/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στην Κατερίνα Δουκάκη

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στην Κατερίνα Δουκάκη

Η συγγραφέας Κατερίνα Δουκάκη απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας.

  1. Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πλέθρον το μυθιστόρημά σας «Στον κόσμο των ονείρων». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά; 

Είναι η ιστορία τριών ανθρώπων, της Μπιάνκας, του Αλεσσάντρο και της Σοφίας, που βλέπουν το ίδιο όνειρο: Ονειρεύονται το σπετσιώτικο σπίτι της Ελένης Μπούκουρα Αλταμούρα, της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου που ντύθηκε άντρας για να σπουδάσει στην Ιταλία. Η Μπιάνκα και ο γιος της Αλεσσάντρο έχουν άμεση σχέση με την Ελένη γιατί η Μπιάνκα έχει παντρευτεί έναν Ιταλό απόγονο του μικρότερου γιου της, τον Σαβέριο Αλταμούρα. Έχουνε και οι δύο δει το σπίτι σε έναν πίνακα που υπάρχει από παλιά στο σπίτι τους στη Νάπολη. Η Σοφία δεν έχει σχέση με την οικογένεια αλλά θυμάται ότι έχει δει τον ίδιο πίνακα σε μια έκθεση που αφορούσε τους ζωγράφους της οικογένειας Αλταμούρα. Στο πρώτο μέρος η Μπιάνκα αναπολεί τη ζωή της και γράφει μια δική της ιστορία για την Ελένη στο σημειωματάριό της. Στο δεύτερο μέρος, αφού η Μπιάνκα έχει πια πεθάνει, ο Αλεσσάντρο διαβάζει τις σημειώσεις της και πηγαίνει στις Σπέτσες για να δει το σπίτι της προ-προγιαγιάς του. Ταυτόχρονα πηγαίνει και η Σοφία στις Σπέτσες προσπαθώντας να κατανοήσει γιατί βλέπει αυτό το όνειρο.

 

  1. Σκιαγραφήστε μας τους κεντρικούς ήρωες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους; 

Η Μπιάνκα είναι αρχιτέκτονας και παίζει πιάνο. Μένει στη Νάπολη. Από νεαρή κοπέλα, ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, έχει ζήσει την ακμή του, τον ιστορικό συμβιβασμό και τη δολοφονία του Άλντο Μόρο, και μετά την πτώση του. Απογοητευμένη πια στα ογδονταοκτώ της έχει απομονωθεί στο σπίτι μη θέλοντας να βλέπει την κατάντια, όπως τη θεωρεί, της πολιτικής στη χώρα της. Διαβάζει το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη, Ελένη ή ο κανένας, και γράφει την δική της εκδοχή για τη ζωή της με τον σκοπό να ωθήσει το γιο της να ψάξει την ιστορία του.

Ο Αλεσσάντρο είναι αστροφυσικός, εξήντα ετών, και ζει στη Νάπολη. Ολοκληρωτικά δοσμένος στην επιστήμη του και πεπεισμένος ότι είμαστε μια απειροελάχιστη κουκίδα σ’ αυτό το τεράστιο σύμπαν που δεν είναι και το μοναδικό, αδιαφορεί για τα συμβαίνοντα στην κοινωνία των ανθρώπων. Όμως ο θάνατος της μητέρας του, οι σημειώσεις της καθώς και μια περιστασιακή σχέση που ζει αμέσως μετά, τον κάνουν να βγει από το καβούκι του και να δώσει αξία σε ανθρώπους και ιδέες που άλλοτε του φαίνονταν ανάξιες λόγου και πράξεων.

Η Σοφία είναι ζωγράφος, πενηνταοκτώ ετών, και παίζει ακορντεόν. Ζει στην Αθήνα και μόλις έχει βγει σε πρόωρη σύνταξη, εργαζόταν ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών στο δημόσιο σχολείο. Έχει ζήσει μια γεμάτη ζωή και έχει μια κόρη. Πιστεύει στους ανθρώπους και στις συλλογικές δράσεις. Είναι πολιτικοποιημένη. Μετά τη σύνταξη έχει περιπέσει σε κάποιου είδους απάθεια και ψάχνει έναν τρόπο να ξεκινήσει ξανά τη ζωή της. Αποφασίζει λοιπόν να πάει στις Σπέτσες και να ψάξει να βρει τι σχέση μπορεί να έχει με το σπίτι της Ελένης Αλταμούρα.

 

  1. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης; 

Σε πρώτο επίπεδο θα γνωρίσει πολλά για τις δύο ιστορικές εποχές που συναντάμε στο βιβλίο. Στο πρώτο μέρος, 1970 με 1985, συνδέονται οι ιστορίες της Ιταλίας- στα «μολυβένια χρόνια»- και της Ελλάδας- στη χούντα και αρχές μεταπολίτευσης- μέσα από τη σχέση της Μπιάνκας με τον Μιχάλη, Έλληνα φοιτητή που σπουδάζει στη Νάπολη. Στο δεύτερο μέρος συνδέονται πάλι οι ιστορίες των δύο χωρών κατά τις δεκαετίες του 1840-1850 μέσα από τη σχέση της Ελένης, που έρχεται από την μετεπαναστατική Ελλάδα, με τον Σαβέριο Αλταμούρα που ήταν Γαριβαλδινός επαναστάτης.

Σε δεύτερο επίπεδο θα βυθιστεί στα όνειρα, στη φυσική του Αλεσάντρο, στη ζωγραφική της Σοφίας και φυσικά στη μουσική, μεγάλη αγαπημένη και των τριών βασικών ηρώων. Ελπίζω μέσα σ’ όλα αυτά να βρει κάτι που κι εκείνος ονειρεύτηκε ή και συνεχίζει να ονειρεύεται. Να βρει κάτι από τον εαυτό του.

  1. Ποια διάσταση δίνετε στον κόσμο των ονείρων;

Δύο διαστάσεις: αυτά που επιθυμούμε και προσπαθούμε να καταφέρουμε και αυτά που βλέπουμε, πίσω από τα κλειστά μας βλέφαρα, στον ύπνο μας. Όλοι σχεδόν οι σπουδαίοι που έχουν ασχοληθεί με την ονειρική ζωή πιστεύουν ότι σχετίζεται με την πραγματική ζωή μας. Ότι ξεκινά από αυτήν. Άλλοτε το καταλαβαίνουμε γιατί το ζούμε και άλλοτε όχι γιατί βρίσκεται στο υποσυνείδητό μας. Στο βιβλίο, αυτές οι δύο ζωές μπλέκονται τόσο πολύ που ο αναγνώστης μπορεί να μπερδευτεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Στ’ αλήθεια σε όλους μας δεν έχει συμβεί αυτό; Να δούμε ένα τόσο ζωντανό όνειρο που να νομίζουμε ότι είναι πραγματικό. Και, αν το σκεφτεί κανείς πιο σοβαρά, τι ακριβώς είναι το πραγματικό;

 

  1. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Πάντα θαύμαζα τους μεγάλους συγγραφείς και το πώς καταφέρνουν να μας παίρνουν μαζί τους, στο κόσμο τους, βάζοντας με το σωστό τρόπο τις κατάλληλες λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη. Ήθελα να τους μοιάσω. Αλλά η ζωή με πήγε σε άλλα μονοπάτια. Τώρα που κάποια από αυτά τα μονοπάτια έφτασαν στο τέλος τους ήρθε και η ώρα να το προσπαθήσω. Ξεκίνησα με το σεμινάριο δημιουργικής γραφής γιατί πιστεύω πολύ στην εκπαίδευση χωρίς να έχω καμιά φιλοδοξία να εκδώσω. Μου άρεσε να γράφω και να τα μοιράζομαι με τους συμμαθητές και κυρίως τις συμμαθήτριες μου μιας και οι γυναίκες πλειοψηφούν και σ’ αυτήν τη δραστηριότητα. Το βιβλίο αυτό βγήκε, έτσι χωρίς πρόγραμμα, μετά από παρακίνηση δικών μου ανθρώπων που έκριναν ότι άξιζε τον κόπο.

 

  1. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;

Δεν είμαι ειδική να απαντήσω σ’ αυτό. Τι να πω τώρα; Είναι η τέχνη του λόγου; Αυτά τα μαθαίναμε στο σχολείο. Πάντως για μένα προσωπικά η λογοτεχνία υπήρξε ψυχαγωγία και σχολείο μαζί. Μ’ αυτήν γέλασα, έκλαψα, αισθάνθηκα και έμαθα. Πολλά πράγματα που δεν θα είχα ποτέ την όρεξη να τα διαβάσω τα γνώρισα μέσα από τη λογοτεχνία. Μου αρέσουν τα βιβλία που πέρα από την ιστορία που περιγράφουν σου δίνουν το κίνητρο να ψάξεις και για κάτι άλλο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν . Αυτό μπορεί να είναι Ιστορία, Επιστήμη, Τέχνη ή και οτιδήποτε άλλο.

 

  1. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο; 

Λέγονται πολλά αλλά δεν ξέρω ποια από αυτά δεν ισχύουν και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Κάτι που Βλέπω εγώ, ως εκπαιδευτικός, είναι η καταπιεστική εικόνα που σχηματίζουν τα παιδιά μέσα από το σχολείο για τα βιβλία και το διάβασμα. Αυτό παρασύρει και όλα τα είδη βιβλίων. Π.χ. βάζει η δασκάλα, εργασία, να διαβάσουν τα παιδιά κάποια βιβλία στις διακοπές. Όλο αυτό παίρνει τη μορφή μαθήματος. Εντάσσεται στις υποχρεώσεις ενώ θα έπρεπε να εντάσσεται στην ψυχαγωγία. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να προτείνω. Θα ‘πρεπε να γίνει ένα θαύμα για να γυρίσουμε πίσω στις δικές μας εποχές που κρύβαμε το βιβλίο κάτω από το γραφείο μας για να μην δει η μητέρα μας ότι διαβάζαμε εξωσχολικά και όχι τα μαθήματά μας. Τώρα κρύβουν το ipad ή το κινητό τηλέφωνο.

 

  1. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Ίσως μετά από κάποια χρόνια να μην υπάρχει πια το βιβλίο στη μορφή που το ξέρουμε. Ήδη έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται πολύ τα audio-books. Είναι πιο ξεκούραστο να ακούς από το να διαβάζεις. Πολλοί άνθρωποι διαβάζουν από τον υπολογιστή. Είναι μια λύση γι’ αυτούς που δυσκολεύονται με τα μικρά γράμματα. Αναγκαστικά πρέπει να προσαρμοστούμε. Ένα είναι το σίγουρο. Η λογοτεχνία θα υπάρχει πάντα γιατί έχουμε την ανάγκη να πούμε την ιστορία μας και να ακούσουμε την ιστορία των άλλων.

 

  1. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

«Αδερφοί Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, Τα διηγήματα του Τσέχωφ,  «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες, Την τριλογία του Τσίρκα, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» της Ζατέλλη. 

 

  1. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη; 

Ο  Αϊνστάιν, αντιδρώντας στην καινούρια τότε θεωρία της Κβαντομηχανικής, είχε πει ότι ο Θεός δεν παίζει ζάρια. Δεν ξέρω αν πίστευε στον Θεό ή το είπε για να πείσει όλους τους άλλους που πίστευαν. Προσωπικά είμαι πολύ ορθολογίστρια. Δεν μπαίνω πια στον κόπο να σκεφτώ για τον Θεό, για τη μοίρα ή για την τύχη. Απλώς ζω και προσπαθώ να κάνω αυτό που κάθε φορά μου φαίνεται το σωστό. Άλλοτε τα καταφέρνω και άλλοτε όχι. Είναι αυτό από τον Θεό, από τη μοίρα ή από την τύχη; Είναι πολύ εύκολο να το αποδίδουμε εκεί και να μην το ψάχνουμε μέσα μας. Σ’ αυτά που εμείς κάναμε ή δεν κάναμε.

 

  1. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας; 

Στη ζωή μας άλλοτε παρασυρόμαστε από το ένα και άλλοτε από το άλλο. Έχουμε την ανάγκη να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα και να αφεθούμε στο όνειρο. Αυτό άλλοτε μας βγαίνει σε καλό και άλλοτε όχι. Στη δεύτερη περίπτωση έρχεται ο ρεαλισμός για να μας βοηθήσει να μη χαθούμε. Να μείνουμε στη Γη και να συνεχίσουμε να ζούμε  για να έρθει ξανά ο ρομαντισμός και να μας παρασύρει στο επόμενο όνειρο.