Η συγγραφέας Ελίζα Σουφλή απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων “Συναντήσεις”.
- Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Λιμάνι η συλλογή διηγημάτων σας «Συναντήσεις». Πώς θα την περιγράφατε συνοπτικά;
Για να απαντήσω, θα δανειστώ κάποια σημεία από το δελτίο τύπου των Συναντήσεων, γιατί νομίζω πως δε θα μπορούσε να γίνει καλύτερη συνοπτική περιγραφή. Οι Συναντήσεις, λοιπόν, φωτίζουν ήρωες και ηρωίδες που έχουν έναν κοινό πόθο, μία κοινή ανάγκη: να συνδεθούν, να επικοινωνήσουν και να συναντηθούν. Κάθε ιστορία τιμά τις συναντήσεις που υπήρξαν καθοριστικές, απαραίτητες για τη ροή της ζωής. Κάθε συνάντηση είναι πολύ ξεχωριστή, συνεπώς δε θα μπορούσα να δώσω μία γενική περιγραφή για όλες, μάλλον θα τις αδικούσα.
- Σκιαγραφήστε μας τους κεντρικούς ήρωες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Κάθε ιστορία έχει ένα πρωταγωνιστικό πρόσωπο, που αποτελεί και τον αφηγητή/τρια της ιστορίας του (ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να περιγράψει καλύτερα όσα συνέβησαν ή συμβαίνουν, αν όχι εκείνος που τα ζει!) Όπως ανέφερα και παραπάνω, παρά τις διαφορές τους, όλα τα πρόσωπα έχουν ένα κοινό: την ανάγκη τους για επαφή, για σύνδεση. Αυτό είναι και το κίνητρό τους για να προχωρήσουν ή να μείνουν για λίγο στάσιμοι – για όσο χρειάζονται.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης και τι ρόλο παίζει η προσθήκη των σκίτσων σας στη συνολική εικόνα του έργου;
Δε θα ήθελα να υποθέσω, γιατί δεν μπορώ να ξέρω με σιγουριά. Θεωρώ πως η ανάγνωση είναι ένα πολύ προσωπικό και υποκειμενικό βίωμα. Πιστεύω, όμως, από τα σχόλια που λαμβάνω από τους αναγνώστες μου γι’ αυτό και για τα προηγούμενα βιβλία μου, πως οι ιστορίες αυτές θα αγγίξουν προσωπικά βιώματα και μνήμες.
Τα σκίτσα γεννήθηκαν μαζί, πριν ή μετά τις ιστορίες. Για μένα ήταν ένας ενδιαφέρων τρόπος να ζωντανέψουν οι σελίδες. Με τον τρόπο που είναι δομημένο το βιβλίο, νομίζω πως η αναγνωστική εμπειρία γίνεται λιγότερο σοβαρή, πιο παιχνιδιάρικη. Οι αναγνώστες/τριές μου, που ακολουθούν και τη σελίδα μου, ξέρουν ότι λατρεύω να παίζω με τις λέξεις και διεκδικώ συνεχώς το παιχνίδι στη γραφή και στην παρουσία μου ως συγγραφέας. Έχουμε φτιάξει το παιχνίδι με τα Ελεύθερα Βιβλία στην Αθήνα, σε κάθε νέο μου βιβλίο υπάρχει μία σύνδεση σε κάποιο προηγούμενη ή σε κάποιο επόμενο, το ίδιο συμβαίνει και με τα εξώφυλλα και τις χρωματικές επιλογές… Παρ’ ό,τι η συγκεκριμένη συλλογή θίγει κάποια δύσκολα ζητήματα, δεν ήθελα να γίνει δραματική. Νομίζω ότι τα σκίτσα βοηθούν αρκετά σ’ αυτό.
- Ποιοι είναι οι λόγοι που, παρά τις ψηφιακές ευκολίες, η ουσιαστική επικοινωνία μοιάζει, στην εποχή μας, πιο δύσκολη από ποτέ;
Δεν είμαι κοινωνιολόγος ή ανθρωπολόγος, αλλά θα έλεγα, από τη δική μου εμπειρία, ότι η δυσκολία προκύπτει από τον όγκο των πληροφοριών και την ταχύτητα λήψης. Τα ερεθίσματα είναι τόσα που για να καταφέρουμε να επεξεργαστούμε όλες τις πληροφορίες που λαμβάνουμε, αναγκαστικά, μάλλον, πολλές φορές μένουμε στην επιφάνεια. Δεν πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει, ωστόσο, ουσιαστική επικοινωνία, ούτε ότι είναι πολύ εύκολο. Χρειάζεται προσπάθεια και επένδυση στις σχέσεις.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Επαναλαμβάνομαι, αλλά δεν μπορώ να απαντήσω κάτι άλλο. Η ανάγκη μου να συνδεθώ με έκανε να ξεκινήσω να γράφω, από πολύ νωρίς. Έτσι, καθώς συνέχιζα να απλώνω τις σκέψεις μου στο χαρτί, άρχισα να βλέπω και ένα κομμάτι μου πίσω από την αποφόρτιση του νου. Σε αυτές τις στιγμές, που ακολουθήθηκαν από περισσότερο γράψιμο και περισσότερες σκέψεις, θα έλεγα ότι οφείλεται και η επιθυμία μου να εξερευνήσω κι αυτόν τον δρόμο.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Δε θα μπορούσα παρά να αναφερθώ στην ετυμολογία της λέξης: λόγος + τέχνη. Τι υπέροχη σύμπραξη!
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Δεν ξέρω πόσο διαβάζει ο μέσος Ευρωπαίος ή πόσο, τελικά, διαβάζει ο μέσος Έλληνας. Θα έλεγα, όμως, ότι, έχοντας ζήσει στην Ευρώπη για ένα διάστημα, δε θα μπορούσα επ’ ουδενί να κρίνω επί ίσοις όροις την καθημερινότητα ενός κατοίκου της κεντρικής ή βόρειας Ευρώπης και ενός Έλληνα. Θα ήμουν, θέλω να πω, ιδιαίτερα φειδωλή να κάνω τέτοια σύγκριση. Ο χρόνος κυλά κάπως διαφορετικά στην Ελλάδα. «Ο μέσος Έλληνας» παλεύει με περισσότερα θηρία. Αγωνίζεται για τα προς το ζην, βρίσκεται σε έναν συνεχή αναβρασμό εξελίξεων, παλεύει με το κράτος και την ελληνική κοινωνία, που δυσκολεύεται πολύ να εξελιχθεί. Πιστεύω πως και η ανάγνωση, όπως πολλά, χρειάζεται καθαρό μυαλό, διάθεση, χρόνο.
Προσωπικά, δε θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου ως βιβλιοφάγο. Υπήρξα στο παρελθόν, μα δεν είμαι πλέον. Θέλω να πω, επιλέγω κάπως πιο προσεκτικά τα αναγνώσματά μου, έχω ξεφύγει πλέον από τους ψυχαναγκασμούς της ανάγνωσης, οι αναγνώσεις μου είναι πολύ πιο στοχευμένες. Αν κάτι δε με κερδίσει, δε θα του χαρίσω άλλον χρόνο. Συνεπώς, αν και λατρεύω το βιβλίο σε κάθε του μορφή, δε θα έλεγα ότι διαβάζω πολύ, ίσως «λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο», διαβάζω όμως στοχευμένα, ενώ μοιράζω τον χρόνο μου και σε άλλες τέχνες. Και αυτό με ικανοποιεί.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Συνεχίζει να παίζει έναν καίριο ρόλο. Το ότι έχουμε διαφορετικές μορφές βιβλίων είναι μεγάλη τύχη. Το βιβλίο δε χρειάζεται να είναι πλέον από χαρτί και να ζυγίζει 250+ γραμμάρια. Μπορεί να βρίσκεται στην ψηφιακή μας βιβλιοθήκη μαζί με άλλα 50 βιβλία και να μας συνοδεύει παντού, ανά πάσα στιγμή. Μπορεί να βρίσκεται στο κινητό μας και να το ακούμε από τα ακουστικά στο μετρό ή από τα ηχεία του αυτοκινήτου στην κίνηση στον Κηφισό. Θέλω να πω, η διαφοροποίηση στη μορφή του δεν το κάνει λιγότερο βιβλίο. Αντιθέτως, νομίζω ότι ένα από τα σημαντικά πράγματα που μας έχει χαρίσει η ψηφιακή εποχή που διανύουμε είναι η συμπερίληψη στην ανάγνωση. Ένα ψηφιακό βιβλίο ή ένα audiobook δίνει επιτέλους την ευκαιρία με μεγαλύτερο εύρος αναγνωστών/τριών να απολαύσουν το περιεχόμενό του. Αυτό κι αν είναι επιτυχία!
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Αν και σπάνια επανέρχομαι σε βιβλία που έχω ήδη διαβάσει, θα επέλεγα να κάνω έναν μαραθώνιο ανάγνωσης στα έργα του Κάφκα (τουλάχιστον αυτό σκέφτομαι αυτήν τη στιγμή). Ίσως πάλι να επέλεγα να επιστρέψω μόνο σε ένα, σε ένα πολύ αγαπημένο μου βιβλίο, που έχω χρόνια να αγγίξω: Το Μηδέν και Το Άπειρο.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Περισσότερο στον άνθρωπο, θα έλεγα. Τη δύναμη που έχει ο νους, πιστεύω, δεν την έχει άλλη εξωτερική δύναμη καμία.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Περισσότερη ενσυναίσθηση 🙂
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ