Η ποιήτρια και ερμηνεύτρια Ελένη Τζατζιμάκη απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή και γιατί ειδικά με την ποίηση;
Νομίζω πως όλα ξεκίνησαν από το γεγονός ότι έμαθα να γράφω σε πολύ μικρή ηλικία, πολύ πριν πάω στο σχολείο. Μου άρεσε η διαδικασία και έπρεπε με κάτι να γεμίσω τις σελίδες –δεν είχα σχολικές υποχρεώσεις ακόμη! Την ποίηση, την έβλεπα και την βλέπω σαν ένα είδος μουσικής. Ένα τραγούδι για να φτιαχτεί θέλει αρμονία και μελωδία, όπως και ένα ποίημα. Είναι μια σοβαρή κατασκευή, που θέλει πολλή δουλειά, πολύ χρόνο και αυστηρότητα. Η αρμονία της ποίησης είναι όσα μένουν στη σιωπή- ο πραγματικός ποιητής ξέρει ότι όσα γράφονται, στην πραγματικότητα λειτουργούν παρελκυστικά: το πραγματικό ποίημα κρύβεται μέσα στην αγωνία των κρυμμένων λέξεων. Ο πρώτος ποιητής που αγάπησα ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ποια είναι η βασική πηγή έμπνευσης;
Παλαιότερα, θα σας έλεγα η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος και άλλα σημαίνοντα του ανθρώπινου βίου. Σήμερα, πάλι, πιστεύω ότι το ποίημα δεν ξεκινάει από κάποια έμπνευση. Αντιθέτως, η ποίηση και η διαδικασία της είναι εκείνη που γεννά «εμπνεύσεις», αφορμές για να γράψεις πάλι. Σπάνια ξέρεις πού θα καταλήξεις γράφοντας ένα ποίημα. Κι ακόμη πιο σπάνια καταλήγεις εκεί όπου είχες φανταστεί.
Πότε να περιμένουμε σύντομα νέα ποιητική συλλογή και με ποια θεματολογία;
Ελπίζω, μέσα στον επόμενο χρόνο. Η επόμενή μου συλλογή αφορά κυρίως στη σχέση της μεταπολεμικής Ιστορίας με τη μνήμη και τις μεταμορφώσεις της στον ανθρώπινο νου. Ξέρουμε πια από την επιστήμη ότι στη μνήμη ανακαλούμε κυρίως το επιθυμητό και όχι το αληθές. Συνεπώς, πολλές φορές η μνήμη γίνεται φαντασία ερήμιν μας. Έτσι διαμορφώνεται, εν τέλει, και η Ιστορία στο συλλογικό ασυνείδητο. Θα συνόψιζα το σκεπτικό του βιβλίου στη φράση «θυμόμαστε ή θέλουμε;».
Στέκεται η σύγχρονη ελληνική ποίηση στον ύψος της τεράστιας ιστορίας της;
Προσπαθώ να διαβάζω την ποίηση του παρελθόντος και με την απόσταση της φιλολογικής ματιάς. Θα σας απαντούσα, λοιπόν, ότι, πράγματι, και στην περίπτωση της εθνικής μας ποιητικής παραγωγής -όπως , όμως και σε πλείστων άλλων χωρών- έχουν υπάρξει πολλές σημαντικές φωνές στον χώρο της ποίησης. Ωστόσο, όπως πάντα συμβαίνει, λίγοι ήταν εκείνοι που βρέθηκαν ένα βήμα μπροστά από την εποχή τους, πράγμα διόλου κακό καθώς δεν χωράει η λογική της αριστείας στην ποίηση- όσο είναι φαιδρό να πιστεύει κανείς ότι είναι μοναδικός σε αυτό που κάνει, άλλο τόσο είναι και άχρηστο να διεκδικούμε ποιητικές αυθεντίες . Θέλω να πω, επομένως, πως ναι μεν έχουμε μεγάλη παρακαταθήκη αλλά δεν θα τη μυθοποιούσα καθώς θεωρώ την αποθεωτική λογική εχθρό της δημιουργίας. Πλάι, λοιπόν, στους τόσους πολλούς, λιγότερο ή περισσότερο σημαίνοντες ποιητές και ποιήτριες του παρελθόντος, το ποιητικό παρόν στέκεται αντάξιο και σήμερα, με τα συν και τα πλην του. Τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια παρατηρείται μια εκδοτική έκρηξη ποιητικών συλλογών και αυτό από μόνο του δείχνει μια προτίμηση.
Το κοινό ανταποκρίνεται ή όχι στη μεγάλη παραγωγή ποιητικών έργων και για ποιους λόγους;
Το κοινό της ποίησης είναι συγκεκριμένο αλλά πιστό. Δυστυχώς, σπάνια φτάνει στο ευρύ κοινό (έξω από τον στενό μας κύκλο) η πληροφόρηση για νέες ποιητικές κυκλοφορίες σύγχρονων ποιητών και δεν είμαι πλέον καθόλου σίγουρη ότι αυτό έχει να κάνει αποκλειστικά με την, προκαταβολικά δεδομένη για τους εκδότες, κριτικούς και δημοσιογράφους, έλλειψη ενδιαφέροντος. Είναι περισσότερο θέμα συγκυριών, επικοινωνίας, συντεχνιακής λογικής και εμπορικών κριτηρίων. Στην ελληνική μαζική κουλτούρα αναπαράγονται τα θέσφατα του παρελθόντος, υπάρχει μεγάλος δισταγμός και αμηχανία. Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι υπάρχει κόσμος που θέλει να μας ακολουθήσει, αλλά δεν ξέρει το πώς και πού θα μας βρει. Επίσης, πολλοί άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι είναι ανίκανοι να διαβάσουν και να κατανοήσουν την ποίηση- και σε αυτήν την προκατάληψη έχει παίξει τρομακτικά τον ρόλο του το σχολείο. Η ποίηση είναι το πιο βαθιά λαϊκό ανάγνωσμα και αυτό το έχει αποδείξει η πολιτισμική ιστορία μας από την εποχή των ραψωδών ως τα δημοτικά τραγούδια και τις μελοποιήσεις των μεγάλων μας, Γκάτσου, Σεφέρη, Ρίτσου κλπ. Ο ελιτισμός που της έχει αποδοθεί δεν έχει να κάνει με την ίδια αλλά με τα κουτάκια της αγοράς ή τον ναρκισσισμό των συγγραφέων.
Η άλλη μεγάλη σας αγάπη είναι η μουσική και ειδικότερα η τζαζ. Τι ενώνει την ποίηση με τη τζαζ;
Ο αυτοσχεδιασμός κι η λυρικότητα και των δύο; Την ποίηση με την τζαζ τις ενώνει το γεγονός ότι γεννήθηκαν και οι δύο ως λαϊκή έκφραση και εξελίχθηκαν σε είδος για λίγους. Με αυτό το παράπονο πορεύονται και οι δύο, πιστεύω. Ως προς τη διαδικασία, σίγουρα ο αυτοσχεδιασμός και η συνύφανση αλλότριων στοιχείων, μέσα σε καθεστώς απόλυτης ελευθερίας που ρυθμίζεται,όμως, από αυστηρές αρμονικές και ρυθμικές δεσμεύσεις, αποτελούν σημεία τομής ανάμεσά τους.
Γιατί η τζαζ παραμένει ένα “παρεξηγημένο” είδος για λίγους, στην Ελλάδα;
Τα τελευταία χρόνια, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, με την έννοια ότι και η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί σημαντικά και βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τα διεθνή πρότυπα, και το κοινό της τζαζ μοιάζει να αυξάνεται. Μπορούμε να καμαρώνουμε για τη σύγχρονη γενιά μουσικών της τζαζ στην Ελλάδα, είναι ικανοί να σταθούν παντού. Βέβαια, το υπέροχο στη γλώσσα της τζαζ είναι ότι επιτρέπει (και αναδεικνύει) το προσωπικό μουσικό ιδίωμα του καθενός. Ως Έλληνες, έχουμε στο αίμα μας μια εντελώς διαφορετική αίσθηση του ρυθμού από εκείνην του swing ή της bossa .Κουβαλάμε ήχους όρθιους, βυζαντινούς, ανατολίτικους, βαλκανικούς, ηχοχρώματα βαριά, παραδοσιακά, αλλά όλα με τους ίδιους καημούς και αυτό είναι, εν τέλει, το μεγάλο στοίχημα: η δικιά μας ιστορία να φτιάξει τη δικιά μας τζαζ. Κι όσο περισσότερο κανείς προχωρήσει στη γνώση της, θα καταλάβει ότι στο τέλος όλοι οι κανόνες καταργούνται και τον τελευταίο λόγο τον έχει η μουσική. Και αυτή, τα παρασέρνει όλα στον διάβα της.
Είναι μέσα στους στόχους οι μελοποιήσεις στίχων σας με τζαζ μελωδίες;
Είναι μέσα στους στόχους μου ένας πραγματικός τζαζ δίσκος. Δεν το έχω κάνει ως τώρα, κινούμαι πολύ περιφερειακά στο είδος. Αναζητώ τους κατάλληλους ανθρώπους και το κατάλληλο υλικό. Μακάρι να καταφέρω να γράψω και τη μουσική. Αυτό είναι το όνειρό μου.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία και οι πέντε δίσκοι που θα θέλατε μαζί σας;
Ένα βιβλίο που με παίδεψε πολύ –γι’αυτό και το αγάπησα- στην περίοδο της καραντίνας ήταν «Το πρόβλημα της αλήθειας» του Max Horkheimer. Απόλαυσα, ακόμη, την ανθολογία ποιημάτων της Γκαμπριέλα Μιστράλ και το δοκίμιο για την ανασημασιοδότηση της γλώσσας στη δημόσια σφαίρα «Τι μας κρύβουν οι λέξεις» του Jean Paul Fitoussi . Από πρόσφατα αναγνώσματα, θα διάλεγα οπωσδήποτε το σπουδαίο ποιητικό έργο «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου και τους «Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ που διαβάζω τώρα. Από δίσκους, τα «Ζabriskie Point» των Pink Floyd, «John Coltrane and Johny Hartman», «Nina de Fuego» της Buika, «Woman Child» της Cecile McLorin Salvant και οποιοδήποτε σαρανταπεντάρι της Πόλυς Πάνου.
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Πιστεύω στις επιλογές μας. Και λίγο στην τύχη.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Χρειαζόμαστε περισσότερη ειλικρίνεια, και στη ζωή και στα όνειρά μας.
Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι! Ε.
Βιογραφικό
Η Ελένη Τζατζιμάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Μελάνι: “Η μαγεία της άνωσης”(2009), “Μετά την ενηλικίωση”(2012), “Σε ποιον ανήκει μια ιστορία;/ Who does a story belong to?(δίγλωσση έκδοση σε μετάφραση του David Connolly) (2015) και “Το παράδοξο των διδύμων,ένα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά”(2018). Έχει συμμετάσχει σε διεθνή λογοτεχνικά φεστιβάλ (Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Βερολίνου, Skuc Festival Ljubljana, Αφιέρωμα στον Νάνο Βαλαωρίτη Της Ελληνικής Ένωσης Λογοτεχνών στη Νέα Υόρκη).Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε έξι γλώσσες.Είναι υποψήφια διδάκτορας του τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι, τη Jazz και τη Βυζαντινή μουσική.