/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στην Ελένη Μάλλιαρη

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στην Ελένη Μάλλιαρη

Η συγγραφέας Ελένη Μάλλιαρη απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου “Η επιστροφή” από τις εκδόσεις Θερμαϊκός.

Κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο “Η επιστροφή”. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο και τι ακριβώς πραγματεύεται; 

«Η επιστροφή» είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει, μία επιστροφή στην πίστη της ουτοπίας, που φυσικά δεν υπάρχει, αλλά τουλάχιστον μας δείχνει τον δρόμο, όχι της ελπίδας και της ευχής (γιατί αυτές οι έννοιες είναι μεταφυσικές), αλλά μία δραστηριότητα που θα αντιτίθεται στον ωμό κυνισμό του πρακτικισμού. 

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης; 

Νομίζω πως, για να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση, θα πρέπει προηγουμένως να οριστεί η λέξη «έμπνευση». Αν τη θεωρήσουμε μία διανοητική έκλαμψη που καταλύει συντριπτικά ένα αδιέξοδο, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως μία ολόκληρη ιστορία δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα έμπνευσης, αν και προφανώς γράφεται σε ώρες πνευματικής διαύγειας που δεν την αποκλείουν. Ωστόσο, αυτή προϋποθέτει πολλή δουλειά, πολλά αναγνώσματα (τόσα πολλά, που δεν είσαι σίγουρος πια από πού προέρχεται το καθετί) και πολύ εγωισμό, εφόσον θεωρείς ότι αυτό που σκέφτεσαι αξίζει να ειπωθεί και να ακουστεί. 

Σκιαγραφείστε μας τους βασικούς χαρακτήρες. Ποια είναι τα κίνητρα και οι στόχοι τους; 

Ο βασικός χαρακτήρας ονομάζεται Χάρης Πολέμης, ένας επαρκώς συμβιβασμένος εργαζόμενος σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που δεν έχει καθόλου τα χαρακτηριστικά του ήρωα. Μία λανθάνουσα δυσπιστία για την πολυδιαφημιζόμενη τελειότητα του καθεστώτος, αλλά κυρίως εξωτερικά γεγονότα είναι αυτά που τον μετατρέπουν σε πολέμιο του κατεστημένου, που έχει επιβάλει έναν απάνθρωπο τεχνοκρατισμό και μία εγκλωβιστική ρουτίνα. Η τυχαία επαφή του με έναν άλλον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης τον πείθει πως είναι εφικτό το βίωμα, η επαφή και ίσως η ευτυχία ή έστω η ψευδαίσθησή της. 

Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, το κοινό;

Εξαρτάται από το ποιος είναι αυτός που το διαβάζει. Εξάλλου, ο καθένας διαβάζει αυτό που με κάποιον τρόπο γνωρίζει ή αυτό που αντέχει. Αυτό που θα ήθελα εγώ να αποκομίσει είναι η συνειδητοποίηση της φαυλότητας, της απανθρωπιάς και του κυνισμού που ζούμε και που νομιμοποιούνται στο όνομα μίας θεοποιημένης ανάπτυξης που δεν πρόκειται να διαρρήξει τον φαύλο κύκλο του θύτη και του θύματος στο ίδιο πρόσωπο. 

Περιγράφετε ένα δυστοπικό μέλλον; Πόσο κοντά είμαστε στο να καταστεί πραγματικότητα; 

Μα, είναι ήδη μία πραγματικότητα. Η χειραγώγηση της πληροφόρησης, η άνοδος της ακροδεξιάς, η καταστολή κάθε φωνής που τολμάει να αντιτίθεται, ο πνευματικός μας μορφινισμός και η καναπεποίηση, η οικειοθελής παραχώρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών μέσα σ’ ένα φάσμα τρομοκρατίας και κινδυνολογίας. Το ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε ότι φτιάχνουμε ανθρώπινες μηχανές, ενώ στην πραγματικότητα εμείς έχουμε αρχίσει να μοιάζουμε με αυτές…  Όλα αυτά τι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πέρα από δυστοπία; 

Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι από πολύ μικρή κρύφτηκα πίσω από τα βιβλία, διότι διαισθανόμουν ότι κάτι πάει πολύ λάθος. Ένιωθα φρικτή απελπισία και μερικές φορές απόγνωση για έναν κόσμο που δεν μπορούσα να καταλάβω και προσπαθούσα να εννοήσω μέσα από τα βιβλία. Αυτό σταδιακά σημαίνει ότι εντάσσεσαι στο παρασκήνιο, δε βρίσκεσαι ούτε στη σκηνή ούτε στα θεωρεία. Η συγγραφή, λοιπόν, μάλλον ήρθε ως νομοτέλεια, γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να αισθάνομαι πως υπάρχω. 

Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας; 

Η λογοτεχνία είναι λύτρωση και σωτηρία. Οι άνθρωποι ενεργούσε, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς γιατί ή για τι (δεν αναφέρομαι φυσικά στην πολιτική και την οικονομία, που εκεί υπάρχει σχεδόν πάντα μια προμελετημένη τακτική). Ερμηνεύουμε τις πράξεις μας εκ των υστέρων, με σκοπό να περισώσουμε την αξιοπρέπεια και τον εγωισμό μας, χωρίς να θίξουμε πάθη και αδυναμίες, ούτε καν στον εαυτό μας. Η λογοτεχνία αποκαλύπτει το παρόν σε πραγματικό χρόνο, δεν κρύβει τίποτα, δεν ωραιοποιεί τίποτα. Η λογοτεχνία είναι γύμνια. Υπό αυτήν την έννοια είναι ένας βαθύς ανθρωπισμός.

Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Φαντάζομαι, μεγάλη, αλλά είμαι η πλέον ακατάλληλη να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Δεν μπορώ να διαβάσω ένα βιβλίο που δε θα έχω τη δυνατότητα να πιάσω και να μυρίσω, που, όταν το ξαναπάρω στα χέρια μου, δε θα μπορώ να χαμογελάσω με την εικόνα του λεκέ από το παγωτό που έτρωγα, όταν το πρωτοδιάβασα.  

Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Πάρα πολύ δύσκολη ερώτηση. Θα σας πω τα πέντε πρώτα που μου έρχονται στο μυαλό: 

«Μία εποχή στην κόλαση» του Ρεμπώ

«Τα άνθη του κακού» του Μπωντλαίρ

«Οι δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι

«Ο ξένος» του Καμύ

«Το ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ

Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη; 

Θα μου επιτρέψετε να σας απαντήσω με μία μικρή ιστορία. Πριν από είκοσι (ίσως και περισσότερα) χρόνια, γνώρισα τον κύριο Γιάννη Πατίλη που εξέδιδε το περιοδικό «Πλανόδιον». Τον γνώρισα τυχαία στο σχολείο, όπου εργαζόταν και η μητέρα μου ως φιλόλογος. Είχα το θάρρος ή το θράσος να του δώσω κάποιες ιστορίες που είχα γράψει και κάποιες από αυτές του άρεσαν και δημοσιεύτηκαν. Νομίζω πως η μοίρα είναι ο χαρακτήρας μας και η τύχη ασφαλώς υπάρχει, αλλά δεν έχει καμία αξία, αν δε δικαιωθεί από πολύ δουλειά και αφοσίωση. 

Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;

Δεν είναι ποσοτικό το θέμα. Χρειαζόμαστε και τα δύο. Υπάρχουν αντικειμενικές ανάγκες που πρέπει να ικανοποιούνται και εκεί έχει το προβάδισμα ο ρεαλισμός. Δεν είμαστε, όμως, μόνο υλικά όντα. Είμαστε μία μοναδική πνευματική, ψυχική και ηθική ύπαρξη που βιώνει τραγικά τον φόβο του κενού, της άγνοιας και της ανυπαρξίας. Δυσκολεύομαι να δεχτώ πως αυτές οι απαντήσεις δίνονται από κάποιον άνωθεν Θεό, είτε τον λέμε Βούδα είτε γενετική είτε new age φιλοσοφία. Ένας στίχος του Τάσου Λειβαδίτη συμπυκνώνει ακριβώς τον τρόπο που νιώθω γι’ αυτό το κομμάτι της ανθρώπινης τραγικότητας: «Και σκέφτομαι ότι αυτό που μας μεγαλώνει είναι, ίσως, η παιδικότητα που μας διώχνει, για να μην, τελικά, εννοήσουμε».