Η συγγραφέας Sara Profeta απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέους της μυθιστορήματος “18 ημέρες μετά” από την Άνεμος εκδοτική.
1. Κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο “18 ημέρες μετά”. Γιατί επιλέξατε αυτό τον τίτλο;
Εκτός του ότι αντιστοιχεί στο αρχικό γράμμα του ονόματός μου και ότι το άθροισμά του είναι ο αγαπημένος μου αριθμός; Το 9 είναι ένας αριθμός που από μόνος του είναι μια ξεχωριστή δύναμη, μια που όλα τα πολλαπλάσια του, οδηγούν πίσω σε αυτόν. Όσο εξελισσόταν η ιστορία, για την οποία το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν μια αφήγηση που θα ταξιδεύει στον χρόνο, εμφανίστηκε μια ημέρα μηδέν. Αυτήν από την οποία θα ξεκινούσε να αλλάζει η ζωή της πρωταγωνίστριας. Έτσι ονόμασα το πρώτο κεφάλαιο «18 ημέρες πριν» μέχρι που μόνη της η ιστορία, έφτασε στο «18 ημέρες μετά». Άλλωστε το μέτρημα του χρόνου είναι ο σταθερός μεγάλος πρωταγωνιστής σε αυτό το βιβλίο.
- Σκιαγραφήστε μας τους πρωταγωνιστές, τα κίνητρα και τους στόχους τους.
Αν και είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με πολλά στοιχεία αυτοσαρκασμού αλλά και χιούμορ και είναι η Νικήτα αυτή που αφηγείται, οι μεγάλοι πρωταγωνιστές αφήνουν έντονο αποτύπωμα:
Η Νικήτα μια ζωντανή, εξωστρεφής, δυναμική κοπέλα, που λατρεύει την μουσική, αγαπά την περιπέτεια, τον κίνδυνο και έχει έντονη επιθυμία να ξεχωρίζει. Ο στενός κύκλος της, οι δυο πολύ αγαπημένες παιδικές φίλες, οι φίλοι και συνάδελφοι, μια μάνα που έχει πονέσει πολύ, έχουν και αυτοί μερίδιο στην ζωή της.
Ο Μάρκος, ένα όμορφο στα μάτια της, αγόρι, που θα το ερωτευτεί βαθιά και αυτός θα ανταποκριθεί με πάθος, ζητώντας της να γίνει όλος του ο κόσμος. Κρύβει όμως μέσα του μια μεγάλη ανασφάλεια και δίπλα δίπλα με τον έντονο συναισθηματικό του κόσμο, ένα σκοτάδι που προσπαθεί όλη του την ζωή να κρατήσει φυλακισμένο.
Ο Ιάκωβος ή Τζέιμς, η ήρεμη δύναμη ή το λιμάνι που χρειάζεται η Νικήτα, μετά τον όλεθρο.
Το κίνητρο είναι η ίδια η ζωή. Ο στόχος είναι να ζεις αυτό το ελάχιστο που σου αναλογεί στην αιωνιότητα, όσο πιο γεμάτος μπορείς.
Η ιστορία ρέει γρήγορα, με έντονες σκηνές, όπου ενώ όλα ανοίγουν μπροστά στις εσωτερικές σκέψεις και συναισθήματα, σκοντάφτεις στις μεγάλες ανατροπές. Εγώ προσωπικά τους αγάπησα όλους, εκτός από δυο.
- Τι καθορίζει την πορεία των σχέσεων των ηρώων σας;
Τα μεγάλα μυστικά, όλες οι μορφές του πάθους, αυτού που ξεσηκώνει, τυφλώνει, γαληνεύει και η φιλία. Αυτή η τελευταία είναι ο μεγάλος αντίποδας του ολέθρου. Είναι οι πατερίτσες που χωρίς αυτές δεν βρίσκεις εύκολα την δύναμη όχι να σηκωθείς, αλλά να βγεις από το βαθύ πηγάδι που έχεις πέσει. Αν πέσεις.
Και η αγάπη, αυτή που θέλουμε να νιώσουμε, Να αγαπάς, να αγαπιέσαι. Όλοι οι δρόμοι είναι πιο εύκολοι, είναι πιο όμορφοι. Και ο απολογισμός, είναι πιο γλυκός.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Σε αυτήν την ιστορία υπάρχουν πολλά βιωματικά στοιχεία. Και παρόλο που είναι μυθοπλασία (όχι λογοτέχνημα), περιγράφει αλήθειες. Ιστορίες που θα μπορούσαν να συμβούν, που έχουν συμβεί. Δεν θέλω να πω το τετριμμένο «είναι βγαλμένο από την ζωή», όμως αν το προσέξεις θα βρεις μια «τετριμμένη» αλήθεια: όλοι κρύβουμε μια δύναμη μέσα μας.
Θα επαναλάβω κάτι πολυαγαπημένο μου από τον Σαρτρ. Είχε γράψει κάποτε, πως η ζωή, η ευτυχία, αρχίζει στην άλλη πλευρά της απελπισίας. Είναι αλήθεια, ακόμα και αν χρειάζεται να αρχίσεις πολλές φορές από την αρχή.
Επίσης ίσως νιώσουν πως ο αυτοσαρκασμός, κάνει καλό, γιατί κάνει, σου ανοίγει δρόμους, σε κάνει να δεις μέσα σου πιο καλά, σε προσγειώνει και σε σπρώχνει πιο ψηλά.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Μου άρεσε να διαβάζω. Διάβαζα νομίζω από την κοιλιά της μάνας μου. Μέχρι και την εφηβεία μου, το βιβλίο ήταν ο καλύτερος μου φίλος· στην εφηβεία έσκασαν μύτη ο έρωτας και η «επανάσταση» αλλά μόνο για λίγο με τράβηξαν από αυτά. Όταν καθόμασταν στο τραπέζι να φάμε, από όταν έμαθα να διαβάζω, είχα δίπλα μου ένα βιβλίο, απαραίτητο όσο το πιρούνι και το κουτάλι. Ήταν μια οικεία εικόνα στην οικογένεια μου. Ενθουσιαζόμουν από την δύναμη του βιβλίου. Δεν ήταν εικόνα και όμως με έκανε να ζωγραφίζω άπειρα στο μυαλό μου. Δεν είχε ήχο και όμως άκουγα μουσικές. Έφτιαχνα τον δικό μου κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμουν εγώ. Και κάποια στιγμή θέλησα να γράψω όσα στριμώχνονταν μέσα στο κεφάλι μου. Ξεκίνησα από τα ελεύθερα θέματα στις εκθέσεις του σχολείου, μετέτρεψα σε πεζό της «Ιθάκη», έγραφα μικρά διηγήματα και τα μοίραζα στους φίλους μου που ενθουσιάζονταν. Κάπως έτσι ξεκίνησε και το πρώτο βιβλίο. Πιο μεστή γραφή φυσικά· αλίμονο αν δεν ωρίμαζε στα σαράντα μου. Εικόνες από τα ταξίδια μου και τους διαφορετικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει, άλλες κουλτούρες και λαοί, δώσαν το έναυσμα.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Με τον δικό μου φιλοσοφικό ορισμό; Δημιουργία. Και σε αυτήν την απόδοση χωρούν τα πάντα: φαντασία, συναισθήματα, φιλοσοφία, λυρισμός, ιδανικά, λόγος και δεκάδες άλλα που οι νευρώνες του εγκεφάλου γεννούν. Ανάλογα με την δεξιοτεχνία αυτού που την αποτυπώνει, είναι καλή ή κακή λογοτεχνία. Μαγεία. Ορίστε ένας ακόμα ορισμός. Η μαγεία των λέξεων.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Θα μπορούσα να πω, ότι φταίει η οικονομική κατάσταση των τελευταίων είκοσι χρόνων, γιατί ακούω και από πολλούς, ότι το κόστος ενός βιβλίου δεν είναι και χαμηλό. Όμως αν το καλοσκεφτείς, είναι ένα βράδυ στον κινηματογράφο, με μια κοκα_κόλα και ποπκορν. Δεν θα πας μια φορά τον μήνα τουλάχιστον;
Νομίζω λοιπόν πως οι αιτίες ξεκινούν από τον ίδιο τον τρόπο που μεγαλώνουμε. Σε ένα σπίτι χωρίς βιβλία, δύσκολα θα μάθει το παιδί να διαβάζει. Από τις πιο παλιές αναμνήσεις που έχω από την μητέρα μου, είναι αυτές που μου διαβάζει τον «Τρελαντώνη». Οι σημερινοί αναγνώστες είναι οι δυο προηγούμενες γενιές. Έχω φίλους που αγοράζουν τα βιβλία μου, και δεν τα διαβάζουν ποτέ, γιατί ποτέ δεν διάβασαν. Και ο μεγάλος μου εγγονός, Δευτέρα δημοτικού, μου ζήτησε να του βρω το «χωρίς Αγάπη» το βιβλίο του Νέστορα Μάτσα που είχε γράψει το 1961, γιατί θέλει να διαβάσει την ιστορία που έκανε την γιαγιά του να κλάψει όταν ήταν παιδί.
Ίσως φταίει βέβαια το ότι ζούμε σε μια φωτεινή και ζωηρή χώρα και ο κόσμος προτιμά να διασκεδάζει έξω, παρά σε μια πολυθρόνα με ένα βιβλίο. Νομίζω πως δεν έχουν δοκιμάσει τα ταξίδια της πολυθρόνας…
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Σημαντικότατο από πολλές πλευρές. Επιλέγω να μην βλέπω την ψηφιακή εποχή σαν εχθρό και εξολοθρευτή του σώματος του βιβλίου, αυτού που η μυρωδιά του, είναι μια δυνατή πολλά υποσχόμενη φερομόνη στις αισθήσεις. Την βλέπω σαν ένα μέσο προώθησης και ακόμα μεγαλύτερης στροφής στην ανάγνωση. Όταν σου περιγράφω μια γωνιά από τους κήπους του Μπόμπολι στο Παλάτσο Πίττι, μπορείς να ψάξεις και να τους κάνεις εικόνα. Όταν σου περιγράφω τα συναισθήματα μιας άγνωστης σε εσένα μελωδίας, μπορείς να την ακούσεις.
Επιλέγω λοιπόν μόνο αυτόν το ρόλο από την ψηφιακή εποχή, παρόλο που έχω e-reader και αρκετά βιβλία σε αυτό. Αυτό με βοηθά στα ταξίδια, όπου το βάρος των βιβλίων που θέλω να έχω μαζί μου είναι αρκετά μεγάλο. Όμως εξακολουθεί να «βογκά» και να επεκτείνεται η βιβλιοθήκη μου.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Θα είχα οποιοδήποτε βιβλίο του Ζιλμπέρ Σινουέ, του Ναγκιμπ Μαχφούζ και του Στίβεν Πρέσσφιλντ. Οποιοδήποτε. Μετά θα διάλεγα με κλειστά μάτια ένα βιβλίο του λατρεμένου Τσιφόρου. Και τέλος « Το νησί της προηγούμενης μέρας» του Ουμπερτο Έκο, μπας και κατάφερνα να διαβάσω πέρα από την σελίδα 129 που βρίσκομαι τα τελευταία εννέα χρόνια.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Στην μοίρα με τίποτα. Ο κάθε ένας με τις πράξεις, τις επιλογές του, τον τρόπο που αντιδρά και τις εμπειρίες που αποκομίζει και υιοθετεί ή όχι καθορίζει την πορεία του στη ζωή. Στην τύχη λίγο, αν και της τα έχω μαζεμένα. Ούτε ένα τζόκερ, ένα λαχείο, κάτι τις ρε παιδί μου… Αυτό που λέμε τύχη άλλοι το λένε σύμπτωση, και άλλοι ηχώ του Σύμπαντος. Αλλά και πάλι… λίγο.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Νομίζω πως πολλά από τα άσχημα που γίνονται γύρω μας προκύπτουν από αυτήν ακριβώς την έλλειψη του ρομαντισμού. Και ο υπερβολικός ρεαλισμός, μέσα από αυτήν την έλλειψη έχει ξεφύγει σε επίπεδα άγρια. Οφείλεται στη σημερινή «γρήγορη» εποχή της ύλης και απόλαυσης; Ίσως.
Ρομαντισμός δεν σημαίνει ροζ γλυκανάλατες σκέψεις αγάπης, έρωτα, λουλούδια και αναστεναγμοί στο ηλιοβασίλεμα. Έχει αξίες, αυτές που λέμε ανθρώπινες.
Και ο ρεαλισμός, σου επιτρέπει να συγχρονίζεσαι με την εξέλιξη.
Κανένα από τα δυο δεν μπορεί να σταθεί μόνο του γιατί θα είναι καταστροφικό.
Η καλύτερη ισορροπία είναι 60-40. Και δεν πειράζει, ας πληγωθούμε λίγο περισσότερο εμείς οι ρομαντικοί.