηγήσει τον συγγραφέα σε μονοπάτια με τα οποία αισθάνεται άνετα κι αυτός. Στη συνέχεια, η πιο σκληρή δοκιμασία για μένα είναι η ανάγκη να πειθαρχήσει κανείς σε έναν σταθερό ρυθμό γραφής, χωρίς κενά διαστήματα που χαλάνε τη ροή της σκέψης και κυρίως χωρίς συνεχείς αλλαγές κατεύθυνσης του κειμένου και των ηρώων.
2. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Μπορεί να ακουστώ γραφικός, αλλά το βιβλίο πλέον αποτελεί ένα είδος καταπραϋντικού φάρμακου. Αντίθετα με όσα κάνουμε μπροστά σε μια οθόνη, η ταχύτητα της ανάγνωσης χαμηλώνει, η επαφή μας με τον συγγραφέα γίνεται άμεση, το μυαλό μπορεί με άνεση να πλάσει τα σενάρια που θέλει χωρίς να πιέζεται και το ταξίδι προς τόπους μαγικούς πραγματοποιείται στο ρυθμό που θέλουμε εμείς. Ο κόσμος έχει σήμερα μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ να χαλαρώσει, και ειδικά στην περίπτωση των αστυνομικών μυθιστορημάτων μας δίνεται η δυνατότητα να χαλαρώσουμε μέσα από τη δράση και την αγωνία, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό.
3. Με ποιον λογοτεχνικό χαρακτήρα ταυτίζεστε και ποιον αντιπαθείτε;
Μου αρέσει πολύ η φιγούρα του Harry Bosch, κεντρικού ήρωα του Michael Connelly. Πρώην στρατιωτικός, μοναχικός, με λατρεία στη μουσική και την κόρη του, αντικοινωνικός. Απολαμβάνει την όμορφη θέα από ψηλά της πόλης του Λος Άντζελες μέχρι να κατέβει και να χωθεί στη βρωμιά της. Από την άλλη, αντιπαθώ τους ντετέκτιβ που ρέπουν κι αυτοί προς την παρανομία με τη δικαιολογία ότι έτσι καταλαβαίνουν περισσότερο τους κακοποιούς. Αυτό μου θυμίζει λίγο και την υποκρισία της πραγματικής ζωής, όπου συνεχώς δικαιολογούμαστε για τις πράξεις μας λέγοντας ότι πιεστήκαμε να ακολουθήσουμε τον όχλο, έστω κι αν ξέραμε ότι παίρνουμε λάθος κατεύθυνση.
4. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
«Ο Σικελός» του Mario Puzo, «Χάνιμπαλ» του Thomas Harris, «Κι ο Κλήρος έπεσε στον Σμάϊλι» του John Le Carre, «Trainspotting» του Irvine Welsh και «Οι Αδελφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέβσκι.
5. Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;
Θα ήθελα μια βόλτα με τον Charles Dickens, κυρίως για να μου πει πώς εμπνεύστηκε τον Ebenezer Scrooge!! Θα καλούσα επίσης τον F.Scott Fitzgerald, για να ξετυλίξουμε το κουβάρι των αλληγοριών που χρησιμοποιεί, καθώς και τον Mario Puzo και τη σπουδή του στους τρόπους και τη ζωή της Μαφίας. Για να μπει μια τάξη με όλους αυτούς, θα καλούσα φυσικά και την αγαπημένη Agatha Christie, ενώ για το βραδινό τραπέζι θα ήταν απαραίτητη η παρουσία του Νίκου Τσιφόρου.
6. Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά την τελευταία σας δημιουργία;
Το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία ενός αστυνόμου που είναι πολύ ικανός στη δουλειά του αλλά συγχρόνως και πολύ προβληματικός σαν χαρακτήρας. Το επαγγελματικό του ζευγάρι τον συμπληρώνει απόλυτα, καλύπτοντας τα κενά του και κρατώντας τον στον ίσιο δρόμο, όσο μπορεί. Τα εγκλήματα που καλούνται να εξιχνιάσουν σοκάρουν με τη βιαιότητά τους, κάτι που δημιουργεί μια μεγαλύτερη πίεση από την κοινή γνώμη αλλά και την ανάγκη να σχηματιστεί μια ομάδα που θα δουλέψει μαζί τους έξω από τα στενά όρια της αστυνομικής έρευνας. Θα έλεγα λοιπόν ότι το βιβλίο κινείται με μεγάλη ταχύτητα όσον αφορά την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά παράλληλα οι χαρακτήρες δουλεύουν διαρκώς στην ανάλυση των εαυτών τους, προσδοκώντας ότι αυτό θα τους βοηθήσει να λύσουν τα δεσμά. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο είναι επίσης ότι η εγκληματική δράση στρέφεται διαρκώς εναντίον των αστυνομικών, γεγονός που κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση και όσον αφορά τους ερευνητές.
7. Ποια θεωρείτε την πιο χαρακτηριστική φράση από τα βιβλία σας;
Γενικά αποφεύγω τα ρητά και τις πομπώδεις εκφράσεις, δε νιώθω ότι ταιριάζουν πολύ στην αστυνομική λογοτεχνία. Αν έπρεπε να διαλέξω κάποια, αυτή θα ήταν όταν σε μια συνομιλία του με έναν ειδικό ο αστυνόμος λέει «Έχουν υπάρξει πολλά άλλα συμβάντα, γιατρέ. Και δυσκολεύομαι πλέον να κοιμηθώ τα βράδια…»
8. Με ποιο τραγούδι ή και άλμπουμ θα “ντύνατε” μουσικά ένα έργο σας;
Από τραγούδια, θα επέλεγα το «Orion» των Metallica, για την καλπάζουσα κιθάρα του και το μελωδικό του μουσικό κλάμα. Από άλμπουμ, όλο το βιβλίο θα τυλιγόταν από τη μουσική των Depeche Mode στο «Violator».
9. Αναγνωρίζετε γρήγορα τα λάθη σας και ποια συγχωρείτε ευκολότερα στους άλλους;
Ναι, μου παίρνει πολύ λίγη ώρα να μετανιώσω για κάτι που είπα και πείραξε κάποιον για τον οποίον νοιάζομαι. Συγχωρώ απόλυτα τα λάθη που κάνουν οι άνθρωποι που κάνουν το καλύτερο που μπορούν, χωρίς αναστολές και εκπτώσεις. Αν όλοι κάναμε ότι περνάει από το χέρι μας, τα περισσότερα από τα προβλήματά μας θα λύνονταν αμέσως.
10. Αν για την καριέρα σας έπρεπε να απομακρυνθείτε σημαντικό διάστημα από την οικογένεια σας, θα το κάνατε;
Αυτό είναι ένα δίλημμα που έθεσα στον εαυτό μου από την πρώτη λέξη που πληκτρολόγησα. Τυπικά, ένα συγγραφέας πρέπει να κλείνεται στον εαυτό του για να παράξει ένα κείμενο που θα ευχαριστήσει τον εαυτό του και το κοινό, και αυτό απαιτεί απομόνωση. Σε νεαρή ηλικία έχω ζήσει αρκετά χρόνια μακριά από αγαπημένα πρόσωπα στο εξωτερικό, κάτι που με βοήθησε πολύ. Σήμερα πάντως, και μιλώντας αποκλειστικά για τη δική μου περίπτωση, παρά το γεγονός ότι οι δικοί μου άνθρωποι δεν εμφανίζονται πουθενά στην ιστορία, τους νιώθω απαραίτητους δίπλα μου όταν πλάθω αυτόν τον πηλό από γράμματα, συνεπώς δεν θα δεχόμουν να τους αποχωριστώ, έστω και για λίγο.
11. Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;
Η σύγχρονη εποχή αποτελεί μια τεχνητή «αποθέωση» του ρεαλισμού. Όλα πρέπει να έχουν κάποιον σκοπό, τίποτα δε γίνεται για την αγάπη, το συναίσθημα, τα όνειρα. Συνεπώς, ναι, οφείλουμε να φορτώσουμε ρομαντισμό όπου και όσο μπορούμε, έστω κι αν αυτός έρχεται μέσα από αστυνομικές έρευνες, όπως στην περίπτωση των ηρώων στους «Ικέτες».
- Ο Αλέξης Μοστριός γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Από τότε, ταξιδεύει μέσα στο κεφάλι του και σε πολλές χώρες και ελληνικά νησιά έξω από αυτό προσπαθώντας να καταλάβει τον κόσμο και να γεμίσει εικόνες, την ώρα που θα έπρεπε να συγκεντρώνεται στο γράψιμο. Έχει περάσει αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο σπουδάζοντας και βουτώντας μέσα στα βιβλία, που ήταν πάντα η μεγάλη του αγάπη μαζί με τον αθλητισμό και τη μουσική. Ζει πλέον μόνιμα στην πρωτεύουσα και το “Ικέτες” είναι το πρώτο του βιβλίο.